Στην αρχή της έλευσής μου στο μοναστήρι εκείνο εκτελούσα το διακόνημα πού μού είχε ανατεθεί και έως ένα διάστημα είχα βαθιά γαλήνη στην ψυχή μου. Αυτό γινόταν όσο καιρό μπορούσα να κρατήσω στη συνείδησή μου την εντολή πού μου είχε δοθεί από τον ηγούμενο, να μοιράζω έτσι όπως αυτός είχε καθορίσει στους μάγειρες τα απαραίτητα για την τράπεζα της αδελφότητας. Πήγαινα δηλαδή στις αυλές του μοναστηριού και σέ όλα τά μέρη τά οποία μου είχαν καθοριστεί, από τά οποία περνούσα κάθε εβδομάδα και μοίραζα τά απαραίτητα πού έπαιρνα από το δοχείο του μοναστηριού.
Όταν οι αδελφοί έμαθαν τις συγκαταβατικές μου συνήθειες και την καλή μου διάθεση προς τά αιτήματά τους, άρχισαν σχεδόν όλοι, όχι μόνο οι μοναχοί παρά και οι ιερομόναχοι και ιεροδιάκονοι, να έρχονται και να μού ζητούν, ιδίως τις βραδινές ώρες, αυτά πού ήθελαν: αλεύρι σικαλίσιο, κεχρί, λάδι και τά υπόλοιπα χρειαζούμενα. Εγώ δεν είχα από τον ηγούμενο καμία εντολή να τούς δίνω όταν θα ζητούσαν κάτι, αλλά ούτε και να μην δίνω.
Μα και να τον ρωτήσω δεν τολμούσα, γιατί φοβόμουν μήπως μου απαγορεύσει αυστηρά να δίνω οτιδήποτε χωρίς την ευλογία του, εγώ δέ, μην μπορώντας να τηρήσω την εντολή του χωρίς να την παραβώ, θα έπεφτα στο ανευλόγητο, και έτσι θα αμάρτανα ακόμη χειρότερα ενώπιον τού Θεού. Να δώσω πάλι κάτι χωρίς την ευλογία και την άδεια του ηγουμένου δεν με άφηνε η συνείδησή μου. Βλέποντας όμως τόσο σεβάσμιους και άγιους πατέρες και αδελφούς να έρχονται σέ εμένα, τον ανάξιο και έσχατο από όλους αυτούς, και να ζητούν με τόση ταπείνωση αυτό πού τούς χρειαζόταν για το βράδυ ή κάποια άλλη στιγμή, ντρεπόμουν ακόμη και τά πρόσωπά τους να ατενίσω. Έτσι, παραβαίνοντας τη συνείδησή μου, δεν τολμούσα σέ κανένα τους να αρνηθώ, αλλά τούς έδινα τά απαραίτητα κατά τις ανάγκες τους.
Το ίδιο και οι μάγειρες, όταν έπαιρναν τά απαραίτητα για να ετοιμάσουν το φαγητό στην τράπεζα, με έπειθαν χωρίς να το θέλω να τούς δίνω διπλά τά απαραίτητα, δηλαδή το βούτυρο, τά ψάρια, το λάδι, το κεχρί και τά λοιπά, λέγοντας ότι έτσι θα ήταν καλύτερη η τράπεζα για την αδελφότητα.
Εγώ πειθόμουν από αυτούς και, χωρίς να το θέλω, παρέβαινα τη σαφή εντολή τού ηγουμένου με το να τούς δίνω τά απαραίτητα διπλά και μάλιστα παραπάνω από αυτό. Το φαγητό φαινόταν καλύτερο και πιο νόστιμο στην αδελφότητα, και όλοι τους με αγαπούσαν και ήταν ευγνώμονες διότι στις στιγμές της ανάγκης εκπλήρωνα τά αιτήματά τους. Ορισμένοι μάλιστα μου έλεγαν ότι τάχα, χάρη στη φροντίδα μου και την εκπλήρωση τών αιτημάτων τους, η θεία Πρόνοια έδωσε στο δοχείο μεγαλύτερη αφθονία τροφίμων. «Όταν ήμουν μαζί τους και τά άκουα αυτά, φαινομενικώς έδειχνα ευχαριστημένος, στην ψυχή μου όμως δεν είχα την ίδια ηρεμία πού είχα πρώτα. Η συνείδησή μου συχνά με έτυπτε για την παράβαση της εντολής του ηγουμένου και τις χωρίς ευλογία αυτές διανομές, και όσον καιρό έμενα εκεί εκτελούσα το διακόνημά μου εκείνο σέ κατάκριση της ψυχής μου.
Για ένα μόνο πράγμα χαιρόταν πολύ η ψυχή μου, ότι δηλαδή ζώντας εκεί δεχόμουν μεγάλη ωφέλεια με το να βλέπω την άκρα και μεγάλη ταπείνωση του οσιότατου και αγίου εκείνου ηγουμένου Νικηφόρου, αυτού πού με δέχτηκε στην ιερή εκείνη μονή. Είχε συνήθεια τά βράδια να καλεί στο κελί του σέ δείπνο κάποιους από τούς τιμιότατους εκείνους πατέρες, πολλές δέ φορές καλούσε και έμενα. «Όταν έμπαινα στο κελί του και τον έβλεπα να κάθεται στο τραπέζι με κάποιον άγιο πατέρα, όχι μόνο δεν τολμούσα να καθίσω μαζί τους αλλά, αναλογιζόμενος την αναξιότητα μου, ούτε στα μάτια τολμούσα να τούς κοιτάξω. Όταν με επιμονή με παρακινούσαν να καθίσω και εγώ, με μεγάλη ντροπή καθόμουν μαζί τους και δειπνούσα. Το δείπνο συνίστατο από μόνο χυλό ή κάσα από πλιγούρι, είτε κάτι παρόμοιο. Το ποτό ήταν κβάς ξυνό ή από αχλάδι, το ίδιο πού προσέφεραν και στους αδελφούς στη μοναστηριακή τράπεζα.
Στο μοναστήρι εκείνο δεν είδα ποτέ άλλο κανένα ποτό, δηλαδή ούτε ύδρόμελο ούτε ζύθο, έκτος από ρακί, το όποιο σέ καθορισμένες μόνο ημέρες διανεμόταν στους αδελφούς. Μόλις τελείωνε το δείπνο και κάναμε προσευχή, ο ηγούμενος με απέλυε να πάω στο κελί μου. Πολλές φορές στη διάρκεια του δείπνου με διέτασσε να βάλω ανάγνωση και εγώ διάβαζα. «Όταν συνέβαινε να διαβάσω βίους Αγίων πολύ κατανυκτικούς —και τούς διάβαζα μάλιστα εκφραστικώς— όπως μάς είχαν μάθει στη σχολή, πολλοί από τούς πατέρες κατανύγονταν και έκλαιγαν, και τότε έπαυαν να τρώγουν. “Άλλοι πάλι σηκώνονταν από την τράπεζα και στέκονταν γύρω μου, ακούοντας την ανάγνωση με κατάνυξη και δάκρυα. Καθώς έβλεπα να έχουν τέτοιο ζήλο για ψυχωφελείς λόγους, ένιωθα χαρά στην ψυχή μου και δόξαζα τον Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου