Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 6.
ΑΔΕΞΙΟΣ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Αφού
έμεινα κοντά του για λίγες ήμερες, ήρθε σ’ αυτόν κατά θεία οικονομία να
τον επισκεφτεί ο ιερομόναχος πού προανάφερα, τον οποίο φιλοξένησε με
αγάπη, και επιμόνως τον παρακάλεσε να με πάει στο μοναστήρι του
Μόσενσκι. Εκείνος υποσχέθηκε να το κάνει ευχαρίστως. Όταν λοιπόν έφτασε η
ώρα του τελευταίου πια αποχωρισμού από την αγιότητά του, έπεσα κατ’
ιδίαν στα πόδια του, και φιλώντας τα με δάκρυα έκλαψα και θρήνησα, διότι
εξαιτίας της αναξιότητάς μου δεν αξιώθηκα να παραμείνω στην άγιά του
υπακοή. Αυτός, το κατά δύναμιν, με παρηγόρησε με τούς πνευματικούς του
λόγους, συμβουλεύοντάς με να έχω την ελπίδα μου μόνο στον Θεό, ο οποίος
μπορεί με το θείο θέλημά Του να τακτοποιήσει τη ζωή μου. Και εγώ,
ευχαριστώντας με δάκρυα την αγιότητα του γι’ αυτή την ψυχωφελή συμβουλή
του, τον αποχωρίστηκα.
Αφού λοιπόν τον ευχαριστήσαμε
μαζί με τον ιερομόναχο για την αγάπη και τη φιλοξενία του, πήγαμε πάλι
στο χωριό που ζούσε αυτός ο ιερομόναχος, ο οποίος, αφού ετοιμάστηκε για
τον δρόμο, με έφερε στο μοναστήρι του Μόσενσκι. Εκεί αναπαύτηκα μερικές
ημέρες, και στη συνέχεια, μαζί με μερικούς πατέρες, πήγα στη Μονή της
Αγίας Τριάδος, την επονομαζόμενη Ματρονίνσκι. Εδώ παρέμεινα για λίγες
ημέρες και έφυγα για να πάω στην Ιερά Μονή του ιεράρχου του Χριστού
Νικολάου, η οποία βρίσκεται στο νησί του ποταμού Τιασμίνα, και
ονομάζεται Μεντβέντοβσκι. Αυτή είναι υπό τη δικαιοδοσία της αγίας
Μητροπόλεως Κιέβου, ήταν δέ ηγούμενος της ο τιμιότατος ιερομόναχος πατήρ
Νικηφόρος .
Όταν έφτασα εκεί, πήγα κατευθείαν
στον ηγούμενο, του έβαλα μετάνοια, έλαβα την ευλογία του, και άρχισα να
τον παρακαλώ να με δεχθεί στην ιερά μονή του. Κι αυτός, σαν πατέρας
φιλότεκνος, κατανοώντας την πρόθεσή μου να μονάσω, χωρίς να περιφρονήσει
το αίτημά μου, με δέχτηκε με αγάπη και μου όρισε να μείνω σέ ένα κελί
μαζί με έναν δόκιμο πού διέμενε εκεί. Επίσης μού όρισε να πηγαίνω
παγγενιά με όλους τούς αδελφούς- ήταν μάλιστα τότε μήνας Ιούλιος και
μάζευαν τον σανό. Πήγαινα λοιπόν με τούς αδελφούς πρώτα στο μάζεμα τού
σανού και ύστερα στον θερισμό τού σιταριού, όπου με έβαζαν να θερίζω
μαζί με τούς αδελφούς. Όταν είδαν ότι από την απειρία μου έκοβα τά χέρια
μου, με έβαλαν να μεταφέρω τά δεμάτια στο αλώνι, ήμουν όμως αδέξιος και
σ’ αυτό το διακόνημα.
Καθώς μετέφερα τά δεμάτια, επειδή
δεν μπορούσα να κυβερνήσω τά βόδια, αναποδογύριζε το αμάξι, σκόρπιζαν
τά δεμάτια στο χωράφι, εγώ δέ, μή ξέροντας τί να κάνω, καθόμουν καταγής
και έκλαια. Όταν έρχονταν οι αδελφοί, με κατηγορούσαν ότι είμαι ένας
ανίκανος, και, καθώς διαπίστωσαν την αδεξιότητα μου σ’ αυτή την εργασία,
μού όρισαν να φέρνω λάσπη και νερό για το αλώνι.
Μολονότι αυτό το διακόνημα, ειδικώς
μάλιστα το να κουβαλάω λάσπη, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου,
εντούτοις, επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού, το εκτελούσα ευχάριστα.
Κάθε βράδυ επέστρεφα με τούς αδελφούς στο μοναστήρι, νωρίς δέ το πρωί
έφευγα πάλι για το διακόνημα. Μου όρισε επίσης ο ηγούμενος, όσο
βρίσκομαι μέσα στο μοναστήρι, να συμμετέχω στον χορό των ψαλτών, επίσης
δέ να εκτελώ και διακόνημα της τράπεζας, δηλαδή να κόβω ψωμί και να το
τοποθετώ στα τραπέζια, να φέρνω τις γαβάθες με τον φρουτοπολτό και να
τις τοποθετώ μπροστά στους αδελφούς, να συλλέγω τά σκεύη από τά τραπέζια
και να τά πλένω, να σκουπίζω την τράπεζα, και τά λοιπά, πού όλα τά
έκανα με χαρά, ευχαριστώντας τον Θεό πού με αξίωσε να υπηρετώ τούς
πατέρες και αδελφούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου