Ενώπιον της αγίας φάτνης ας ομολογήσουμε ειλικρινά ότι απατηθήκαμε προσκυνώντας αλλότριους θεούς, θυσιάζοντας σε ξένα είδωλα. Νομίσαμε τους εαυτούς μας ελεύθερους κι ευτυχισμένους. Ανομήσαμε, παρακούσαμε, τίποτε δεν συντηρήσαμε απ’ όσα ωραία μας ζήτησε. Όμως ο Χριστός έρχεται και για μας, γιατί είναι πάντοτε πλούσιος σε αγαθότητα. Η απογοήτευση μας κούρασε αλλά και μας ταπείνωσε. Η ταπείνωση μας οδηγεί στην άκρα ταπείνωση.
Οι άγγελοι, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης, με την κατά σάρκα γέννηση του Σωτήρος γνώρισαν, κατά το εξαίσιο παράδειγμά του, ότι υψώνεται κανείς όχι με την υπερηφάνεια αλλά με την ταπείνωση. Έτσι και οι άνθρωποι γνώρισαν με τον καλύτερο τρόπο πως η οδός της σωτηρίας είναι το ταπεινό φρόνημα. Με την ταπείνωση επανορθώνεται η αποστασία. Ο δαίμονας καταντροπιάστηκε και ηττήθηκε με το γεγονός της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου. Έτσι, η άγνωστη για τον δαίμονα ταπείνωση τον κατανικά με τη στάση των ταπεινών. Ο μεγάλος Θεός γίνεται μικρός από αγάπη στον άνθρωπο.
Το μεγαλείο των Χριστουγέννων μπορούν να αισθανθούν περισσότερο οι ταπεινοί. Τη χαρά τη βιώνει καλύτερα ο ταπεινός, όπως οι αγραυλούντες ποιμένες της Βηθλεέμ και οι σοφοί Μάγοι της Ανατολής, που προσκυνούν το νεογέννητο βρέφος του σπηλαίου. Η μεγάλη έκφραση της ταπεινώσεως είναι η σεμνή κόρη της Γενησαρέτ, η Υπεραγία Θεοτόκος. Το ίδιο ταπεινός είναι και ο σιωπηλός μνήστορας Ιωσήφ. Ο Χριστός έρχεται σε ένα δύσκολο και ανάστατο τόπο με τον πιο ταπεινό τρόπο. Δεν γινόταν να ταπεινωθεί πιο πολύ. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά ζώων, δεν τον αντιλήφθηκε κανένας, Αυτόν που χάριζε νέα ζωή. Ο κόσμος έτρεχε σε ξέφρενους ρυθμούς, σε διαφορετικά προγράμματα, με άλλους στόχους. Έτσι τότε, έτσι και τώρα.
Μόνοι τους οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να βρουν τη σωτήρια ταπείνωση. Τους την υπέδειξε ο ίδιος ο ταπεινός Ιησούς με το παράδειγμά του. Παράδειγμα δίνει και η Παναγία με τη σεμνότητά της, την απλότητά της, τη σιωπή της και την ταπείνωσή της. Δίχως αυτή την εμβάθυνση η εορτή των Χριστουγέννων παραμένει τυπική και συνηθισμένη. Θα πρέπει να έχει ουσιαστική επίπτωση στη ζωή μας. Το βάθος, το νόημα, το μυστήριο, η αξία και η σημασία της εορτής έγκειται στην αναμόρφωση και ανακαίνιση του έσω ανθρώπου. Το βαθύ αυτό περιεχόμενο πλημμυρίζει τον άνθρωπο αισιοδοξία, ελπίδα και χαρά. Δίνει λύτρωση από την απόγνωση. Χρειάζεται βιωματική αίσθηση του υπερφυούς γεγονότος της Σαρκώσεως του Ιησού και Λόγου του Θεού. Μη μείνουμε σε αποπροσανατολιστικούς τρόπους που απομακρύνουν από τον Ζωοδότη, Φωτοδότη και Ειρηνοδότη Χριστό.
Θα πρέπει να ταπεινωθούμε ενώπιον του ταπεινωθέντος Ιησού, αδελφοί μου. Άφησε τη μεγαλειώδη δόξα των ουρανών και ήλθε να σκηνώσει μεταξύ αλόγων ζώων. Να μας συγκινήσει η άφατη κένωσή του, να μας παροτρύνει σε ομοίωση. Η ωραία και γνήσια ταπείνωση εμάς θα ωφελήσει, θα ειρηνοποιήσει και θα χαροποιήσει. Τα εφετινά άγια Χριστούγεννα ας γίνουν σταθμός στην πνευματική μας πορεία. Ας αγαπήσουμε την ταπείνωση, ας προσκυνήσουμε ευγνώμονα τον ταπεινό Χριστό της αγρυπνούσης Βηθλεέμ. Το αταπείνωτο φρόνημα μας οδήγησε σε αδιέξοδα. Το ταπεινό φρόνημα ας μας συνοδεύσει στο νέο πολιτικό έτος 2013.
(Πηγή: "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" 22/12/2013)
Πηγή: www.alopsis.gr
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020
Η ταπείνωση των Χριστουγέννων (Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης)
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΝΗΠΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Από τα κείμενα των ιερών νηπτικών της μυστικής θεολογίας της Ορθοδοξίας.
Του Γιάννη Κουτσούκου.
Τη δεύτερη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν διατάξει να είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός μεγάλου απολογητού της μυστικής και νηπτικής θεολογίας του δέκατου τετάρτου αιώνα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έτσι θέλουν να μας υπενθυμίσουν, ότι πέρα από την ταπείνωση και μετάνοια, πέρα από τε έλεος και τη φιλευσπλαχνία του Θεού, αλλά και την τήρηση των ορθών δογμάτων, η πνευματική ανάβαση της Μεγάλης Τεσσαρακοστής απαιτεί και μελέτη των ιερών νηπτικών πατέρων (φιλοκαλία) της ορθοδοξίας μας. Ας δούμε, όμως, εντελώς επί γραμματικά ποια είναι η νηπτική αυτή θεολογία του Αγίου Γρηγορίου:
1ον) Διακρίνει στον ανθρώπινο νου ουσία και ενέργεια
Προϋποθέτει
βέβαια την κάθαρση από τα πάθη της ψυχής και του σώματος για την
απόκτηση της «κατά χάρην θεώσεως», η οποία συντελείται με την Χάρη του
Θεού. Για να επιτευχθούν, όμως, όλα αυτά πρέπει η διάνοια και οι
λογισμοί -που είναι διακεχυμένοι μέσα από τις αισθήσεις στον έξω κόσμο-
να επανέλθουν στο φυσικό τους περιβάλλον, στην ουσία τους, που είναι ο
νους. Σαν αποτελεσματικό μέσο γ’ αυτή την επαναφορά απεδείχθη η νοερά
προσευχή, η οποία βοηθείται από την ψυχοσωματική μέθοδο. Η αδιάλειπτη
αυτή προσευχή του Ιησού -ή «ευχή», όπως λέγεται στους νηπτικούς- βοηθά
τη στροφή του νου στον εαυτό του και στην ανάβαση στο Θεό διά μέσου του
εαυτού του.
2ον) Η κοινωνία (ένωση) του ανθρώπου με το Θεό γίνεται με δύο συγχρόνως τρόπους
Πρώτον:
Με τη μετοχή κατά το δυνατόν των ομοίων αρετών (περιορισμός ή εκκρίζωση
παθών και απόκτηση αρετών). Αυτό όμως, δηλαδή η απόκτηση αρετών δεν
αρκεί. Με αυτές ο αγωνιστής (πνευματικός αγώνας) υποδέχεται το θείον,
αλλά δεν ενώνεται όμως μαζί του (!)
Δεύτερον: με την προσευχή (κυρίως
την αδιάλειπτη ευχή), όπου η «δύναμη της προσευχής, ιερουργεί και
τελεσιουργεί την ανάταση και ένωση του ανθρώπου προς το Θεό, γιατί είναι
σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Κτίστη; όταν βέβαια η προσευχή
με τη φλογερή κατάνυξη ξεπεράσει τα πάθη (διαστροφές) και τους
λογισμούς». Δηλαδή: είναι αδύνατον ο εμπαθής νους να ενωθεί με το θείον.
Όσο ο νους είναι εμπαθής, ενώ προσεύχεται δεν έχει βρει το έλεος του
Θεού.
Και η πνευματική κλίμακα
συνεχίζεται ως εξής: Όσο ο νους πάλι μπορεί να ξεπερνά τους λογισμούς,
τόσο αποκτά το πένθος (χαροποιό πένθος ή τη λεγόμενη χαρμολύπη). Ανάλογα
με το πένθος (σταυροαναστάσιμος χαρακτήρας) δέχεται και το έλεος της
θείας παρηγοριάς. «Κι αν μείνει σ’ αυτά για καιρό με ταπείνωση, τότε
μεταποιεί ολοκληρωτικά και το παθητικό μέρος της ψυχής». Άρα, η
διαδικασία της «κατά χάρην θέωσης» περνάει -εντελώς επιγραμματικά- από
τα πιο κάτω στάδια:
α) Εκκρίζωση ή περιορισμός των παθών (δηλαδή ψυχικών και σωματικών διαστροφών),
β) Απόκτηση αρετών (ομοίων με του Κτίστου Δημιουργού),
γ) Καθαρισμό του νου από την εμπάθεια,
δ) Επιστροφή της διανοίας και των λογισμών από τον έξω κόσμο πάλι μέσα στον άνθρωπο, δηλαδή στο νου,
ε) Αδιάλειπτη προσευχή (που λέγεται «Νοερά άθληση» ή «εγκάρδια προσευχή» ή «Ευχή του Ιησού»),
στ) Η απόκτηση του «χαροποιού πένθους», όσο ο νους αποφεύγει τους λογισμούς (εμπαθείς),
ζ) Απόκτηση του ελέους και της Χάριτος του Θεού,
η)
Να μπορέσει να μείνει κανείς στο τελευταίο στάδιο (δεκτικός της
χάρητος) με ταπείνωση, διότι στο στάδιο αυτό έρχονται διαλογισμοί
«υπερηφάνειας» και είναι μόνο για τους προχωρημένους στη νηπτική-κάθαρση
και θέωση, δηλαδή τους «μυημένους» στη νηπτική άσκηση, σ’ αυτούς που
έχουν εμπειρία δηλαδή στους Αγίους.
3ον) Και τώρα δύο λόγια για τη Χάρη του Θεού: Σύμφωνα με τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά, αλλά και τον Μάξιμο, τον ομολογητή: «Η θεοποιός αυτή Χάρης του Θεού, είναι ΑΚΤΙΣΤΗ και υπάρχει πάντοτε, προερχόμενη από τον αιώνιο Θεό». Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος (άλλος νηπτικός της εκκλησίας μας) ονομάζει τη χάρη αυτή: «Καλλονή του μέλλοντος αιώνος». Είναι σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ και άλλες ονομασίες, που περιέχονται στη Φιλοκαλία και αφορούν τη χάρη αυτή του Θεού: Αγέννητο φως, ενυπόστατο φως, τροφή των ασωμάτων, δόξα της θείας φύσεως, φως άρρητο και νοερό, αρραβώνα του Αγ. Πνεύματος, φως της υπερανέκφραστης δόξας και καθαρότητας των Αγγέλων κ.λπ. Ακριβώς η Χάρη αυτή του Θεού είναι που συντελεί στην κατά Χάρην Θέωση: Πώς, όμως, γίνεται αυτό; Φυσικά όχι με φυσική δύναμη, ούτε με τη μίμηση μόνο του Χριστού, ούτε με την έξη της λογικής φύσης, αλλά με υπερφυσική έλλαμψη, με απόρρητη θεία ενέργεια. «Διά μέσου αυτής ολόκληρος ο Θεός περιχωρεί. ολόκληρους τους άξιους και ολόκληροι οι Άγιοι περιχωρούν ολικά ολόκληρο τον Θεό…».
Έτσι, προσπάθησα να δώσω μία ιδέα από τη νηπτική θεολογία της Φιλοκαλίας, την τόσο σπουδαία αλλά και την τόσο αγνοημένη και παραμελημένη στις ημέρες μας.
Διπλ. Μηχανολόγος/Ηλεκτρολόγος
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ:Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε σέ ΛΙΤΑΝΕΙΑ γιά τήν κατάπαυση μίας ἀσυνήθιστης καί θανατηφόρας πανδημικῆς πληγῆς
«ΣΤΗΝ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΣΩΤΗΡΙΩΔΗ ΓΕΝΝΗΣΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» Ομιλία Αγίου Γρηγορίου Παλαμά για τα Χριστούγεννα (αναδημοσίευση)
«Σήμερα βλέπω να υπάρχει ομοτιμία ουρανού και Γής και να ανεβαίνουν τα κάτω μέχρι εκεί που βρίσκονται τα υψηλότερα των πάντων. Όποια και αν είναι η φύση, η στάση και η τάξη των υπερκοσμίων δεν υπάρχει τίποτε πιο θαυμάσιο και τιμιότερο από το σπήλαιο και τη φάτνη της Βηθλεέμ και από τα βρεφικά σπάργανα του Χριστού. Ανάμεσα σε όσα έγιναν ανά τους αιώνες από το Θεό για τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτα πιο ωφέλιμο για όλους και πιο θείο από αυτό που γιορτάζουμε σήμερα. που είναι η γέννηση του Χριστού.
Ο προαιώνιος και απερίγραπτος Υιός του Θεού γεννιέται κατά σάρκα μέσα σε ένα σπήλαιο. Είναι την ώρα εκείνη άστεγος. Δεν έχει ένα τόπο για να μείνει και τοποθετείται σαν βρέφος μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων. Γίνεται ορατός και ψηλαφίζεται και τον περιτυλίγουν με σπάργανα. Η σάρκα του όμως δεν γεννήθηκε για να διαλυθεί σε λίγο. Μαζί της ενώθηκε ο Θεός στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος κατά τρόπο ασύγχιτο και συγκροτήθηκε μία θεανδρική υπόσταση η οποία έμεινε στην παρθενική κοιλιά και γεννήθηκε χωρίς να θίξει την αγνότητα της Παρθένου. Εκείνη επίσης, όπως φάνηκε ανώτερη της εμπαθούς ηδονής κατά τη σύλληψη έτσι και τώρα φάνηκε ανώτερη των φυσικών πόνων κατά τη γέννηση. Δεν είναι μονάχα η θεότητα ανεξιχνίαστη αλλά και ο τρόπος που ενώθηκε με τη σάρκα ο Χριστός είναι αδύνατο να κατανοηθεί λογικά. Η συγκατάβαση αυτή του Θεού είναι απερίγραπτη και υπερέχει κάθε νού και λόγο. Τώρα ο Χριστός είναι ο ίδιος και τέλειος Θεός αλλά και άνθρωπος τέλειος. Όταν είδε τα λογικά του πλάσματα να αχρειώνονται από την πτώση και την αμαρτία τότε χάρισε τον εαυτό του σ’αυτά και τους έδωκε τη δυνατότητα να απολαμβάνουν χωρίς κίνδυνο την άφεση των αμαρτιών τους.
Ο διάβολος δεν μπορούσε να δεχθεί να είναι κατώτερος από κανένα άγγελο αλλά ούτε και από το Θεό. Θέλησε λοιπόν να εξομοιωθεί και με τον ίδιο τον κτίστη. Τότε υπέστη τη φοβερή πτώση του. Στη συνέχεια μη υποφέροντας αυτό που του συνέβη, κινήθηκε με φθόνο εναντίον του ανθρώπου και με δόλο έσυρε τον Αδάμ στην ανυπακοή. Έτσι πρόβαλε ο αρχέκακος τον εαυτό του ως πρότυπο κακίας στην οποία μετέχουν στο εξής μονάχα όσοι προτιμούν να είναι μαζί του. Ο φιλάνθρωπος Θεός ευδόκησε να ελευθερώσει τα πλάσματα του από την υπερήφανη κακία του διαβόλου. Κατέβηκε από ψηλά, ταπεινώθηκε και πτώχευσε σαν εμάς αναμιγνύοντας την ανθρωπότητα με τη Θεότητα. Υπέδειξε έτσι σε όλους την ταπείνωση σαν το δρόμο που φέρνει προς τα άνω. Τώρα και οι άγγελοι έμαθαν από το δεσπότη Χριστό ότι ο δρόμος της ομοιώσεως με αυτόν δεν είναι η έπαρση αλλά η ταπείνωση. Οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να διορθώσουν τα λάθη τους αφού αναγνωρίσουν ότι η ταπείνωση τους είναι ο δρόμος που τους ανεβάζει στο Θεό και έτσι μπορούν να διορθωθούν. Με τη γέννηση του Χριστού ο διάβολος καταισχύνθηκε και κατανικήθηκε. Τώρα πια καταπατείται από εκείνους που ήταν προηγουμένως κάτω από τα πόδια του.
Αυτός που ορίζει τα πάντα σήμερα περιτυλίγεται σε φτωχά σπάργανα. Εκούσια γίνεται φτωχός και απογράφεται μαζί με τους δούλους γιατί θέλει να ξαναδεί τον άνθρωπο πλούσιο. Όποιος συνετίσθηκε και κατανόησε την τιμή που έλαβε η φύση μας από τον Θεό και αντιλήφθηκε τη φιλανθρωπία Του θα τρέξει με λαχτάρα σ’αυτόν. Θα ακούσει και θα μάθει τις εντολές Του. Θα εκπλαγεί από το μυστήριο της αναπλάσεως μας.
Το αστέρι που συνόδευε τους μάγους σταματούσε όταν σταματούσαν, προχωρούσε όταν ξεκινούσαν πάλι. Ήταν οδηγός τους που δεν τους άφησε ποτέ μόνους μέχρι να φθάσουν στο σπίτι που βρήκαν και προσκύνησαν το Χριστό. Του πρόσφεραν χρυσό και λιβάνι και σμύρνα. Γιατί αυτός με το θάνατο Του, που σύμβολο του ήταν η σμύρνα, χάρισε σ’εμάς τη θεία ζωή της οποίας εικόνα ήταν ο λίβανος, αλλά και τη θεία λαμπρότητα και βασιλεία την οποία εικόνιζε ο χρυσός. Οι βοσκοί στήνουν σήμερα κοινό χορό με τους αγγέλους για το νεογέννητο Χριστό. Η αιτία αυτής της κοινής δοξολογίας είναι το χαρμόσυνο μήνυμα που πήραν ότι σήμερα γεννήθηκε ο σωτήρας των ανθρώπων. Ευδοκία και χαρά ήρθε για όλους.
«Ευφράνθητε εορτάζοντες»
«Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που είναι κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα τον ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολιούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κοιτάζει μοναχά την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας οι γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τούς φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι’ οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τούς φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τούς ταπεινώσουνε, κ’ έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγώτερη…
Αδέλφια μου, φυλάξτε τα ελληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις. «Ευφράνθητε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση».
(Κόντογλου Φ., (επανεκ.)2001, Χριστού Γέννησις: Το φοβερόν Μυστήριον, Αθήνα, εκδ. Αρμός).
Περισσότερο επίκαιρο από ποτέ το κείμενο αυτό, το οποίο έγραψε το Δεκέμβριο του 1958, ο Φώτης Κόντογλου. Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης όπου η ευχή «Καλές Γιορτές» έχει αντικαταστήσει το «Καλά Χριστούγεννα», όσοι από εμάς αναζητούμε το νόημα των Χριστουγέννων, ας μην το ψάχνουμε αλλού. Ας μην περάσουν και τα φετινά Χριστούγεννα μέσα σε μια έκρηξη καταναλωτισμού, στο άγχος των αγορών και των δώρων.
Πώς να γιορτάσουμε; «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε…». Και μετά, «Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας». Σεμνά και πνευματικά. Έτσι όπως τα γιορτάζανε οι πρόγονοί μας. Αληθινά Χριστούγεννα.
Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα!
Κατερίνα Χουζούρη
Φώτης Κόντογλου - Παραμονὴ Χριστούγεννα
Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.
Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.
Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.
Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.
Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!
Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.
Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.
Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.
Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.Ο πασχάλιος χαρακτήρας των Χριστουγέννων Του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή
Δέν είναι λίγες οι φορές που απλοί άνθρωποι χαρακτηρίζουν τα Χριστούγεννα ως Πάσχα. Δεν κάνουν κάποιο λάθος, αλλά εκφράζουν το βαθύτερο νόημα της χριστιανικής εορτής η οποία ενώνει τα γεγονότα της εν Χριστώ οικονομίας και αναδεικνύει τη χαρά για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ένα είναι το μυστήριο του Χριστού[1] και μία κατά βάσιν είναι η εορτή, το γεγονός δηλαδή «της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών θεώσεως»[2]. Η Ενσάρκωση του Λόγου αποτελεί την αρχή του λυτρωτικού έργου και το Πάσχα «πέρας της οικονομίας εστί. Πως δ’ αν εγένετο το πέρας, ει μη η αρχή καθηγήσατο; Τι τίνος εστίν αρχηγικώτερον; Η γέννησις δηλαδή της κατά το πάθος οικονομίας»[3]. Με απλούστερα λόγια οι δύο πυλώνες του λειτουργικού έτους, Χριστούγεννα και Πάσχα (κινητό και ακίνητο εορτολόγιο), είναι αλληλένδετοι, διότι εάν δεν εγεννάτο ο Χριστός δεν θα ανίστατο. Ο Χριστός «είναι ο Λόγος-Δημιουργός διά του οποίου έγιναν τα πάντα και είναι ο ίδιος επίσης που έρχεται να αναπλάσει τα πάντα στους έσχατους καιρούς… Τα Χριστούγεννα στην καρδιά του χειμώνα, είναι η στιγμή όπου το φως αρχίζει να θριαμβεύει πάνω στο σκοτάδι, πράγμα που συμβολίζει την εμφάνιση του ήλιου της δικαιοσύνης. Αντίθετα το Πάσχα, στην εαρινή ισημερία σημαίνει τον θρίαμβο του Χριστού διά της αναστάσεώς του»[4].
Την ως άνω αλήθεια του ενιαίου θεολογικά και ανθρωπολογικα χαρακτήρα
Χριστουγέννων και Πάσχα βιώνει η ορθοδόξως πιστεύουσα ψυχή και
καταγράφει τόσο η πατερική, όσο και η λειτουργική-υμνολογική μας
παράδοση. «Χριστούγεννα: Πάσχα, εορταζόμενο επί τρεις ημέρες»
σημειώνεται σε σλαβωνικά Τυπικά[5]. Τα πατερικά κείμενα επίσης
προβάλλουν ιδιαίτερα το γεγονός ότι το μυστήριο του σαρκωθέντος,
σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού είναι ένα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος π.χ. γράφει ότι πανηγυρίζουμε κατά την εορτή των Θεοφανείων, δηλαδή των Γενεθλίων του Σωτήρος,
διότι εορτάζουμε «επιδημίαν Θεού προς ανθρώπους, ίνα προς Θεόν
ενδημήσωμεν η επανέλθωμεν». Η επάνοδος όμως στο παλαιό κάλλος, η εν
Χριστώ αναγέννησή μας προϋποθέτει και την απόθεση του παλαιού
ανθρώπου, τη συσταύρωση δηλαδή και συνανάσταση με το Χριστό· «Και ώσπερ
εν τω Αδάμ απεθάνομεν, ούτως εν Χριστώ ζήσωμεν, Χριστώ και
συγγεννώμενοι και συσταυρούμενοι και συνθαπτόμενοι και
συνανιστάμενοι»[6]. Ο Μέγας Αθανάσιος εξηγεί ότι τα σμύρνα που
δίδονται από τους Ποιμένες στον τεχθέντα Κύριο προσφέρονται «ως ανθρώπω
εις ενταφιασμόν»[7]. Ο μαθητής δε του ιερού Χρυσοστόμου Πρόκλος
επισημαίνει ότι ο «εν τη γαστρί της Παρθένου το ίδιον αυτού σώμα, ως
οίδεν, εαυτώ διαπλάσας, αυτός και εν τρισίν ημέραις, την λύσιν της ψυχής
αυτού από του ιδίου σώματος πάλιν ενώσας, την εαυτού ανάστασιν
έδειξε»[8].
Σε λειτουργικό καθαρά επίπεδο η προεόρτιος και μεθέορτος περίοδος των
Χριστουγέννων έχει ως πρότυπο την εορτή του Πάσχα που είναι
αρχαιότερη[9]. Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Μεγάλη Εβδομάδα, Ακολουθία των Ωρών
και ύμνοι ανάλογοι με την εορτή αυτή. Από την εορτή των Εισοδίων της
Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ψάλλονται οι καταβασίες των Χριστουγέννων
«Χριστός γεννάται δοξάσατε» και το κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον τον
προαιώνιον Λόγον εν σπηλαίω έρχεται…». Από την 20ην Δεκεμβρίου αρχίζει η
Μεγάλη Εβδομάδα των Χριστουγέννων, οπότε και οι πιστοί προετοιμάζονται
εντατικότερα για να υποδεχθούν «το εν σπηλαίω μέγα μυστήριον»[10]. Οι
Τριώδιοι δε Κανόνες που ψάλλονται στα Απόδειπνα αυτών των ημερών
μιμούνται τα τριώδια των Όρθρων της Μεγάλης Εβδομάδος προ του Πάσχα· «Τω
την άβατον· κυμαινομένην θάλασσαν…», «Τω δόγματι τω τυραννικώ, οι όσιοι
τρεις Παίδες μη πεισθέντες…» κ.λπ. Κατά τον τύπον επίσης του δοξαστικού
Τροπαρίου «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…» της Θ΄ ώρας της Μ. Παρασκευής
δημιουργήθηκε το αντίστοιχο τροπάρο «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου…» της
Θ΄ ώρας κατά την παραμονή της 25ης Δεκεμβρίου[11].
Τροπάρια επίσης της Μεγάλης Εβδομάδος μας υπενθυμίζουν την άμεση σχέση ανάμεσα στα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Χαρακτηριστικά στον πρώτον ύμνο της Θ΄ ωδής του Αποδείπνου κατά την Μ. Τετάρτη Εσπέρας σημειώνεται· «Το μέγα μυστήριον, της σης ενανθρωπήσεως, επί του δείπνου, συνανακειμένου σου, τοις μύσταις φιλάνθρωπε, ανακαλύψας έφης· φάγετε άρτον τον ζωτικόν, πίστει πίετε το αίμα κενωθέν, της θεοπλεύρου σφαγής».
Ο εν λόγω ύμνος προβάλλει και αναδεικνύει τη μεγάλη αλήθεια ότι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως τόσο ως γέννηση, όσο και ως σταύρωση και ανάσταση βιώνεται καθημερινά στη θεία Ευχαριστία. Σ’ αυτήν ανακεφαλαιώνεται όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας και κατά την τέλεσή της μυσταγωγούμεθα, όπως γράφει ο ιερός Καβάσιλας, στο θαύμα της του Κυρίου ενανθρωπήσεως[12]. Μ’ αυτήν την έννοια η θεία Ευχαριστία-Λειτουργία είναι η κατ’ εξοχήν εορτή στην οποίαν εκφράζεται η χαρά της Εκκλησίας, η χαρά που εδράζεται στην αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού, η χαρά που πηγάζει από την εορτή της δικής μας σωτηρίας κατά την οποίαν εορτάζουμε «μη τα της πλάσεως, αλλά τα της αναπλάσεως»[13].
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ τον Δεκέμβριο του 2013
[1]. Κολ. 4, 3.
[2]. Ιωαννου Δαμασκηνου, Λόγος εις το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, PG 96, 676B.
[3]. Γρηγοριου Νυσσης, Λόγος εις την Γέννησιν του Χριστού (αμφιβαλ.), PG 46, 1148B.
[4]. J. Daniélou, Αγία Γραφή και Λειτουργία. Η βιβλική θεολογία των μυστηρίων και των εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Αθήνα 1981, σσ. 308, 313-314.
[5]. Βλ. Ι. Μ. Φουντουλη, «Το Πάσχα των Χριστουγέννων», εν Ορθοδοξία, περ. Β΄. Έτος Δ΄, τεύχ. Δ΄, Οκτ.-Δεκ. 1997, σ. 482.
[6]. Γρηγοριου Θεολογου, Εις τα Θεοφάνεια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος, PG 36, 316A.
[7]. Μεγαλου Αθανασιου, Εις την Γέννησιν του Χριστού, PG 28, 972B.
[8]. Προκλου Κωνσταντινουπολεως, Λόγος ΙΓ΄, Εις το άγιον Πάσχα, PG 65, 792A.
[9]. π. Th. Hopko, Χειμωνιάτικη Πασχαλιά, εκδ. «Ακρίτας», Αθήνα 1994.
[10]. Στιχηρό Εσπερινού 20ης Δεκεμβρίου.
[11]. Ι. Μ. Φουντουλη, «Το Πάσχα των Χριστουγέννων», ο.π., σσ. 490-495. Του ιδιου, «Χριστούγεννα – Θεοφάνεια», εν Λειτουργικά Θέματα Δ΄, Θεσ/νίκη 1979, σσ. 9-21.
[12]. Νικολαου Καβασιλα, Εις την θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 392D. Βλ. και Π. Ι. Σκαλτση, «Η θεία Λειτουργία: Συγκεφαλαίωση του μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας», εν Ιστορία, Θεολογία και γλώσσα της θείας Λειτουργίας, Εισηγήσεις του Ετησίου Θεολογικού Συνεδρίο
Το ουσιαστικό νόημα των Χριστουγέννων π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Σε ατμόσφαιρα εορταστική, με φωτάκια να τρεμοσβήνουν, με δώρα να δίνουμε και να παίρνουμε, με ρεβεγιόν και φαγητό, με όλα όσα η καταναλωτική μας κοινωνία και η εκκοσμικευμένη μας χριστιανική ζωή υπαγορεύει, εορτάζουμε Χριστούγεννα!
Η κάπως ‘‘πνευματικότερη’’ αντίληψη θα δει τα Χριστούγεννα ως το γεγονός της «επί γης ειρήνης» που έφερε ο Θεός με τον ερχομό Του, υπονοώντας την αποτυχία Του, αφού γνωρίζουμε πως ελάχιστα χρόνια, από τότε που ήλθε μέχρι σήμερα, η ανθρωπότητα ήταν χωρίς πολέμους.
Κι ακόμα, η πιο ‘‘πνευματικότερη’’ αντίληψη, με θεολογική υποδομή, θα πει πως ο Χριστός έγινε άνθρωπος «για να μας σώσει από τις αμαρτίες», θέτοντας ως βάση γι’ αυτό το φοβερό γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού την αμαρτία, δηλαδή κάτι αρνητικό.
Μέσα σ’ αυτή την κοσμική, πνευματική και θεολογική σύγχυση, πού να βρεθεί χώρος γι’ ανακάλυψη του ουσιαστικού νοήματος της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων; Και γιατί, τάχα, να τον γνωρίσουμε; Δεν μας φθάνουν τα προβλήματα, οι έννοιες και τα τόσα λάθη μας, που μας τρώνε τόσες δυνάμεις; Τι μας χρειάζεται η θεωρητική ενασχόληση με το «νόημα των Χριστουγέννων»;
Κι όμως! Η ανακάλυψη του νοήματος, με βάση την Πατερική σκέψη, και η αποδοχή του στη ζωή μας, θα μας λυτρώσει από τις μέριμνες του βίου, το άγχος και όλα τ’ αρνητικά και θα μας οδηγήσει σε νέα ζωή – τη Ζωή Του, που ’χει χαρά και ειρήνη, και όντως αιώνια Ζωή από το νυν αιώνα.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα πει: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος όχι για να μας λυτρώσει από τις αμαρτίες ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά μόνο και μόνο για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη που ο Θεός έχει για τη Δημιουργία Του».
Αν η αίσθηση της αγάπης ενός ανθρώπου χαρίζει δύναμη και χαρά, πόση πληρότητα καρδιακή θα νιώσουμε, όταν αισθανθούμε την προσωπική αγάπη του μεγάλου Θεού μας; Μια αγάπη, βέβαια, που δεν περιορίζεται από τη δική μας ατελή και άτσαλη αγάπη ή από τη δική μας πίστη και πράξη. Δεν μας αγαπά, δηλαδή, επειδή «είμαστε δικοί Του» ή όταν εμείς Τον αγαπούμε, αλλά πάντα με την ίδια ένταση.
Ο καθένας μας έχει την ανάγκη να συνειδητοποιήσει μέχρι τα έγκατα της ύπαρξής του αυτή τη χωρίς όρια και όρους αγάπη. Να συνειδητοποιήσει ότι ο Θεός μάς αγαπά στην αμαρτωλότητά μας κι ότι «δεν αντέχει να ζει χωρίς εμάς». Κι ακόμα, ότι «ζητιανεύει την αγάπη μας» με το να «κρούει τη θύρα» της καρδιάς μας ζητώντας μια θέση σ’ αυτή.
Τότε, ανταποκρινόμενοι στην αγάπη Του, αγαπώντας Τον,
- του μιλούμε- προσευχόμαστε,
- ενωνόμαστε μαζί Του – κοινωνούμε με μετάνοια,
- ζούμε όπως θέλει – τηρούμε τις εντολές Του.
Κι εκείνος έρχεται σε μας, γεννάται στην καρδιά μας, και μας χαρίζει την ειρήνη Του, την ανάπαυσή Του, τη χαρά της Βασιλείας Του «εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι».
Πνευματική προετοιμασία για τα Χριστούγεννα
Η όλη πνευματική προετοιμασία αρχίζει από τις 15ην του Νοέμβρη, όπου ξεκινά η υποδοχή του Νηπίου της Βηθλεέμ , όπου αρχίζει η καθιερωμένη νηστεία.Ο αγώνας κορυφώνεται με την εορτή των Εισοδίων της Παναγίας ,την 21ην Νοεμβρίου, όπου προαναγγέλεται το χαρμόσυνον και θαυμαστό γεγονός... << Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανού απαντήσατε>>.
Για ένα πιστό χριστιανό που επιθυμεί την σωτηρία της ψυχής του, σημαίνει έντονο πνευματικό συναγερμό , καθώς πρόκειται να υποδεχθεί τον Θεό του , να υποδεχθεί τον Υιόν του Θεού για την σωτηρία του κόσμου. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου λαμβ'ανει χώραν το γεγονός: Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν..(Ιωάν.α' , 14).ο άνθρωπος θα πρέπει να εμπνέεται θεική και πατερική σκέψη ,περί επισκέψεως του Θεού ,για να σώσει τον λαό από τις αμαρτίες του.
Όταν εορτάζει τα Χριστούγεννα ως Χριστιανός με Χριστό και όχι άνευ Χριστού (δηλαδή απλά για να ξεκουρασθεί από την καθημερινότητα του και χωρίς τον Εκκλησιασμό),τότε είναι πέρα από το πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Ο καθένας μας χρειάζεται ατομική προετοιμασία, τόσο ψυχική μα και πνευματική.ώστε να συναντήσει το Θείο Βρέφος και να ξαναγεννηθεί ο Χριστός μέσα του και να παραμείνει εκεί στην ψυχή και την καρδιά του.Αυτό γίνεται καθώς παραδέχεται την προπατορική και την προσωπική του αμαρτία και ζητά να ελευθερωθεί από την δουλεία του διαβόλου. Ησυνάντηση αυτή πραγματοποιείται μέσα στο Μυστήριο της Θείας Εξομολόγησης.
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος προετοιμαστεί, υποδέχεται τον Σωτήρα και Θεό του ,άξια πια να γευθεί τα Θεία δώρα του που είναι τα λυτρωτικά της θείας ενανθρωπήσεως του .Έτσι ο ενανθρωπίσας Θεός με το Βρέφος της Βηθλεέμ θα γεννηθεί εντός μας.
Την περίοδο των 40 ημερών, δηλ. από τις 15 Νοεμβρίου έως και την παραμονή των Χριστουγέννων, τα πιστά μέλη της Εκκλησίας νηστεύουμε εκτός από το ψάρι το οποίο καταλύουμε, εκτός φυσικά την Τετάρτη και την Παρασκευή, έως και την 17η Δεκεμβρίου . Και η παραμονή των Χριστουγέννων είναι ημέρα αυστηρής νηστείας και προετοιμασίας των χριστιανών για την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου και ιδιαίτερα για τη Θεία Λειτουργία, η οποία τελείται πανηγυρικά. Συνεπώς, το βράδυ της παραμονής προσφέρεται μόνο για στιγμές πνευματικής ανάτασης και προετοιμασίας, ενόψει του Μεγάλου Γεγονότος της επόμενης ημέρας και όχι για κοσμικές, ξενόφερτες συνεστιάσεις, τα λεγόμενα βεβεγιόν,τα οποία συμβάλλουν στην εντελώς αντίθετη προσέγγιση της Εορτής,ως μια ακόμη ευκαιρία δηλ.για επίδειξη,φαγοπότι και ξεφάντωμα.
Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψιν μας ότι για την Εκκλησία μας η αληθινή νηστεία δεν είναι μόνο η αποχή από τροφές, αλλά και η αποχή από πάθη και αμαρτίες. Λέγει χαρακτηριστικά ο Μέγας Φώτιος: «Νηστεία δεκτή από τον Θεό είναι αυτή που μαζί με την αποχή των τροφών συνδυάζει και την αποστροφή προς τη φλυαρία, το φθόνο, το μίσος και τα άλλα αμαρτήματα. Αυτός που νηστεύει από τροφές, αλλά δεν εγκρατεύεται από τα πάθη, μοιάζει με εκείνον που έβαλε λαμπρά θεμέλια στο σπίτι, που έκτισε, αλλά αφήνει να συγκατοικούν μαζί του φίδια, σκορπιοί και κάθε φαρμακερό ερπετό». Επιδίωξή μας λοιπόν για τούτη την περίοδο είναι και η πνευματική νηστεία, δηλ. η αποφυγή της αμαρτίας και η τήρηση του θελήματος του Θεού, η εφαρμογή της αγάπης, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη και η απόκτηση ακόμη μεγαλύτερης αρετής. Με τον τρόπο αυτό κατανοούμε καλύτερα και πραγματώνουμε το λόγο του Μεγάλου Βασιλείου «Αληθινή νηστεία είναι η αλλοτρίωση από κάθε κακό, από κάθε αμαρτία, από κάθε εμπαθή λογισμό, από κάθε βρώμικη επιθυμία».
Με τη νηστεία και την προετοιμασία μας για τα Χριστούγεννα συνδέεται και η μετάνοια. Η ειλικρινής εξέταση του εαυτού μας, η παραδοχή των σφαλμάτων μας και η συμμετοχή μας στο ιερό μυστήριο της Εξομολογήσεως αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για μια πραγματικά άξια συμμετοχή στη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Μάλιστα, είναι καλό να φροντίσουμε ώστε να προσέλθουμε στο ιερό Μυστήριο εγκαίρως και όχι την τελευταία στιγμή. Η προπαρασκευαστική αυτή περίοδος προ των Χριστουγένννων μας παρέχει μια πολύ καλή δυνατότητα να αντιληφθούμε την αθλιότητα που κρύβουμε στα βάθη του «είναι» μας, να αποκτήσουμε φρόνημα ταπεινό και ελεγκτικό του εαυτού μας, να μεταμορφωθούμε ψυχικά, να μετανοήσουμε ειλικρινά και να τολμήσουμε τη μεγάλη συνάντηση με τον Νεογέννητο Κύριο της Βηθλεέμ.
Ορθόδοξα Χριστούγεννα, με πίστη στο Θεό και Αγάπη στον συνάνθρωπο
Ἀρχιμανδρίτη Νεκτάριου Κιοῦλου
Μέσα στὴν ἀλλοτριωμένη πνευματικὰ ἐποχή μας παρασύρονται ἀκόμη καὶ οἱ μεγάλες ἑορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ στὸ πνεῦμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ τὰ Χριστούγεννα, «ἡ Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ἡ γῆ ὁλόκληρη πανηγυρίζει καὶ ὑποδέχεται στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ τὸν Θεάνθρωπο Λυτρωτή. Ὁ Θεὸς ταπεινώνεται καὶ γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ, οἱ ποιμένες τῆς Παλαιστίνης καὶ οἱ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς 2000 χρόνια τώρα, διαλαλοῦν τὸ μεγάλο μήνυμα τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἑορτάσουν ὅπως πράγματι ἁρμόζει στὸ γεγονός, μὲ πίστη, κατάνυξη καὶ πνευματικὴ ἀνακαίνιση.
Τὰ τελευταία ὅμως χρόνια στὸν τόπο μας οἱ ἑορτὲς τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους, ἔχουν ἀλλοτριωθεῖ, ἔχουν ξεφύγει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ρωμιοσύνης. Ἔτσι τὰ Χριστούγεννα μέσα σὲ ἕναν ἀποχριστιανισμένο κόσμο γιορτάζονται χωρὶς τὸ Χριστό. Χριστούγεννα σημαίνει γιὰ πολλοὺς μόνον διακοπές, αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις, ἐφήμερες ψευτοχαρές, μακρινὰ ταξίδια μέχρι τὴν Ἄπω Ἀνατολή, ἐμπορικὲς διεκδικήσεις, ξέφρενες διασκεδάσεις.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου σκέπτονται καὶ ζοῦν κοσμικὰ καὶ ὁλιστικὰ χωρὶς Θεὸ καὶ μὲ ἀπανθρωπιά. Ἡ ζωὴ τῆς χλιδῆς, τῆς σπατάλης, τῆς διαφθορᾶς δὲν ἀφήνει περιθώριο νὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ συμπαρασταθοῦν στὸν πονεμένο συνάνθρωπο. Στὰ πλαίσια τῆς πνευματικῆς παγκοσμιοποίησης εἰσάγεται ἕνας ξενόφερτος τρόπος ζωὴς μὲ ξενόφερτα ἤθη καὶ ἔθιμα, ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ μεγάλα κοινωνικὰ προβλήματα καὶ ἰδιαίτερα τὰ ἠθικὰ ἐρείπια. Παρουσιάζονται ἔτσι τὰ Χριστούγεννα σὰν μιὰ ἑορτὴ χωρὶς πνευματικὸ περιεχόμενο, ἀφοῦ καὶ αὐτὲς οἱ καθαρὰ πνευματικὲς χριστουγεννιάτικες ἐκδηλώσεις ἔχουν περιορισθεῖ. Ἄδικη εἶναι ὅμως καὶ ἡ ἐπίθεση ποὺ δέχεται ὁ μεγαλύτερος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ φωστήρας τῆς Καισαρείας. Διακωμωδεῖται καὶ γελιοποιεῖται μὲ τὸν χειρότερο τρόπο ποὺ φτάνει μέχρι τὴν ἱεροσυλία. Ἀκόμη τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο ταυτίζεται μὲ πολλὲς παγανιστικὲς ἰδέες καὶ πρακτικές, μὲ τὸν τζόγο, τὴν παρανομία καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἀπάτη τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τῆς ἀστρολογίας. Οἱ «σύγχρονοι μάγοι» ἐπιδιώκουν νὰ λύσουν ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα ὀρθόδοξα καὶ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί του, νὰ φτάσουμε στὴν θέωση.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει πνευματικὰ σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες, μέσα ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ζωή, τὴ μετάνοια καὶ τὴν ψυχικὴ ἀγαλλίαση γιὰ νὰ βιώσουμε τὸ μυστήριο τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ. Δὲν μπορεῖς νὰ ἑορτάσεις Χριστούγεννα χωρὶς τὴ συμμετοχή σου στὴν πνευματικὴ διάσταση τῶν γεγονότων. Δὲν μπορεῖς νὰ ἑορτάσεις Χριστούγεννα χωρὶς νὰ πιστεύεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ βιώνεις τὸν Εὐαγγελικὸ νόμο στὴ ζωή σου. Δὲν μπορεῖς νὰ ἑορτάσεις Χριστούγεννα χωρὶς ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο, στὸν ἄρρωστο, στὸν φυλακισμένο, στὸ ὀρφανό, στὸν μετανάστη, στὸν φτωχό, στὸν πονεμένο, στὸν ἀδικημένο τῆς ζωῆς. Δὲν μπορεῖς νὰ ἑορτάσεις Χριστούγεννα, ἀφοῦ λέγεσαι χριστιανός, χωρὶς Χριστὸ στὴν καρδιά σου καὶ τὴν ζωή σου, μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκογένειά σου.
Στις αρχές της εικονογραφίας της Φάτνης Κ. Χαραλαμπίδη, Μνήμη Ιωάννου Ευ. Αναστασίου, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 631-646
Η λέξη φάτνη (praesepe - praesepium στη λατινική γλώσσα)(1) που φιλοξένησε «τόν Δεσπότην ἡμῶν... κείμενον, ἐσπαργανωμένον, τό φρικτόν ἐκεῖν ο καί παράδοξον θέαμα» (2), απαντά στο Ευαγγέλιο μόνο του Λουκά (3) και στο μέρος όπου αναφέρεται η διήγηση της Γεννήσεως του Χριστού. Τα κανονικά Ευαγγέλια αν και δεν αναφέρουν καμιά είδηση για το βόδι και το γαϊδούρι στη φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός, εν τούτοις η πρώιμη χριστιανική εικονογραφία περιέλαβε στην παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού και τα δύο παραπάνω ζώα, τόσο γνώριμα στην καθημερινή αγροτική ζωή των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Το βόδι σαν σύμβολο του Ευαγγελιστή Λουκά είναι γνωστό από την αρχαία χριστιανική παράδοση και την παλαιοχριστιανική εικονογραφία. Το γαϊδούρι που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα διαδραμάτισε το ρόλο του στο σωτηριώδες έργο του θείου αναβάτη του. Η υπάρχουσα ισχυρή παράδοση των απόκρυφων Ευαγγελίων αναφερόμενη στη διήγηση μεταξύ άλλων της παρουσίας βοδιού και γαϊδουριού στη Γέννηση του Χριστού (4), μετέχοντας στην προσκύνηση του, οδήγησε τους καλλιτέχνες των πρώτων χριστιανικών αιώνων στην παραγωγή εικονογραφικών σκηνών της μεγάλης αυτής δεσποτικής γιορτής, περιλαμβάνοντας και τα παραπάνω ζώα.
Νομίζω όμως, ότι περισσότερο από τις παραπάνω απόκρυφες διηγήσεις, οι παλαιοδιαθηκικές μαρτυρίες(5) για τα δύο αυτά ζώα ενέπνευσαν ιδιαίτερα τους γλύπτες της παλαιοχριστιανικής τέχνης. Στις προφητείες που αναφέραμε, στηρίζονται και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η φάτνη στην οποία έκειτο ο Χριστός είναι η ίδια την οποία προανήγγειλε ο προφήτης, γράφει ο Ωριγένης (6). Γύρω απ' αυτά τα δύο ζώα έχει καθιερωθεί μια συμβολική εξήγηση βασισμένη πάντοτε στην πατερική θεολογία. Ο Ωριγένης (7) πάλι χαρακτηρίζει το βόδι καθαρό ζώο και το γαϊδούρι ακάθαρτο, ενώ στα δύο αυτά ζώα προεικονίζονται οι δύο ληστές μεταξύ των οποίων σταυρώθηκε ο Χριστός ή επίσης οι Ιουδαίοι και οι Εθνικοί (8). Οι μυθολογικές και λατρευτικές παραδόσεις για τα υπόψη ζώα, που απαντούν στις αρχαίες ανατολικές θρησκείες (αιγυπτιακή, μιθραϊκή και άλλες), τα κατέστησαν ευρύτατα γνωστά στις τάξεις του ελληνορρωμαϊκού κόσμου. Η συμμετοχή των συγκεκριμένων ζώων στη Γέννηση του Χριστού, του αληθινού Θεού, είναι ο απόηχος της τελετουργικής παρουσίας των αντίστοιχων ζώων σε ειδωλολατρικές θρησκευτικές εκδηλώσεις της αρχαιότητας. Ανάμνηση των βιβλικών διηγήσεων που σχετίζονται με το γαϊδούρι, όπως είναι από την Π. Διαθήκη του Βαλαάμ και από την Κ. Διαθήκη της Γέννησης του Χριστού κατά πρώτο λόγο, της φυγής στην Αίγυπτο και τη(θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα συνιστά μεσαιωνική παρα -λειτουργική εκδήλωση της Δύσεως. Πρόκειται για τη λεγόμενη γιορτή των γαϊδουριών που εμφανίστηκε στη Γαλλία και άνθισε από το ΙΒ' μέχρι τον ΙΕ' αι. ως θρησκευτικό θέαμα και με ποικίλες άλλες όψεις (9).
Τα παρακάτω σχολιαζόμενα εικονογραφικά παραδείγματα με παράσταση της φάτνης και των ζώων ανήκουν στην παλαιοχριστιανική γλυπτική της Δύσεως κυρίως και χρονολογικά ανάγονται στον Γ-Ζ' αι. (10). Η ομάδα αυτών των γλυπτικών έργων συνηγορεί στο να δεχτούμε την πρώιμη ύπαρξη προφορικής παράδοσης για τη συμμετοχή των ζώων στην προσκύνηση του θείου βρέφους και τη μεταγενέστερη, γύρω στον ΣΤ' αι., εμφάνιση της γραπτής (Evangelium Pseudo- Matthaei). Ακριβώς πρόκειται για μια σειρά εικονογραφικών μνημείων που παραδίδουν πιστά, όπως φαίνεται, τις απόκρυφες επιδράσεις αφενός και την επίσημη εκκλησιαστική διδασκαλία αφετέρου θεμελιωμένη στον παλαιοδιαθηκικό προφητικό λόγο. Οι γλύπτες των έργων αυτών εγνώριζαν καλά την απόκρυφη καινοδιαθηκική γραμματεία που κυκλοφορούσε άνετα στο γεωγραφικό χώρο της ιταλικής χερσονήσου και όλου βέβαια του Orbis Christianus Antiquus. Έτσι σε παράσταση σαρκοφάγου του Γ'-Δ' αι. του μουσείου Λατερανού Ρώμης (πίν. 1, εικ. α) διακρίνουμε το νεογέννητο Χριστό να είναι ξαπλωμένος επάνω σε ψηλή φάτνη μέσα στο σταύλο. Η κατασκευή της φάτνης μας θυμίζει τα μεγάλα πλεκτά από λυγαριά καλάθια της εποχής μας. Ο σταύλος απεικονίζεται με το σχήμα στεγασμένου χώρου κεραμοσκεπούς, στηριζόμενου σε χοντρά ξύλινα δοκάρια. Η μπροστινή πλευρά είναι εντελώς ανοιχτή για να φαίνονται τα απεικονιζόμενα. Επάνω από το σπαργανωμένο σώμα του Χριστού σκύβουν και το θερμαίνουν με τις αναπνοές τους ένα βόδι και ένα γαϊδούρι (11). Τα κεφάλια των ζώων είναι πλάϊ - πλάι. Το σώμα του γαϊδου - ριού κρύβεται πίσω από τη φάτνη. Στη δεξιά πλευρά της απεικονίζεται ποιμένας με υψωμένο το δεξιό χέρι του και με το αριστερό κρατώντας ραβδί. Η άρση του χεριού σημαίνει ότι χαιρετά το Χριστό ή ότι εκφράζει τη χαρά του, κηρύττοντας το κοσμοσωτήριο γεγονός της ενανθρώπησης του Χριστού, ως αντιπρόσωπος στην απεικόνιση αυτή του σωσμένου ανθρώπινου γένους. Φορεί ρωμαϊκή ποιμενική ενδυμασία και είναι αγένειος. Το ποιμενικό ραβδί (pedum) με το οποίο είναι εφοδιασμένος παρουσιάζει κύρτωση στο επάνω μέρος. Η επεισοδιακή αυτή σκηνή χωρίζεται με δέντρα φοινίκων απ' τις άλλες απεικονίσεις που συμπληρώνουν όλη την οριζόντια εικονογραφική σύνθεση. Στις απεικονίσεις αυτές παρίστανται ανθρώπινες μορφές. Στο αριστερό άκρο φαίνονται οι μάγοι που αποχωρούν δι ' άλλης οδού, αφού προσκύνησαν και προσέφεραν τα δώρα στο σαρκωθέντα Χριστό(12), και στο δεξιό είναι η μορφή προφήτη που εμφανίζεται μερικές φορές σε σαρκοφάγους της κωνσταντίνειας εποχής. Εικονίζεται κατά πρόσωπο και φέρει πολύπτυχο χιτώνα, κρατώντας ειλητάριο στο αριστερό χέρι για να δηλώσει έτσι την προφητεία του για την έλευση του Χριστού στη γη.
Η ίδια αυτή λεπτομέρεια επαναλαμβάνεται σε διάζωμα σαρκοφάγου του τέλους του Δ' αι., του μουσείου Λατερανού πάλι (πίν. 1, εικ. β). Σ' αυτό το παράδειγμα ο προφήτης στρέφει το πρόσωπο του προς τα δεξιά, κατέχοντας το αριστερό άκρο του διαζώματος. Στο προβαλλόμενο αριστερό χέρι του κρατεί σφιχτά το χειρόγραφο. Εικονίζεται αγένειος και βρίσκεται δίπλα σ' ένα ποιμένα γενειοφόρο. Ο τελευταίος φέρει ψηλό ραβδί κυρτωμένο, που φθάνει μέχρι το ύψος του κεφαλιού του, και κοιτάζει τον προφήτη. Σ' ένα άλλο παράδειγμα σαρκοφάγου (πίν. 2, εικ. α) που ταυτίζεται χρονολογικά με το προηγούμενο και ανήκει στο ίδιο μουσείο, ο ποιμένας καταλαμβάνει το δεξιό σχεδόν άκρο της σύνθεσης δίπλα σε δύο δέντρα. Παρουσιάζει ενδυματολογική ομοιότητα με την αντίστοιχη μορφή του έργου του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α). Διαφέρει όμως στις χειρονομίες, διότι αντί του δεξιού υψώνει το αριστερό χέρι. Παρόμοια στάση των ζώων, που είδαμε στη σαρκοφάγο αυτή (πιν. 1, εικ. α), απαντά σε κάλυμμα της λεγόμενης μεγάλης σαρκοφάγου - διαζώματος των ετών 320-325, στο Εθνικό Μουσείο Ρώμης (πιν. 2, εικ. β). Στην παράσταση αυτή της Γεννήσεως του Χριστού ο ποιμένας κοντά στα πόδια του Χριστού βρέφους στηρίζει το κεφάλι του στην παλάμη του υψωμένου αριστερού χεριού του και το σώμα του στο ραβδί, ακουμπώντας με το δεξιό χέρι. Είναι, νομίζω, από τις αρχαιότερες παραστάσεις της εικονογραφικής λεπτομέρειας του στηριζόμενου στο ραβδί του ποιμένα. Το ραβδί του ποιμένα, όμοιο με ρόπαλο, κοντό στις διαστάσεις, απεικονίζεται στη σχετική παράσταση σαρκοφάγου του Δ' αι., που εκτίθεται στο Επιγραφικό Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης της γαλλικής πόλης Arles (πίν. 3). Φανερή είναι η ρωμαλέα εμφάνιση του ποιμένα που θυμίζει πρότυπα αρχαιοελληνικής γλυπτικής και μάλιστα τη θεματολογία των άθλων του Ηρακλή. Σ' ό,τι αφορά τη μορφή της φάτνης στα τρία παραπάνω έργα, παρατηρείται διάφορος τρόπος κατασκευής. Στην ανάγλυφη παράσταση της Α rles εξαίρεται η μισοξαπλωμένη στάση του Χριστού επάνω στη φάτνη.
Μια άλλη σαρκοφάγος του Δ' αι., που ανήκει στο μουσείο του Λατερανο ύ (πιν. 4), παρουσιάζει εικονογραφικά ενδιαφέροντα για το θέμα μας. Η ξυλόστεγη σκεπή του σταύλου φαίνεται περισσότερο, καθότι είναι εντελώς επικλινής. Τα δύο ζώα βρίσκονται πλάγια εκτελεσμένα από τον καλλιτέχνη, στα πόδια της φάτνης. Και σ' αυτή τη σαρκοφάγο φαίνεται ακριβώς μόνο το κεφάλι του γαϊδουριού. Στην αριστερή πλευρά της παράστασης έχουν προσεγγίσει στα ζώα οι τρεις μάγοι με τα δώρα στα χέρια, ακολουθούμενοι από μια καμήλα, το μεταφορικό μέσο τους. Είναι ντυμένοι με περσική ενδυμασία και φορούν φρυγικό σκούφο. Στο δεξιό μέρος και δίπλα απ' το κεφάλι του νεογέννητου βρέφους προβάλλει η μορφή του ποιμένα, που φέρει εξωμίδα. Οι κινήσεις του είναι όμοιες με εκείνες του ποιμένα του πρώτου έργου κατά σειρά που σχολιάσαμε (πίν. 1, εικ. α). Δίπλα ακριβώς στον ποιμένα στέκεται η Θεοτόκος, ντυμένη με μακρύ πολύπτυχο χιτώνα και μαφόριο. Το βλέμμα της είναι στραμμένο προς την αντίθετη πλευρά. Πρέπει να προστεθεί ακόμη ότι δέντρα διακοσμούν τα δύο άκρα της όλης παράστασης. Οι μορφές αυτές του ποιμένα και της Θεοτόκου μαζί υπάρχουν επίσης στην απεικόνιση της φάτνης στο δεξιό μέρος του καλύμματος της σαρκοφάγου, ονομαζόμενης Α delphia, των ετών 340-345, στο Εθνικό Μουσείο της σικελικής πόλης Συρακούσας (πίν. 5, εικ. α). Πρόκειται για σαρκοφάγο που στην μπροστινή πλευρά της και μέσα σε clipeus, δηλαδή ασπίδα, παρίστανται οι προτομές του κόμη Valerius και της Α delphia, συζύγων, περιστοιχιζομένων από άλλες βιβλικές σκηνές.
Ενώ η θέση του ποιμένα είναι καθιερωμένη σχεδόν, αλλάζει στάση στο σχολιαζόμενο μνημείο. Το κεφάλι του στρέφει προς τα δεξιά, δηλαδή αντίθετα στη θέση του Χριστού. Η Θεοτόκος που είναι πλάϊ στον ποιμένα, στο άκρο της όλης σύνθεσης, έχει κατενώπια στάση και φέρει το δεξιό χέρι στο στήθος. Αλλά και ο σταύλος, η φάτνη του Χριστού, η θέση των ζώων και οι τρεις μάγοι στο αριστερό μέρος έχουν την ίδια διάταξη, όπως ακριβώς οι αντίστοιχες λεπτομερειακές σκηνές στη σαρκοφάγο του Λατερανο ύ (πιν. 4). Γνωρίζοντας τη ρωμαϊκή καταγωγή και των δύο έργων και τη χρονολογική ταύτιση τους μέσα στον Δ' αι. μπορούμε να τα αποδώσουμε στο ίδιο καλλιτεχνικό εργαστήριο. Στο παράδειγμα της Α rles (πίν. 3) τα δύο αυτά πρόσωπα καταλαμβάνουν θέσεις δεξιά και αριστερά από τη φάτνη. Κοντά στο κεφάλι του Χριστού είναι η Θεοτόκος εντελώς καλυμμένη σύμφωνα με την ανατολική ενδυματολογική συνήθεια, ενώ ο ποιμένας εικονίζεται δίπλα στα πόδια του θείου βρέφους, όπως είδαμε προηγουμένως.
Η στάση απεικόνισης των ζώων στην πίσω πλευρά της φάτνης, δηλαδή στο βάθος της παράστασης (πίν. 1, εικ. α, πίν. 3), επαναλαμβάνεται αργότερα στον Ε' αι. σε ανάγλυφο τεμάχιο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (πίν. 5, εικ. β) και στα μέσα του ΣΤ' αι. στην αντίστοιχη παράσταση σε διάχωρο του ερεισίνωτου του ελεφάντινου θρόνου του επισκόπου Μαξιμιανού στο Αρχιεπισκοπικό Μουσείο της Ραβέννας (13). Τα ζώα στο τελευταίο μνημείο έχουν απομακρυσμένα τα πρόσωπα μεταξύ τους αλλά και από το σώμα του Χριστού. Το αντίθετο συμβαίνει, δηλαδή τα πρόσωπα είναι ακουμπισμένα στη φάτνη και εγγίζουν το ένα το άλλο, στο μνημείο του μουσείου του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α). Στο εικονογραφικό παράδειγμα της Ραβέννας διακρίνεται και η σημαντική απεικόνιση του άστρου της Βηθλεέμ (οκτάκτινο) στο επάνω μέρος του διάχωρου και μεταξύ των κεφαλιών των ζώων. Αλλά και η προτίμηση από τους καλλιτέχνες ιεραρχικής σειράς απεικόνισης των ζώων, απ' τα αριστερά το βόδι, ακολουθώντας το γαϊδούρι, είναι συνηθισμένη στα περισσότερα μνημεία που εξετάζουμε. Στα δύο μνημεία του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α και 4) ενώ υπάρχουν ομοιότητες εικονογραφικής διάταξης και εκτέλεσης, σημειώνονται όμως και διαφορές στην εικονογράφηση των μάγων. Πρόκειται για τις δύο σκηνές, δηλαδή της άφιξης τους στο δεύτερο έργο, για να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα δώρα τους στον ουράνιο βασιλιά, και της αναχώρησης τους στο πρώτο μνημείο, για να επιστρέψουν στη χώρα τους.
Διαφορετική εικονογραφική διάταξη και σύνθεση ως προς τα πρόσωπα απαντά σε λεπτομέρεια του ελεφάντινου καλύμματος Ευαγγελιαρίου του Ε' αι., στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού του Μιλάνου (πίν. 6). Το κτισμένο παχνί με την ισόδομη τοιχοποιία και το άνω μέρος, που καταλήγει σε μια ξύλινη κατασκευή, παρουσιάζεται πλουσιότερο. Απεικονίζεται λοιπόν μια καλύβα (tugurium). Η στάση των ζώων παρουσιάζει κάποια παραλλαγή, διότι το γαϊδούρι είναι λίγο απομακρυσμένο απ' το βόδι. Το στέγαστρο της καλύβας διαφέρει στο μνημείο αυτό, διότι οι τέσσερις κολώνες που το στηρίζουν είναι κυρτωμένες και διακρίνεται το βάθος. Στο αριστερό μέρος παρίσταται κτιστός ισόδομος τοίχος με άνοιγμα απ' το οποίο προβάλλει το σώμα του γαϊδουριού σκυμμένο επάνω στη φάτνη, ζεσταίνοντας με τα χνώτα του το βρέφος -Χριστό. Στην αριστερή πλευρά κάθεται ο Ιωσήφ φορώντας ιμάτιο που καλύπτει μόνο το μισό και αριστερό μέρος του σώματος του και είναι ανυπόδητος. Με το αριστερό χέρι του κρατεί πριόνι διπλής χρήσης, που στηρίζεται στο έδαφος, χαρακτηριστικό γνώρισμα του επαγγέλματος του (τέκτων). Στη δεξιά πλευρά έχει τοποθετηθεί καθισμένη η Θεοτόκος με μακρύ χιτώνα, υψώνοντας τον με το αριστερό χέρι της επάνω απ' τον αντίστοιχο ώμο. Η διάταξη προσώπων και ζώων στο υπόψη παράδειγμα υπενθυμίζει την αντίστοιχη παράσταση σε μια ορθογώνια πλευρά κιβωτίου, κατασκευασμένου από ελεφαντοστό, των αρχών του Ε' αι., στο Victoria and Albert Museum του Λονδίνου (15). Η εικονογραφική συγγένεια των έργων του Μιλάνου και του Λονδίνου ως προς τη σκηνή της φάτνης της Βηθλεέμ και τις άλλες καινοδιαθηκικές παραστάσεις οδηγεί στην αποδοχή κοινής γεωγραφικής προέλευσης, συγκεκριμένα απ' το βορειοϊταλικό χώρο.
Νέα εικονογραφικά στοιχεία και διαφορετικές θέσεις των πρωταγωνιστών και των δύο ζώων στη φάτνη περιλαμβάνονται σε εγχάρακτη παράσταση επάνω σε γυαλί του Ζ' αι., που ανήκει στην ιδιωτική συλλογή Vettori (πίν. 7). Στο μέσο της ωοειδούς αυτής απεικόνισης παρίσταται ορθογώνιο παραλληλόγραμμο κατασκεύασμα κάθετα τοποθετημένο με τέσσερα διάχωρα σταυροειδώς χωρισμένα, δηλώνοντας την αρχιτεκτονική μορφή του σταύλου. Στο σημείο διασταύρωσης των τεσσάρων δοκών κείται ο τεχθείς Χριστός σπαργανωμένος σε μια μικρή φάτνη που επινόησε ο καλλιτέχνης. Από επάνω το λαμπρό άστρο της Βηθλεέμ ρίχνει μια ακτίνα στο κεφάλι του. Πίσω απ' το Χριστό και από κάθε άνοιγμα της επάνω σειράς του σταύλου προβάλλουν τα κεφάλια κατά μέτωπο του βοδιού και του γαϊδουριού. Στο αριστερό άκρο και κατά αντιστοιχία σχεδόν προς τη θέση του αστεριού είναι χαραγμένο μισοφέγγαρο. Η εμφάνιση των φυσικών στοιχείων δηλώνει τη μετοχή αυτών στην αποκάλυψη της ταπεινότητας του θείου μεγαλείου. Στο πρώτο επίπεδο και σε παράλληλη πλάγια θέση προς τον ξαπλωμένο Χριστό κείται κατά τον ίδιο τρόπο η Θεοτόκος, καθισμένη σε κρεβάτι απλής μορφής, στηριζόμενο σε τέσσερα χαμηλά πόδια. Η ήρεμη και ατάραχη αυτή θέση της Θεοτόκου φανερώνει την απουσία σωματικού κόπου και εξάντλησης απ' τον τοκετό και αποτελεί μια από τις εικονογραφικές κατηγορίες της Γεννήσεως του Χριστού που επικρατεί στο εξής σ' όλη την ανατολική εικονογραφία (16). Στην αριστερή πλευρά κάθεται ο Ιωσήφ επάνω σε βάθρο (scamnum) εμπρός απ' τα πόδια της Θεοτόκου. Το σώμα του είναι γυρισμένο προς αυτήν, ενώ το πρόσωπο κοιτάζει κατενώπιο. Με το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στο πρόσωπο αναλογίζεται το άρρητο γεγονός της υπερφυσικής γέννησης του Χριστού.
Η στάση των αντωπών ζώων στη φάτνη είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα σε ανάλογες παραστάσεις σαρκοφάγων. Στην εικονογραφική αυτή περίπτωση ανήκει η σαρκοφάγος, ονομαζόμενη της Στηλιχούς, του αγίου Αμβροσίου, του Δ' αι., στη βασιλική του Αγίου Αμβροσίου του Μιλάνου (πίν. 8). Στα δύο ακρωτήρια του αετώματος του καλύμματος της σαρκοφάγου παρίσταται το βόδι στο αριστερό και το γαϊδούρι στο δεξιό, σε θέση αντιμέτωπη. Και τα δύο ζώα είναι καθισμένα με τα λυγισμένα πόδια τους στο έδαφος. Στη φάτνη, που έχει το σχήμα απλού κρεβατιού με ερεισίνωτο, είναι ξαπλωμένος ο Χριστός με το κεφάλι στο αριστερό μέρος. Στις δύο γωνίες του αετώματος εικονίζονται δύο πουλιά με ανοιχτά φτερά, πιθανώς αετοί, που γυρίζουν τα νώτα τους στα δύο ζώα και τσιμπούν με τα ράμφη τους τους καρπούς, με τους οποίους είναι γεμάτα τα δύο κοφίνια ανά ένα μπροστά σε κάθε πουλί. Στην εικονογραφική αυτή ομάδα ανήκει και μια άλλη σαρκοφάγος από τη βορειοϊταλική πόλη Μ antova (17), παραδίδοντας την ίδια διάταξη των ζώων.
Τέλος παρατηρείται, ότι στη σκηνή της φάτνης ενδέχεται να λείπει η Θεομήτωρ, αλλά ποτέ το βόδι και το γαϊδούρι, όπως είδαμε π.χ. στις σαρκοφάγους του Λατερανού (πίν. 1, εικ. α), της βασιλικής του Αγίου Αμβροσίου του Μιλάνου (πίν. 8) και του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (πίν. 5, εικ. β). Όλες αυτές οι παλαιοχριστιανικές μαρτυρίες, που αναφέραμε στη μελέτη αυτή, καλύπτουν μια εποχή μερικών αιώνων κατά τη διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκε το εικονογραφικό σχήμα της φάτνης των Χριστουγέννων με τα δύο ζώα, για να περάσει πια έτοιμο στη βυζαντινή και στη δυτική εικονογραφία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Για την ετυμολογία του όρου βλ. Stephanus, Thesaurus Graecae Linguae VII, σ. 676-678. Η λέξη προέρχεται από το απαρέμφατο φαγείν, του οποίου παράγωγα είναι τα φάγνη και φάτνη, ή ακόμη από το ρήμα πατώ, εσθίω, ως το πάσασθαι, του οποίου παράγωγα είναι τα πάτνη και φάτνη. Κατά τους Η. G. Liddell και Κ. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Δ΄, σ. 520-521, φάτνη είναι το παχνί, το σκαφίδιο ή η θέση μέσα στην οποία τοποθετείται η τροφή των ζώων. Ο Ιωάννης Σταματάκος στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, Γ', σ. 2832, ορίζει ότι η φάτνη είναι ξύλινο κατασκεύασμα ή κοιλανθέν τμήμα κορμού δέντρου για την εναπόθεση της τροφής των ζώων. Για τους λατινικούς όρους praesepe ή praesepium βλ. Roberti Stephani, Thesaurus Graecae Linguae , III, σ. 604. Στην ίδια γλώσοα απαντά και η λέξη stabulum (= σταύλος) που ανήκει στη δημώδη διάλεκτο. Βλ. Latin Dictionary, Lewis and Shorts , Oxford, σ. 1749 - 1750.
(2). Ιω. Χρυσοστόμου, Εις τον μακάριον Φιλογόνιον, Ρ G 48, 753.
(3). 2,7: «καί ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν φάτνῃ». - 12: «καί τοῦτο ἡμῖν σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καί κείμενον ἐν φάτνῃ». -, 16: «καί ἦλθαν σπεύσαντες, καί ἀνεῦρον τήν Μαριάμ καί τόν Ἰωσή φ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. Ο όρος απαντά και στην Π. Διαθήκη, όπως π.χ. Β' Παραλειπομένων 32,28. Αββακούμ 3,17 κλπ., στον ραββινικό ιουδαϊσμό και στην πρώιμη εκκλησιαστική ιστορία. Γι αυτά βλ. όμως το λήμμα φάτνη στο Τ heologisches Worterbuch yum Neuen Testament , IX, σ. 51-57.
(4). Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, XXII, 2: «καί ἀκούσασα Μαριάμ ὅτι ἀναιροῦνται τά βρέφη, φοβηθεῖσα ἔλαβε τό παιδίον καί ἐσπαργάνωσεν αὐτό καί ἔθηκεν ἐν φάτνῃ βοῶν». Pseudo-Matthaei Evangelium, XIV : «Tertia autem die nativitatis Domini nostril Jesu Christi beatissima Maria egressa est de spelunca, et ingressa stabulum posuit puerum suum in praesepio, quem bos et asinus adoraverunt. Tunc adimpletum est quod dictum est per Isaiam prophetam dicentem : Cognovit bos possessorem suum et asinus praesepe domini sui. Ipsa ergo animalia, bos et asinus, in medio eum habentes incessanter adorabant eum. Tunc impletum est quod, dictum et per Abacuc prophetam dicentem : In medio duorum animalium innotesceris. In eodem loco moratus est Joseph cum Maria tribus diebus».
(5). Αββακούμ 3,2: «Κύριε, κατενόησα τά ἔργα σου καί ἐξέστην, ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήσῃ και Ησαΐα 1,3: «ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ...».
(6). Homilia XIV in Lucam, PG 13, 1832C: «cognovit bos possessorem suum, et asinus praesepe domini sui». Πρβλ. και Προυδέντιο, Cathemerinon XI, Ρ L 59, 896: «Β ovem et asinum ad Domini praesepe intellige, quod piar credidit antiquitas».
(7). Homilia XIV in Lucam, Ρ G 13, 1832 : «Bos animal mundum est, asinus animal immundum».
(8). Περισσότερα για τη συμβολική των δύο ζώων βλ. στο έργο του L. R é au, Iconographie de l ' art chr é tien, II Iconographie de la Bible, II, Nouveau Testament, Paris 1967, 228' 229 και στο Lexicon der Christlichen Iconographie , 3, Allgemeine Iconographie, ed. Herder (1971), αρθ. Ochse und Essel, 339.
(9). Βλ. περισσότερα στο άρθρο asini, festa degli της Enciclopedia Cattolica , II, σ. 146-148.
(10). Για την εικονογραφία του θέματος βλ. μεταξύ άλλων Κ. Berliner, Die Weihnachtskrippe, M ü nchen 1953, Κ.Δ. Καλοκύρη, Η Γέννησις του Χριστού εις την βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος, Αθήναι 1956 και G. Schiller, Iconographie der Christlichen Kunst , I, G ü tersloh 1966, σ. 69 κ. εξ.
(11). Για την εικονογραφία του βοδιού και του γαϊδουριού στη σκηνή της Γεννήσεως του Χριστού βλ. το παλιό μεν αλλά ενδιαφέρον άρθρο του R. Grosset, Le b œ uf et l 'â ne à la Nativit é du Christ, M é langes d ' Arch é ologie et d ' Histoire 4 (1884), σ. 334-344
(12). Ματθ. 2, 1-12: «... ἰδού μάγοι ἀπό ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα καί πεσόντε ς προσεκύνησαν αὐτῷ... καίι προσήνεγκαν αὐτῷ δώρα... δι ' ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν».
(13). Ravenna Felix, ed. Longo, Ravenna 1977, εικ. σ. 105.
(14). Γιο το θέμα αυτό βλ. Κ.Δ. Καλοκύρη, Το άστρον της Βηθλεέμ εις την βνζαντινήν τέχνην, Θεσσαλονίκη 1969.
(15). Βλ. W. F. Volbach, Elfenbeinarbeiten der Spätantike und des Frühen Mittelalters, Mainz 1952, πιν. 36, εικ. 118.
(16). Κ.Δ. Καλοκύρη, Η Γέννησις του Χριστού εις την βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος, Αθήναι 1956, σ. 26-29.
(17). G. Wilpert I., Sarcophagi Christiani antichi, Città del Vaticano