ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΙΤΑΕΦ
Τον τέταρτο χρόνο, στη διάρκεια
όλου του χειμώνα, μέχρι και αυτό το τέλος της σχολικής χρονιάς, πού
κλείνει στις 15 Ιουλίου, μολονότι φοιτούσα στα μαθήματα, ωστόσο δεν το
έκανα με την προηγούμενη θέρμη, διότι ή αγάπη για τον μοναχισμό
υπερίσχυε στην ψυχή μου, και δεν με έσπρωχνε πια στο να φοιτώ στα
μαθήματα, παρά με εξωθούσε στο να απαρνηθώ τον κόσμο και όσο το δυνατό
γρηγορότερα να γίνω μοναχός. Σ’ αυτό μάλιστα με παρότρυνε ακόμη
περισσότερο και ένα περιστατικό πού συνέβη τότε: Κατά τη διάρκεια του
χειμώνα, δύο από τούς μαθητές της Σχολής έφυγαν κρυφά, άγνωστο πού, και
ύστερα από αρκετό χρόνο κατάλαβα πώς έφυγαν για χάρη του μοναχισμού, και
ότι βρίσκονται σέ μια σκήτη της Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου, πού
λέγεται Κιτάεφ .
Άχ, πόση ανέκφραστη χαρά με γέμισε, μα και πόση επιθυμία
δοκίμασα να πάω εκεί και να τούς δώ! Μόλις λοιπόν βρήκα ελεύθερο χρόνο
από τά μαθήματα του σχολείου, πήγα εκεί με αρκετό φόβο στον δρόμο, αλλά,
καλυπτόμενος από τον Θεό,ακινδύνως έφτασα στο ιερό εκείνο καθίδρυμα
και, αφού έλαβα την ευλογία του προϊσταμένου, του τιμιότατου ιερομονάχου
πατρός Θεοδοσίου, με την ευλογία του ίδιου συναντήθηκα με τούς
ευλογημένους εκείνους δούλους του Θεού, οι οποίοι με δέχθηκαν με μεγάλη
χαρά, και με στήριξαν από την κούραση της οδοιπορίας, δίνοντάς μου
φαγητό.Μετά το διάβασμα του Αποδείπνου, και
αφού τελείωσαν τά διακονήματα πού τούς είχαν αναθέσει, συνάχθηκαν στην
τράπεζα μαζί και μ’ άλλους δοκίμους, και με μεγάλη προσοχή και φόβο
Θεού, για αρκετή ώρα, έβαλαν ανάγνωση από τον άγιο Έφραίμ.
Μόλις τελείωσε ή ανάγνωση, αφού
έβαλαν μετάνοια ο ένας στον άλλο, διαλύθηκαν, εμένα δέ με άφησαν να
αναπαυθώ μέσα στην τράπεζα ώσπου να έρθει η ώρα του ’Όρθρου. Μετά το
τέλος του ’Όρθρου και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, η οποία εκεί δεν
ετελείτο νωρίς, έβαλαν τράπεζα. «Όταν κάθισε ο προϊστάμενος με τούς
αδελφούς, πρόσταξε και εμένα ως φιλοξενούμενο να καθίσω ανάμεσά τους.
Έβαλαν ανάγνωση από λόγους Πατέρων, και οι πάντες άκουαν με φόβο Θεού,
με μεγάλη προσοχή και σε τέλεια σιγή. Οι δόκιμοι στέκονταν όρθιοι με
φόβο Θεού, και με ευλάβεια εκτελούσαν την απαραίτητη υπηρεσία. «Όταν
τελείωσε η τράπεζα, εκείνοι οι δύο δόκιμοι, πού για χάρη τους πήγα εκεί,
αφού γευμάτισαν και εκτέλεσαν όλες τις υπηρεσίες, βρήκαν ελεύθερο χρόνο
και, εμπνευσμένοι από τον Θεό, μου είπαν πολλούς ψυχωφελείς λόγους,
παρακινώντας με να αφήσω τον κόσμο και όσα βρίσκονται στον κόσμο, και να
έρθω κοντά τους ως δόκιμος, με την ελπίδα, όταν έρθει ο καιρός, να
δεχτώ και το μοναχικό σχήμα. Εγώ πάντως, και χωρίς τη δική τους
παρακίνηση, από όλη μου την καρδιά επιθυμούσα να παραμείνω εκεί, αλλά
γνωρίζοντας καλά ότι δεν μου ήταν δυνατό να το αποκρύψω αυτό από τη
μητέρα μου, δεν τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο.
Έμεινα λοιπόν εκεί και εκείνη
την ημέρα, και την τρίτη ημέρα νωρίς το πρωί, αφού έλαβα την ευλογία του
προϊσταμένου, αποχωρίστηκα με δάκρυα από τούς αδελφούς εκείνους, οι
οποίοι λυπήθηκαν για την αναχώρηση μου από εκεί, και έτσι επέστρεψα στον
τόπο της διαμονής μου. Δεν μπορούσα να παραμείνω περισσότερο σέ εκείνη
τη σκήτη, γιατί αν καθυστερούσα και άλλο δεν θα ήταν δυνατό να αποκρύψω
την κρυφή μου φυγή.
Αφού επέστρεψα, συνέχισα ως το
τέλος της χρονιάς να φοιτώ στα μαθήματα της σχολής χωρίς καμία διάθεση,
έτσι από απλή συνήθεια. «Όταν τελείωσε το σχολικό έτος, αυτή την τέταρτη
χρονιά δεν γύρισα στο σπίτι, στη μητέρα μου, καθώς είχα συνήθεια, και
για να έχω απόλυτη Ελευθερία να ερευνήσω τον τρόπο με τον όποιο θα
γινόμουν και εγώ άξιος του μοναχικού σχήματος, έμεινα στο Κίεβο, στο
Πόντιλ, το χαμηλό δηλαδή μέρος της πόλης, κοντά στον ναό τού ιεράρχου
τού Χριστού αγίου Νικολάου, του επονομαζόμενου Καλού, σέ μία γηραιά
χήρα, η οποία σάν δεύτερη μητέρα με κράτησε στο σπίτι της με όλη της την
αγάπη και φροντίδα.
Έχοντας, όπως είπα, απόλυτη
Ελευθερία, γύριζα στα ιερά και τίμια σε μνεΐα του Κιέβου, άλλοτε στον
ναό της Αγίας Σοφίας , για να προσκυνήσω τά λείψανα τού ιεράρχου του
Χριστού, Μακαρίου άρχιεπισκόπου Κιέβου , άλλοτε δέ, πιο συχνά μάλιστα,
στη Μονή τού Αρχιστρατήγου τού Κυρίου Μιχαήλ, χάριν προσκυνήσεως τών
λειψάνων της αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας , άλλοτε δέ πάλι σέ άλλες
ιερές μονές. Με το να τριγυρνώ και να βλέπω την εκκλησιαστική ευπρέπεια
και ευλάβεια, ωφελούσα την ψυχή μου κοιτάζοντας τούς τίμιους και άγιους
μοναχούς, πού νόμιζα ότι έβλεπα άγγέλους του Θεού, και προσευχόμουν στον
Κύριο να με άξιώσει και εμένα με τη χάρη Του γι’ αυτό το άγιο και
αγγελικό σχήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου