Η λέξη φάτνη (praesepe - praesepium στη λατινική γλώσσα)(1) που φιλοξένησε «τόν Δεσπότην ἡμῶν... κείμενον, ἐσπαργανωμένον, τό φρικτόν ἐκεῖν ο καί παράδοξον θέαμα» (2), απαντά στο Ευαγγέλιο μόνο του Λουκά (3) και στο μέρος όπου αναφέρεται η διήγηση της Γεννήσεως του Χριστού. Τα κανονικά Ευαγγέλια αν και δεν αναφέρουν καμιά είδηση για το βόδι και το γαϊδούρι στη φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός, εν τούτοις η πρώιμη χριστιανική εικονογραφία περιέλαβε στην παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού και τα δύο παραπάνω ζώα, τόσο γνώριμα στην καθημερινή αγροτική ζωή των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Το βόδι σαν σύμβολο του Ευαγγελιστή Λουκά είναι γνωστό από την αρχαία χριστιανική παράδοση και την παλαιοχριστιανική εικονογραφία. Το γαϊδούρι που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα διαδραμάτισε το ρόλο του στο σωτηριώδες έργο του θείου αναβάτη του. Η υπάρχουσα ισχυρή παράδοση των απόκρυφων Ευαγγελίων αναφερόμενη στη διήγηση μεταξύ άλλων της παρουσίας βοδιού και γαϊδουριού στη Γέννηση του Χριστού (4), μετέχοντας στην προσκύνηση του, οδήγησε τους καλλιτέχνες των πρώτων χριστιανικών αιώνων στην παραγωγή εικονογραφικών σκηνών της μεγάλης αυτής δεσποτικής γιορτής, περιλαμβάνοντας και τα παραπάνω ζώα.
Νομίζω όμως, ότι περισσότερο από τις παραπάνω απόκρυφες διηγήσεις, οι παλαιοδιαθηκικές μαρτυρίες(5) για τα δύο αυτά ζώα ενέπνευσαν ιδιαίτερα τους γλύπτες της παλαιοχριστιανικής τέχνης. Στις προφητείες που αναφέραμε, στηρίζονται και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η φάτνη στην οποία έκειτο ο Χριστός είναι η ίδια την οποία προανήγγειλε ο προφήτης, γράφει ο Ωριγένης (6). Γύρω απ' αυτά τα δύο ζώα έχει καθιερωθεί μια συμβολική εξήγηση βασισμένη πάντοτε στην πατερική θεολογία. Ο Ωριγένης (7) πάλι χαρακτηρίζει το βόδι καθαρό ζώο και το γαϊδούρι ακάθαρτο, ενώ στα δύο αυτά ζώα προεικονίζονται οι δύο ληστές μεταξύ των οποίων σταυρώθηκε ο Χριστός ή επίσης οι Ιουδαίοι και οι Εθνικοί (8). Οι μυθολογικές και λατρευτικές παραδόσεις για τα υπόψη ζώα, που απαντούν στις αρχαίες ανατολικές θρησκείες (αιγυπτιακή, μιθραϊκή και άλλες), τα κατέστησαν ευρύτατα γνωστά στις τάξεις του ελληνορρωμαϊκού κόσμου. Η συμμετοχή των συγκεκριμένων ζώων στη Γέννηση του Χριστού, του αληθινού Θεού, είναι ο απόηχος της τελετουργικής παρουσίας των αντίστοιχων ζώων σε ειδωλολατρικές θρησκευτικές εκδηλώσεις της αρχαιότητας. Ανάμνηση των βιβλικών διηγήσεων που σχετίζονται με το γαϊδούρι, όπως είναι από την Π. Διαθήκη του Βαλαάμ και από την Κ. Διαθήκη της Γέννησης του Χριστού κατά πρώτο λόγο, της φυγής στην Αίγυπτο και τη(θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα συνιστά μεσαιωνική παρα -λειτουργική εκδήλωση της Δύσεως. Πρόκειται για τη λεγόμενη γιορτή των γαϊδουριών που εμφανίστηκε στη Γαλλία και άνθισε από το ΙΒ' μέχρι τον ΙΕ' αι. ως θρησκευτικό θέαμα και με ποικίλες άλλες όψεις (9).
Τα παρακάτω σχολιαζόμενα εικονογραφικά παραδείγματα με παράσταση της φάτνης και των ζώων ανήκουν στην παλαιοχριστιανική γλυπτική της Δύσεως κυρίως και χρονολογικά ανάγονται στον Γ-Ζ' αι. (10). Η ομάδα αυτών των γλυπτικών έργων συνηγορεί στο να δεχτούμε την πρώιμη ύπαρξη προφορικής παράδοσης για τη συμμετοχή των ζώων στην προσκύνηση του θείου βρέφους και τη μεταγενέστερη, γύρω στον ΣΤ' αι., εμφάνιση της γραπτής (Evangelium Pseudo- Matthaei). Ακριβώς πρόκειται για μια σειρά εικονογραφικών μνημείων που παραδίδουν πιστά, όπως φαίνεται, τις απόκρυφες επιδράσεις αφενός και την επίσημη εκκλησιαστική διδασκαλία αφετέρου θεμελιωμένη στον παλαιοδιαθηκικό προφητικό λόγο. Οι γλύπτες των έργων αυτών εγνώριζαν καλά την απόκρυφη καινοδιαθηκική γραμματεία που κυκλοφορούσε άνετα στο γεωγραφικό χώρο της ιταλικής χερσονήσου και όλου βέβαια του Orbis Christianus Antiquus. Έτσι σε παράσταση σαρκοφάγου του Γ'-Δ' αι. του μουσείου Λατερανού Ρώμης (πίν. 1, εικ. α) διακρίνουμε το νεογέννητο Χριστό να είναι ξαπλωμένος επάνω σε ψηλή φάτνη μέσα στο σταύλο. Η κατασκευή της φάτνης μας θυμίζει τα μεγάλα πλεκτά από λυγαριά καλάθια της εποχής μας. Ο σταύλος απεικονίζεται με το σχήμα στεγασμένου χώρου κεραμοσκεπούς, στηριζόμενου σε χοντρά ξύλινα δοκάρια. Η μπροστινή πλευρά είναι εντελώς ανοιχτή για να φαίνονται τα απεικονιζόμενα. Επάνω από το σπαργανωμένο σώμα του Χριστού σκύβουν και το θερμαίνουν με τις αναπνοές τους ένα βόδι και ένα γαϊδούρι (11). Τα κεφάλια των ζώων είναι πλάϊ - πλάι. Το σώμα του γαϊδου - ριού κρύβεται πίσω από τη φάτνη. Στη δεξιά πλευρά της απεικονίζεται ποιμένας με υψωμένο το δεξιό χέρι του και με το αριστερό κρατώντας ραβδί. Η άρση του χεριού σημαίνει ότι χαιρετά το Χριστό ή ότι εκφράζει τη χαρά του, κηρύττοντας το κοσμοσωτήριο γεγονός της ενανθρώπησης του Χριστού, ως αντιπρόσωπος στην απεικόνιση αυτή του σωσμένου ανθρώπινου γένους. Φορεί ρωμαϊκή ποιμενική ενδυμασία και είναι αγένειος. Το ποιμενικό ραβδί (pedum) με το οποίο είναι εφοδιασμένος παρουσιάζει κύρτωση στο επάνω μέρος. Η επεισοδιακή αυτή σκηνή χωρίζεται με δέντρα φοινίκων απ' τις άλλες απεικονίσεις που συμπληρώνουν όλη την οριζόντια εικονογραφική σύνθεση. Στις απεικονίσεις αυτές παρίστανται ανθρώπινες μορφές. Στο αριστερό άκρο φαίνονται οι μάγοι που αποχωρούν δι ' άλλης οδού, αφού προσκύνησαν και προσέφεραν τα δώρα στο σαρκωθέντα Χριστό(12), και στο δεξιό είναι η μορφή προφήτη που εμφανίζεται μερικές φορές σε σαρκοφάγους της κωνσταντίνειας εποχής. Εικονίζεται κατά πρόσωπο και φέρει πολύπτυχο χιτώνα, κρατώντας ειλητάριο στο αριστερό χέρι για να δηλώσει έτσι την προφητεία του για την έλευση του Χριστού στη γη.
Η ίδια αυτή λεπτομέρεια επαναλαμβάνεται σε διάζωμα σαρκοφάγου του τέλους του Δ' αι., του μουσείου Λατερανού πάλι (πίν. 1, εικ. β). Σ' αυτό το παράδειγμα ο προφήτης στρέφει το πρόσωπο του προς τα δεξιά, κατέχοντας το αριστερό άκρο του διαζώματος. Στο προβαλλόμενο αριστερό χέρι του κρατεί σφιχτά το χειρόγραφο. Εικονίζεται αγένειος και βρίσκεται δίπλα σ' ένα ποιμένα γενειοφόρο. Ο τελευταίος φέρει ψηλό ραβδί κυρτωμένο, που φθάνει μέχρι το ύψος του κεφαλιού του, και κοιτάζει τον προφήτη. Σ' ένα άλλο παράδειγμα σαρκοφάγου (πίν. 2, εικ. α) που ταυτίζεται χρονολογικά με το προηγούμενο και ανήκει στο ίδιο μουσείο, ο ποιμένας καταλαμβάνει το δεξιό σχεδόν άκρο της σύνθεσης δίπλα σε δύο δέντρα. Παρουσιάζει ενδυματολογική ομοιότητα με την αντίστοιχη μορφή του έργου του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α). Διαφέρει όμως στις χειρονομίες, διότι αντί του δεξιού υψώνει το αριστερό χέρι. Παρόμοια στάση των ζώων, που είδαμε στη σαρκοφάγο αυτή (πιν. 1, εικ. α), απαντά σε κάλυμμα της λεγόμενης μεγάλης σαρκοφάγου - διαζώματος των ετών 320-325, στο Εθνικό Μουσείο Ρώμης (πιν. 2, εικ. β). Στην παράσταση αυτή της Γεννήσεως του Χριστού ο ποιμένας κοντά στα πόδια του Χριστού βρέφους στηρίζει το κεφάλι του στην παλάμη του υψωμένου αριστερού χεριού του και το σώμα του στο ραβδί, ακουμπώντας με το δεξιό χέρι. Είναι, νομίζω, από τις αρχαιότερες παραστάσεις της εικονογραφικής λεπτομέρειας του στηριζόμενου στο ραβδί του ποιμένα. Το ραβδί του ποιμένα, όμοιο με ρόπαλο, κοντό στις διαστάσεις, απεικονίζεται στη σχετική παράσταση σαρκοφάγου του Δ' αι., που εκτίθεται στο Επιγραφικό Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης της γαλλικής πόλης Arles (πίν. 3). Φανερή είναι η ρωμαλέα εμφάνιση του ποιμένα που θυμίζει πρότυπα αρχαιοελληνικής γλυπτικής και μάλιστα τη θεματολογία των άθλων του Ηρακλή. Σ' ό,τι αφορά τη μορφή της φάτνης στα τρία παραπάνω έργα, παρατηρείται διάφορος τρόπος κατασκευής. Στην ανάγλυφη παράσταση της Α rles εξαίρεται η μισοξαπλωμένη στάση του Χριστού επάνω στη φάτνη.
Μια άλλη σαρκοφάγος του Δ' αι., που ανήκει στο μουσείο του Λατερανο ύ (πιν. 4), παρουσιάζει εικονογραφικά ενδιαφέροντα για το θέμα μας. Η ξυλόστεγη σκεπή του σταύλου φαίνεται περισσότερο, καθότι είναι εντελώς επικλινής. Τα δύο ζώα βρίσκονται πλάγια εκτελεσμένα από τον καλλιτέχνη, στα πόδια της φάτνης. Και σ' αυτή τη σαρκοφάγο φαίνεται ακριβώς μόνο το κεφάλι του γαϊδουριού. Στην αριστερή πλευρά της παράστασης έχουν προσεγγίσει στα ζώα οι τρεις μάγοι με τα δώρα στα χέρια, ακολουθούμενοι από μια καμήλα, το μεταφορικό μέσο τους. Είναι ντυμένοι με περσική ενδυμασία και φορούν φρυγικό σκούφο. Στο δεξιό μέρος και δίπλα απ' το κεφάλι του νεογέννητου βρέφους προβάλλει η μορφή του ποιμένα, που φέρει εξωμίδα. Οι κινήσεις του είναι όμοιες με εκείνες του ποιμένα του πρώτου έργου κατά σειρά που σχολιάσαμε (πίν. 1, εικ. α). Δίπλα ακριβώς στον ποιμένα στέκεται η Θεοτόκος, ντυμένη με μακρύ πολύπτυχο χιτώνα και μαφόριο. Το βλέμμα της είναι στραμμένο προς την αντίθετη πλευρά. Πρέπει να προστεθεί ακόμη ότι δέντρα διακοσμούν τα δύο άκρα της όλης παράστασης. Οι μορφές αυτές του ποιμένα και της Θεοτόκου μαζί υπάρχουν επίσης στην απεικόνιση της φάτνης στο δεξιό μέρος του καλύμματος της σαρκοφάγου, ονομαζόμενης Α delphia, των ετών 340-345, στο Εθνικό Μουσείο της σικελικής πόλης Συρακούσας (πίν. 5, εικ. α). Πρόκειται για σαρκοφάγο που στην μπροστινή πλευρά της και μέσα σε clipeus, δηλαδή ασπίδα, παρίστανται οι προτομές του κόμη Valerius και της Α delphia, συζύγων, περιστοιχιζομένων από άλλες βιβλικές σκηνές.
Ενώ η θέση του ποιμένα είναι καθιερωμένη σχεδόν, αλλάζει στάση στο σχολιαζόμενο μνημείο. Το κεφάλι του στρέφει προς τα δεξιά, δηλαδή αντίθετα στη θέση του Χριστού. Η Θεοτόκος που είναι πλάϊ στον ποιμένα, στο άκρο της όλης σύνθεσης, έχει κατενώπια στάση και φέρει το δεξιό χέρι στο στήθος. Αλλά και ο σταύλος, η φάτνη του Χριστού, η θέση των ζώων και οι τρεις μάγοι στο αριστερό μέρος έχουν την ίδια διάταξη, όπως ακριβώς οι αντίστοιχες λεπτομερειακές σκηνές στη σαρκοφάγο του Λατερανο ύ (πιν. 4). Γνωρίζοντας τη ρωμαϊκή καταγωγή και των δύο έργων και τη χρονολογική ταύτιση τους μέσα στον Δ' αι. μπορούμε να τα αποδώσουμε στο ίδιο καλλιτεχνικό εργαστήριο. Στο παράδειγμα της Α rles (πίν. 3) τα δύο αυτά πρόσωπα καταλαμβάνουν θέσεις δεξιά και αριστερά από τη φάτνη. Κοντά στο κεφάλι του Χριστού είναι η Θεοτόκος εντελώς καλυμμένη σύμφωνα με την ανατολική ενδυματολογική συνήθεια, ενώ ο ποιμένας εικονίζεται δίπλα στα πόδια του θείου βρέφους, όπως είδαμε προηγουμένως.
Η στάση απεικόνισης των ζώων στην πίσω πλευρά της φάτνης, δηλαδή στο βάθος της παράστασης (πίν. 1, εικ. α, πίν. 3), επαναλαμβάνεται αργότερα στον Ε' αι. σε ανάγλυφο τεμάχιο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (πίν. 5, εικ. β) και στα μέσα του ΣΤ' αι. στην αντίστοιχη παράσταση σε διάχωρο του ερεισίνωτου του ελεφάντινου θρόνου του επισκόπου Μαξιμιανού στο Αρχιεπισκοπικό Μουσείο της Ραβέννας (13). Τα ζώα στο τελευταίο μνημείο έχουν απομακρυσμένα τα πρόσωπα μεταξύ τους αλλά και από το σώμα του Χριστού. Το αντίθετο συμβαίνει, δηλαδή τα πρόσωπα είναι ακουμπισμένα στη φάτνη και εγγίζουν το ένα το άλλο, στο μνημείο του μουσείου του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α). Στο εικονογραφικό παράδειγμα της Ραβέννας διακρίνεται και η σημαντική απεικόνιση του άστρου της Βηθλεέμ (οκτάκτινο) στο επάνω μέρος του διάχωρου και μεταξύ των κεφαλιών των ζώων. Αλλά και η προτίμηση από τους καλλιτέχνες ιεραρχικής σειράς απεικόνισης των ζώων, απ' τα αριστερά το βόδι, ακολουθώντας το γαϊδούρι, είναι συνηθισμένη στα περισσότερα μνημεία που εξετάζουμε. Στα δύο μνημεία του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α και 4) ενώ υπάρχουν ομοιότητες εικονογραφικής διάταξης και εκτέλεσης, σημειώνονται όμως και διαφορές στην εικονογράφηση των μάγων. Πρόκειται για τις δύο σκηνές, δηλαδή της άφιξης τους στο δεύτερο έργο, για να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα δώρα τους στον ουράνιο βασιλιά, και της αναχώρησης τους στο πρώτο μνημείο, για να επιστρέψουν στη χώρα τους.
Διαφορετική εικονογραφική διάταξη και σύνθεση ως προς τα πρόσωπα απαντά σε λεπτομέρεια του ελεφάντινου καλύμματος Ευαγγελιαρίου του Ε' αι., στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού του Μιλάνου (πίν. 6). Το κτισμένο παχνί με την ισόδομη τοιχοποιία και το άνω μέρος, που καταλήγει σε μια ξύλινη κατασκευή, παρουσιάζεται πλουσιότερο. Απεικονίζεται λοιπόν μια καλύβα (tugurium). Η στάση των ζώων παρουσιάζει κάποια παραλλαγή, διότι το γαϊδούρι είναι λίγο απομακρυσμένο απ' το βόδι. Το στέγαστρο της καλύβας διαφέρει στο μνημείο αυτό, διότι οι τέσσερις κολώνες που το στηρίζουν είναι κυρτωμένες και διακρίνεται το βάθος. Στο αριστερό μέρος παρίσταται κτιστός ισόδομος τοίχος με άνοιγμα απ' το οποίο προβάλλει το σώμα του γαϊδουριού σκυμμένο επάνω στη φάτνη, ζεσταίνοντας με τα χνώτα του το βρέφος -Χριστό. Στην αριστερή πλευρά κάθεται ο Ιωσήφ φορώντας ιμάτιο που καλύπτει μόνο το μισό και αριστερό μέρος του σώματος του και είναι ανυπόδητος. Με το αριστερό χέρι του κρατεί πριόνι διπλής χρήσης, που στηρίζεται στο έδαφος, χαρακτηριστικό γνώρισμα του επαγγέλματος του (τέκτων). Στη δεξιά πλευρά έχει τοποθετηθεί καθισμένη η Θεοτόκος με μακρύ χιτώνα, υψώνοντας τον με το αριστερό χέρι της επάνω απ' τον αντίστοιχο ώμο. Η διάταξη προσώπων και ζώων στο υπόψη παράδειγμα υπενθυμίζει την αντίστοιχη παράσταση σε μια ορθογώνια πλευρά κιβωτίου, κατασκευασμένου από ελεφαντοστό, των αρχών του Ε' αι., στο Victoria and Albert Museum του Λονδίνου (15). Η εικονογραφική συγγένεια των έργων του Μιλάνου και του Λονδίνου ως προς τη σκηνή της φάτνης της Βηθλεέμ και τις άλλες καινοδιαθηκικές παραστάσεις οδηγεί στην αποδοχή κοινής γεωγραφικής προέλευσης, συγκεκριμένα απ' το βορειοϊταλικό χώρο.
Νέα εικονογραφικά στοιχεία και διαφορετικές θέσεις των πρωταγωνιστών και των δύο ζώων στη φάτνη περιλαμβάνονται σε εγχάρακτη παράσταση επάνω σε γυαλί του Ζ' αι., που ανήκει στην ιδιωτική συλλογή Vettori (πίν. 7). Στο μέσο της ωοειδούς αυτής απεικόνισης παρίσταται ορθογώνιο παραλληλόγραμμο κατασκεύασμα κάθετα τοποθετημένο με τέσσερα διάχωρα σταυροειδώς χωρισμένα, δηλώνοντας την αρχιτεκτονική μορφή του σταύλου. Στο σημείο διασταύρωσης των τεσσάρων δοκών κείται ο τεχθείς Χριστός σπαργανωμένος σε μια μικρή φάτνη που επινόησε ο καλλιτέχνης. Από επάνω το λαμπρό άστρο της Βηθλεέμ ρίχνει μια ακτίνα στο κεφάλι του. Πίσω απ' το Χριστό και από κάθε άνοιγμα της επάνω σειράς του σταύλου προβάλλουν τα κεφάλια κατά μέτωπο του βοδιού και του γαϊδουριού. Στο αριστερό άκρο και κατά αντιστοιχία σχεδόν προς τη θέση του αστεριού είναι χαραγμένο μισοφέγγαρο. Η εμφάνιση των φυσικών στοιχείων δηλώνει τη μετοχή αυτών στην αποκάλυψη της ταπεινότητας του θείου μεγαλείου. Στο πρώτο επίπεδο και σε παράλληλη πλάγια θέση προς τον ξαπλωμένο Χριστό κείται κατά τον ίδιο τρόπο η Θεοτόκος, καθισμένη σε κρεβάτι απλής μορφής, στηριζόμενο σε τέσσερα χαμηλά πόδια. Η ήρεμη και ατάραχη αυτή θέση της Θεοτόκου φανερώνει την απουσία σωματικού κόπου και εξάντλησης απ' τον τοκετό και αποτελεί μια από τις εικονογραφικές κατηγορίες της Γεννήσεως του Χριστού που επικρατεί στο εξής σ' όλη την ανατολική εικονογραφία (16). Στην αριστερή πλευρά κάθεται ο Ιωσήφ επάνω σε βάθρο (scamnum) εμπρός απ' τα πόδια της Θεοτόκου. Το σώμα του είναι γυρισμένο προς αυτήν, ενώ το πρόσωπο κοιτάζει κατενώπιο. Με το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στο πρόσωπο αναλογίζεται το άρρητο γεγονός της υπερφυσικής γέννησης του Χριστού.
Η στάση των αντωπών ζώων στη φάτνη είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα σε ανάλογες παραστάσεις σαρκοφάγων. Στην εικονογραφική αυτή περίπτωση ανήκει η σαρκοφάγος, ονομαζόμενη της Στηλιχούς, του αγίου Αμβροσίου, του Δ' αι., στη βασιλική του Αγίου Αμβροσίου του Μιλάνου (πίν. 8). Στα δύο ακρωτήρια του αετώματος του καλύμματος της σαρκοφάγου παρίσταται το βόδι στο αριστερό και το γαϊδούρι στο δεξιό, σε θέση αντιμέτωπη. Και τα δύο ζώα είναι καθισμένα με τα λυγισμένα πόδια τους στο έδαφος. Στη φάτνη, που έχει το σχήμα απλού κρεβατιού με ερεισίνωτο, είναι ξαπλωμένος ο Χριστός με το κεφάλι στο αριστερό μέρος. Στις δύο γωνίες του αετώματος εικονίζονται δύο πουλιά με ανοιχτά φτερά, πιθανώς αετοί, που γυρίζουν τα νώτα τους στα δύο ζώα και τσιμπούν με τα ράμφη τους τους καρπούς, με τους οποίους είναι γεμάτα τα δύο κοφίνια ανά ένα μπροστά σε κάθε πουλί. Στην εικονογραφική αυτή ομάδα ανήκει και μια άλλη σαρκοφάγος από τη βορειοϊταλική πόλη Μ antova (17), παραδίδοντας την ίδια διάταξη των ζώων.
Τέλος παρατηρείται, ότι στη σκηνή της φάτνης ενδέχεται να λείπει η Θεομήτωρ, αλλά ποτέ το βόδι και το γαϊδούρι, όπως είδαμε π.χ. στις σαρκοφάγους του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α), της βασιλικής του Αγίου Αμβροσίου του Μιλάνου (πίν. 8) και του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (πίν. 5, εικ. β). Όλες αυτές οι παλαιοχριστιανικές μαρτυρίες, που αναφέραμε στη μελέτη αυτή, καλύπτουν μια εποχή μερικών αιώνων κατά τη διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκε το εικονογραφικό σχήμα της φάτνης των Χριστουγέννων με τα δύο ζώα, για να περάσει πια έτοιμο στη βυζαντινή και στη δυτική εικονογραφία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Για την ετυμολογία του όρου βλ. Stephanus, Thesaurus Graecae Linguae VII, σ. 676-678. Η λέξη προέρχεται από το απαρέμφατο φαγείν, του οποίου παράγωγα είναι τα φάγνη και φάτνη, ή ακόμη από το ρήμα πατώ, εσθίω, ως το πάσασθαι, του οποίου παράγωγα είναι τα πάτνη και φάτνη. Κατά τους Η. G. Liddell και Κ. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Δ΄, σ. 520-521, φάτνη είναι το παχνί, το σκαφίδιο ή η θέση μέσα στην οποία τοποθετείται η τροφή των ζώων. Ο Ιωάννης Σταματάκος στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, Γ', σ. 2832, ορίζει ότι η φάτνη είναι ξύλινο κατασκεύασμα ή κοιλανθέν τμήμα κορμού δέντρου για την εναπόθεση της τροφής των ζώων. Για τους λατινικούς όρους praesepe ή praesepium βλ. Roberti Stephani, Thesaurus Graecae Linguae , III, σ. 604. Στην ίδια γλώσοα απαντά και η λέξη stabulum (= σταύλος) που ανήκει στη δημώδη διάλεκτο. Βλ. Latin Dictionary, Lewis and Shorts , Oxford, σ. 1749 - 1750.
(2). Ιω. Χρυσοστόμου, Εις τον μακάριον Φιλογόνιον, Ρ G 48, 753.
(3). 2,7: «καί ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν φάτνῃ». - 12: «καί τοῦτο ἡμῖν σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καί κείμενον ἐν φάτνῃ». -, 16: «καί ἦλθαν σπεύσαντες, καί ἀνεῦρον τήν Μαριάμ καί τόν Ἰωσή φ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. Ο όρος απαντά και στην Π. Διαθήκη, όπως π.χ. Β' Παραλειπομένων 32,28. Αββακούμ 3,17 κλπ., στον ραββινικό ιουδαϊσμό και στην πρώιμη εκκλησιαστική ιστορία. Γι αυτά βλ. όμως το λήμμα φάτνη στο Τ heologisches Worterbuch yum Neuen Testament , IX, σ. 51-57.
(4). Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, XXII, 2: «καί ἀκούσασα Μαριάμ ὅτι ἀναιροῦνται τά βρέφη, φοβηθεῖσα ἔλαβε τό παιδίον καί ἐσπαργάνωσεν αὐτό καί ἔθηκεν ἐν φάτνῃ βοῶν». Pseudo-Matthaei Evangelium, XIV : «Tertia autem die nativitatis Domini nostril Jesu Christi beatissima Maria egressa est de spelunca, et ingressa stabulum posuit puerum suum in praesepio, quem bos et asinus adoraverunt. Tunc adimpletum est quod dictum est per Isaiam prophetam dicentem : Cognovit bos possessorem suum et asinus praesepe domini sui. Ipsa ergo animalia, bos et asinus, in medio eum habentes incessanter adorabant eum. Tunc impletum est quod, dictum et per Abacuc prophetam dicentem : In medio duorum animalium innotesceris. In eodem loco moratus est Joseph cum Maria tribus diebus».
(5). Αββακούμ 3,2: «Κύριε, κατενόησα τά ἔργα σου καί ἐξέστην, ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήσῃ και Ησαΐα 1,3: «ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ...».
(6). Homilia XIV in Lucam, PG 13, 1832C: «cognovit bos possessorem suum, et asinus praesepe domini sui». Πρβλ. και Προυδέντιο, Cathemerinon XI, Ρ L 59, 896: «Β ovem et asinum ad Domini praesepe intellige, quod piar credidit antiquitas».
(7). Homilia XIV in Lucam, Ρ G 13, 1832 : «Bos animal mundum est, asinus animal immundum».
(8). Περισσότερα για τη συμβολική των δύο ζώων βλ. στο έργο του L. R é au, Iconographie de l ' art chr é tien, II Iconographie de la Bible, II, Nouveau Testament, Paris 1967, 228' 229 και στο Lexicon der Christlichen Iconographie , 3, Allgemeine Iconographie, ed. Herder (1971), αρθ. Ochse und Essel, 339.
(9). Βλ. περισσότερα στο άρθρο asini, festa degli της Enciclopedia Cattolica , II, σ. 146-148.
(10). Για την εικονογραφία του θέματος βλ. μεταξύ άλλων Κ. Berliner, Die Weihnachtskrippe, M ü nchen 1953, Κ.Δ. Καλοκύρη, Η Γέννησις του Χριστού εις την βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος, Αθήναι 1956 και G. Schiller, Iconographie der Christlichen Kunst , I, G ü tersloh 1966, σ. 69 κ. εξ.
(11). Για την εικονογραφία του βοδιού και του γαϊδουριού στη σκηνή της Γεννήσεως του Χριστού βλ. το παλιό μεν αλλά ενδιαφέρον άρθρο του R. Grosset, Le b œ uf et l 'â ne à la Nativit é du Christ, M é langes d ' Arch é ologie et d ' Histoire 4 (1884), σ. 334-344
(12). Ματθ. 2, 1-12: «... ἰδού μάγοι ἀπό ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα καί πεσόντε ς προσεκύνησαν αὐτῷ... καίι προσήνεγκαν αὐτῷ δώρα... δι ' ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν».
(13). Ravenna Felix, ed. Longo, Ravenna 1977, εικ. σ. 105.
(14). Γιο το θέμα αυτό βλ. Κ.Δ. Καλοκύρη, Το άστρον της Βηθλεέμ εις την βνζαντινήν τέχνην, Θεσσαλονίκη 1969.
(15). Βλ. W. F. Volbach, Elfenbeinarbeiten der Spätantike und des Frühen Mittelalters, Mainz 1952, πιν. 36, εικ. 118.
(16). Κ.Δ. Καλοκύρη, Η Γέννησις του Χριστού εις την βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος, Αθήναι 1956, σ. 26-29.
(17). G. Wilpert I., Sarcophagi Christiani antichi, Città del Vaticano
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου