Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Αγ. Ιωάννης της Κροστάνδης: Πώς έκοψα το κάπνισμα...



Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης στο βιβλίο «Η οδός της εσωτερικής μετανοίας, ανέκδοτο πνευματικό ημερολόγιο»(Calea pocăinței lăuntrice, jurnal duhovnicesc needitat), αναφέρει τις βλαβερές επιπτώσεις του τσιγάρου στο σώμα και στην ψυχή.

«Το κάπνισμα είναι μια ιδιοτροπία.Από αυτό προέρχονται οι πόνοι στα πόδια και η κατάθλιψη.Ότι ο διαβολος είναι ο πατέρας του τσιγάρου το κατάλαβα σήμερα ιδιαιτέρως:Κάτι επέδρασε επάνω μου αρνητικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια.


Αισθάνθηκα πως ο εχθρός φώλιασε στα πλευρά μου και στην καρδιά μου και μου εναντιωνόνταν επίμονα,εμποδίζοντάς με να πω την εκτενή και την ευχή,φοβίζοντάς με,παραλύοντάς με και λυπόντας με μέχρι αμαρτίας…

Δια του καπνίσματος μπαίνει στον άνθρωπο το ακάθαρτο πνεύμα.Χτες βράδυ αφού κάπνισα ο διάβολος έκανε αισθητή την παρουσία του μέσα από έναν συνεχή λόξυγγα ο οποίος με ταλαιπώρησε από το Χερουβεικό μέχρι και λίγο πριν την Θεία Κοινωνία.Τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα,η φωνή μου ”ξέφευγε”,έτρεμα και ήμουν εξαντλημένος.Γι αυτό το κάπνισμα είναι ανώφελο.Είναι μια χαζή ιδιοτροπία,μια βεβήλωση των χειλιών,ένας μεγάλος και ανώφελος ερεθισμός,μια ομίχλη με την οποία καλυπτόμαστε εθελουσίως.

Τη γεύση του τσιγάρου δεν μπορώ να την συγκρίνω με τίποτα άλλο παρά με ένα διαβολικό πράγμα.Και πώς ξέροντάς το αυτό καπνίζω;Πώς επιτρέπω στον εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο;

Πρόκειται για σκέψεις και προβληματισμούς συγκλονιστικούς.Δεν του ήταν εύκολο να απαλλαγεί.Προσευχήθηκε κλαίγοντας πικρά,για να τον βοηθήσει ο Θεός να νικήσει αυτό το πάθος.Να μερικές μαρτυρίες από την σωτήρια μετάνοιά του:«Ήρθα στην εκκλησία.πέφτοντας με καρδιά συντετριμμένη μπροστά στην Αγία Τράπεζα.Πώς μπορώ να υπηρετώ κάθε μέρα τον εχθρό και όχι τον Κύριό μου με ζήλο;Κύριε βοήθησέ με να λυτρώσω απ’όλα τα κακά,επειδή είμαι ένας κακός άνθρωπος,βρώμικος,γεμάτος αμαρτίες».

Η βαθιά του ταπείνωση και η επιμονή του στην προσευχή τον έσωσαν από αυτήν την εξάρτηση.

Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος: Ο Γέροντας Θεόδωρος - Νείλος, ο ασκητής



Τήν Μεγάλη Πέμπτη, τήν ὥρα πού ὁ Χριστός βρισκόταν σταυρωμένος στούς Ἱερούς Ναούς, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ Γέροντας Θεόδωρος ἁγιοφαραγγίτης, ὁ γιά πολλά χρόνια σταυρωμένος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νεῖλος.

Κατά διαστήματα εἶχα τηλεφωνική ἐπικοινωνία μαζί του καί μιά φορά τόν συνάντησα στόν δρόμο καί συζήτησα μαζί του γιά τήν ἀγαπημένη του ἔρημο. Πῆγα καί στό σπήλαιο πού ζοῦσε μερικές ἡμέρες τόν χρόνο, πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ.

Τόν περισσότερο καιρό ζοῦσε στά σπήλαια καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγιοφάραγγου, σέ κελλιά πού κατασκεύαζε γιά νά προφυλάσσεται ἀπό τό κρύο, τίς βροχές καί τούς ἀέρηδες καί νά φεύγη μακρυά ἀπό τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων. Σκληρός, δύσκολος καί ἀφιλόξενος τόπος τό Ἁγιοφάραγγο, τόπος παλαιῶν καί μάλιστα «ἀθέατων» ἀσκητῶν, κατά τήν παράδοση τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς.

Ἦταν ἕνας σπάνιος ἐρημίτης ἀσκητής, πού ἐνσάρκωνε τούς παλαιούς ἀσκητές-ἐρημίτες, οἱ ὁποῖοι ἀφανίσθηκαν στίς ἡμέρες μας. Ἡ ἄσκησή του ἦταν ὑπέρμετρη, ἀπίστευτη, ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Δύσκολα νά ἀντέξη ὁ ἄνθρωπος σέ τέτοιες συνθῆκες ζωῆς, μέ ἀέρα καί κρύο, μέ ζέστη καί καύσωνα, μέ πείνα καί δίψα, μέ ἀπουσία ἀνθρώπων καί παρουσία ἑρπετῶν καί ἀγρίων ζώων, μέ προσευχή καί ἀϋπνία, μέ ἀγγέλους καί δαίμονες, μέ μελέτη καί προσευχή, μέ τήν κατά ἄνθρωπον μοναξιά καί τήν αἴσθηση τῆς οἰκουμενικότητας καί πολλά ἄλλα, πού φαίνονται ἀντιφατικά στούς λογικούς ἀνθρώπους. Ἀνέβαινε τά κακοτράχαλα κρητικά βουνά σάν ἕνα ἀγριοκάτσικο, αὐτός πού ἦταν τό ἄκακο πρόβατο τοῦ Χριστοῦ, καί εἶχε συμφιλιωθῆ μέ τήν ἄγρια φύση, τά γυμνά βράχια, χωρίς δένδρα καί φυτά.

Εἶχε ἀγαπήσει μέχρι τέλους τήν κατά Χριστόν σαλότητα, κάνοντας πολλές ὑπερβάσεις, ἐκφράζοντας τό μέγα προνόμιο τοῦ «αὐτομίσους».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁμιλώντας γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί γνώρισε τό μυστήριο τοῦ Παραδείσου καί ζοῦσε πολύ ταπεινά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, γράφει: «τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καί ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης (περιπλανᾶτο στόν κόσμο) γυμνός, λιμῷ καί δίψῃ κατατρυχόμενος...». Αὐτήν τήν ζωή ποθοῦσε καί ἔζησε ὁ π. Θεόδωρος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἀπό τούς Πατέρες ἡ μοναχική ζωή χαρακτηρίζεται ὡς ἀποστολική ζωή.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρουσιάζει τόν Χριστό νά λέγη στόν ἄνθρωπο: «Ἐγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί Σταυροῦ διά σέ, ἐπί τοῦ τάφου διά σέ». Κατά κάποιο τρόπο καί ὁ Ἱερομόναχος Θεόδωρος-Νεῖλος φύλαξε ἰσχυρό καί δυνατό κανόνα στόν ἑαυτό του, σκληρότερο ἀπό τούς κανόνες τῶν ἀνθρώπων, νά λέη διαρκῶς αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: Κύριέ μου καί «ἐγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί Σταυροῦ διά σέ, ἐπί τοῦ τάφου διά σέ». Ὡς ἀλήτης, δηλαδή ὡς περιπλανώμενος, πέρασε ἀπό ὅλα τά σπήλαια τοῦ Ἁγιοφάραγγου, ζώντας ὡς πένης γιά τόν Χριστόν, ἀνέβηκε στόν δικό του Σταυρό, φυλάσσοντας «ὁδούς σκληράς» καί κατέβηκε στόν δικό του τάφο, ὡς νεκρός ζῶν, ὡς ζωντανός πεθαμένος, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν δίψα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθανάσιος Παλιούρας τόν γνώριζε καί μοῦ ἔλεγε ὅτι, ὅταν τόν πλησίαζε, εὐωδίαζε. Ἐγώ ἐκεῖνο πού κατάλαβα, ὅταν τόν συνάντησα, ἦταν ὅτι ἔβγαινε μέσα ἀπό τόν λόγο του, τό πρόσωπό του, τήν ὕπαρξή του μιά πνευματική γλύκα, πού εἶναι καρπός τῆς εὐώδους ἐρήμου, τήν ὁποία ἀγαποῦσε καί δέν μποροῦσε νά ἀποχωρισθῆ, ἀκόμη καί τότε πού ἦταν ἄρρωστος καί ἔπρεπε νά νοσηλευθῆ. Στήν πρόταση νά ζήση τά γεράματά του σέ κάποιο ἥσυχο Μοναστήρι καί νά δεχθῆ τήν περιποίηση τῶν μοναχῶν ἔλεγε: «Δέν μπορῶ νά ἀφήσω τήν γλυκύτητα τῆς ἐρήμου». 

 
 
Ἡ ὕπαρξή του ἦταν διαφανής, εὐαίσθητη. Τοῦ μίλησα γιά τήν ἀξία τῆς ἐρήμου καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του. Ἡ ἔρημος ἔγινε τό σπίτι του, ἡ ζωή του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀναπνοή του, ἡ προσευχή του, ὁ γλυκασμός του, ἡ πείνα καί ἡ δίψα του, ἡ παλαίστρα του. Προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο καί ὁ ἀντίδικος, βλέποντας τήν δύναμη τῆς προσευχῆς του τόν πολεμοῦσε σκληρά. Καί ἐκεῖνος τόν ἀντιμετώπιζε μέ θάρρος, δύναμη, ἀλλά καί ἐσωτερική καρδιακή γαλήνη.

Εἶχε κάποιες ἅγιες ἰδιορρυθμίες ὁ μακάριος Γέροντας πού τοῦ τίς ἐνέπνευσε τό Ἅγιον Πνεῦμα, κάνοντας ὑπακοή στούς πεπειραμένους πατέρες, ζώντας ὡς ξένος καί σταυρωμένος, βιώνοντας σέ ὅλη του τήν ζωή τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός τόν κάλεσε κοντά Του τήν ἡμέρα τῆς Σταυρώσεώς Του, ἀφοῦ προηγουμένως ἔλαβε τήν εὐχή τοῦ Μητροπολίτου του, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος Μακαρίου, καί κοιμήθηκε καί ἐνταφιάσθηκε τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν Θεότητά Του ἦταν στόν Ἅδη καί τό σῶμα Του μαζί μέ τήν Θεότητά Του ἦταν στόν τάφο. Ἔτσι, ὁ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς Χριστός ἀγάπησε τόν φίλο Του, τόν Ἱερομόναχο Θεόδωρο-Νεῖλο, πού ἔζησε ὡς σταυρωμένος καί ἀναστημένος γιά τόν Χριστό.

Ἀγαπητέ μου π. Θεόδωρε-Νεῖλε, σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη καί τήν συμπαράστασή σου, γιά τήν ἁγία πλάνη σου, γιά τήν καρποφόρα ἐρημική ζωή σου, γιά τήν κατά Χριστόν τρέλλα σου, γιά τήν πνευματική εὐωδία πού ἔλαβες ἀπό τό Ἁγιοφάραγγο καί εὐωδίασες ὅλο τόν κόσμο, καί τώρα εἶσαι ἕνα «μυρίπνοο ἄνθος» τοῦ Παραδείσου μαζί μέ τούς φίλους σου ἁγίους, τόν μεγάλο ἀσκητή καί θεολόγο π. Ἀναστάσιο Κουδουμιανό, ἰδιαιτέρως τόν «ἔρωτά» σου, τόν Χριστό. Μᾶς ἔδειξες ὅτι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποφθέγματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τῶν ὁποίων λαμβάνει κανείς Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τό λόγιο «δός αἷμα, λάβε Πνεῦμα» καί μᾶς δίδαξες ὅτι καί ἡ ἔρημος εἶναι μυροφόρα, πυρφόρα, ἁγιοφόρα. Ἡ πνοή τῆς ἐρήμου ἔγινε γιά σένα ἡ πνοή τοῦ Παραδείσου, σοῦ γέμισε τά πονεμένα καί πληγωμένα πνευμόνια σου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀπό θεῖο ἔρωτα. Εὔχου γιά μᾶς..–
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Γέρων Θεόδωρος ο Αγιοφαραγγίτης († 28/4/2016)



Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν λησμοσύνη εἶναι στοῦ Θεοῦ τὴν θύμηση. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκωφαντικά σιωποῦν, συνομιλοῦν ἀδιάκοπα μετὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Ὅταν μακραίνουν ἐκ τοῦ κόσμου, τοὺς ἀνθρώπους ὠφελοῦν. Καὶ ὅταν στὶς ἐρήμους κατοικοῦν, τὰ διαβατικὰ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν περιπατοῦν. Στοὺς κάτω τούτους χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ ὀσμὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ δαιμονιώδης βλασφημία ἔφθασαν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, εὐωδία οὐράνια καὶ παρηγορία ὑπερκόσμια ξεχύνεται ἀπὸ τὸ ἡγιασμένο ὄρος τῶν Ἀστερουσίων, τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἡρωοτόκου Κρήτης. Τὸ ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν στὶς Ἐκκλησιὲς, τῆς ὑπ’ οὐρανὸν Ὀρθοδοξίας, ὑψώνονταν ὁ Ἐσταυρωμένος Σωτήρας Χριστός, ὑψώθηκε καὶ ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν εἰς τὰ οὐράνια καὶ ἄφθιτα, ὁ σπηλαιώτης ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου, παπά-Θεόδωρος. Πόσες φορὲς δὲν ἐπικαλέσθηκε τὸν Κύριο μὲ τὸ «Μνήσθητι μου» τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ. Δεσποτικῆς φωνῆς ἀξιώθηκε ὁ μακάριος γέρων, «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».

Στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, πῦρ οὐράνιο κατέκαυσε τὴν καρδία του, ἀφοῦ ἔχυσε κρουνοὺς δακρύων μετανοίας. Ἐπίσκεψη Θεοῦ ἡ παράδοξη καὶ ἀνερμήνευτη ἀπόφασὴ του, γιὰ ἀσκητικὴ ἀναχώρηση. Δὲν ἐμπιστεύεται τὸν λογισμὸ του, διὰ τοῦτο καὶ προσφεύγει στὸν Ἅγιο γέροντα Παΐσιο, στὸν ὁσιώτατο ἀσκητὴ τῶν Κατουνακίων π. Ἐφραὶμ ἀλλὰ καὶ στὸν ἀκραιφνὴ ἑρμηνευτὴ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, Ἀρχιμανδρίτη Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Καὶ οἱ τρεῖς, ἐν ἑνὶ στόματι, ἀναγνωρίζουν τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στὸν π. Θεόδωρο καὶ τοῦ δείχνουν τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ἡγιασμένη ἔρημο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες κατέρχεται στὴν Κρήτη, στὸ Φαράγγι τῶν Ἁγίων. Ὁ μακαριστός, πλέον, Μητροπολίτης Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας, κυρὸς Κύριλλος, σὲ συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν γέροντα Θεόδωρο, τοῦ ἐκφράζει τὶς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες του, διότι μὲ τὴν παρουσία του ξαναζωντάνεψε τὸ ἐρημωμένο φαράγγι καὶ τοῦ δίδει τὴν πατρικὴ του εὐχὴ, νὰ συνεχίσει τὸν ἀσκητικὸ του ἀγώνα, ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία, στὸν Προφήτη Ἠλία.

Ἐκεῖ, λοιπόν, στὸ Ἁγιοφάραγγο, τοῦτος ὁ καλόγηρος, ἀναψηλάφησε χρόνους ἀλλοτινούς, ὁλόφωτους, ἀσκητικούς. Ἐλπιδοφόρο ξάφνιασμα ἡ φανέρωσή του, στοὺς δύστηνους καιρούς μας. Ἕνας ἀπόηχος ἡ ἀσκητικὴ του βιοτή, ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες τῆς γῆς τοῦ Νείλου. Σάρκωσε τοὺς θρύλους τῶν κρυφῶν καὶ φανερῶν ἀσκητάδων τῶν Ἀστερουσίων. Πλάτυνε τὰ σπήλαια τοῦ ἡγιασμένου τόπου, μὲ τὶς παννύχιες προσευχὲς του. Πότισε γῆ ἐρημική, μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας του. Δρόσισε ὁ σιωπηλὸς μοναχός, μὲ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὶς διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Οὐρανὸ ἐποίησε τὸν βραχωμένο τόπο, μὲ τὴν μελίρρυτη ψαλμουδιὰ του. Θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ ὑπερήψωσε στὴν ἄνικμη γῆ, μὲ τὰ κουρασμένα χέρια του. Δὲν μνησικάκησε, ὅταν ἐφρύαξε ὁ δαίμονας καὶ τοῦ γκρέμισε τὸν Προφήτη Ἠλία. «Τὴν πιὸ ἔντονη προσευχὴ μου τὴν ἔκανα γιὰ τοὺς διῶκτες μου. Ἰδιαίτερα, γι’ αὐτὸν ποὺ μὲ ἐδίωξε ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ γκρέμισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν σκήτη καὶ γιὰ ὅσους κρύβονται πίσω ἀπ’ αὐτόν. Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς συγχωρήσει, νὰ τοὺς χαρίσει ὑγεία καὶ μετάνοια, νὰ μὴν τοὺς συμβεῖ κακὸ καὶ νὰ μὴν στήσει αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Ἂν εἶχα ἴχνος ἐμπαθείας μέσα στὴν καρδιὰ μου, θὰ σταματοῦσα τὴν Θεία Κοινωνία», μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς γέροντας στὸ ἀσκητήριό του, πλέον, στὸ Κεφάλι, ἀποκαλύπτοντας, μὲ ζηλευτὴ ἠρεμία, τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθῆς καρδίας του. Συγκινημένος πολιός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔλεγε γιὰ τὸν γέροντα Θεόδωρο: «Θὰ τὸ θεωροῦσα μεγάλη εὐλογία καὶ σημάδι θεϊκὸ τὴν παρουσία τέτοιου ἀσκητοῦ στὴν ἐπαρχία μου, ποὺ θὰ εὔχονταν καὶ θὰ προσεύχονταν δι’ ἐμὲ καὶ τὸ ποίμνιό μου».


Παρηγόρησε ὁ παππούλης, ἀνέπαυσε ὁ γέροντας, εὐχήθηκε ὁ ἀσκητής, προσευχήθηκε ὁ ἐρημίτης. Μέτρο αὐταπάρνησης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, ἀσκητικότητος καὶ βάθους πνευματικότητος, ὁ βίος του. Ἀκατανόητος, ἀλλότριος καὶ ξένος πρὸς τὴν ἐμπαθῆ καὶ εἰδωλομανοῦσα ἐποχὴ μας. Ἀγόγγυστα ὑπέμεινε, ὁ ταπεινὸς ἀσκητής, ὡς γνήσιος φίλος καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τὴν συκοφαντία. «Φιλάδελφα χέρια ποὺ μοῦ κόλλησαν τὴν ἐτικέτα τοῦ πλανεμένου, μοῦ προσήγαγαν τὴν μεγαλύτερη εὐεργεσία. Δὲν ἦρθα στὴν ἔρημο γιὰ ἀνθρώπινη πελατεία ἀλλὰ γιὰ τὴν πολυπόθητη σωτηρία. Αὐτὸ μὲ ἔκανε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μου σπήλαιο καὶ νὰ πάω ψηλότερα καὶ πιὸ ἀπρόσιτα, στὸν Ἀη-Λιά. Ἤθελα μόνωση καὶ ἡσυχία, ὄχι θόρυβο καὶ πολυκοσμία», μας ἔλεγε ὁ πάντα ἤρεμος καὶ γαλήνιος γέροντας.

Τελευταία ἐπιθυμία τοῦ χαρισματικοῦ γέροντος ἦταν νὰ παραδώσει τὴν καθάρια του ψυχὴ εἰς χεῖρας Θεοῦ, στὸ ἀσκητήριό του, στὸ Κεφάλι, σιμὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Κασσιανῆς, τῆς μεγάλης ἀσκητρίας τῶν Ἀστερουσίων, ποὺ μετὰ κόπου πολλοῦ ἀνήγειρε. Στὸ νοσοκομεῖο, ποὺ νοσηλεύονταν, ἔλαβε, ὡς γνήσιος ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἐπισκόπου του καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀσκητήριό του, στὸ Κεφάλι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Τόν ἔβαλαν στὸ κρεβάτι του, κοίταξε γαλήνια γιὰ λίγο γύρω του καὶ ἥσυχα μετέβει «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».


Ἡ ἁγιοτόκος καὶ ἡρωοτόκος Κρήτη γιὰ πολλὰ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ. Ἐξαιρέτως, ὅμως, μπορεῖ νὰ μεγαλύνεται, διότι σ’ αὐτοὺς τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους δὲν ἔπαψε νὰ προσφέρει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔνθεους ἀγωνιστὲς καὶ ἡγιασμένους ἀθλητές. Στῦλοι ἄσειστοι καὶ ἑδραῖοι εἶναι τὰ μοσχομυρισμένα μνήματα τοῦ γέροντος Ἀναστασίου, στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ, τοῦ γέροντος Εὐμενίου στὴν Ἐθιά, τοῦ γέροντος Θεοδώρου, στὸ Κεφάλι, τοῦ γέροντος Εὐμενίου, στὸ Ρέθυμνο. Καὶ φαεινὲς λαμπάδες εἶναι ποὺ μεταφέρουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν πεπλανημένο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, κόσμο μας.

Ἀπὸ τοὺς πολύτιμους θησαυρούς ποὺ περικρατοῦμε, τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Θεοδώρου, ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἡγιασμένη κληρονομία του, καταθέτουμε, πρὸς ὠφέλεια καὶ ἐπιστηριγμό, τοῦτον τὸν λόγο του: «Ἂν θὰ μὲ ρωτούσατε νὰ σᾶς πῶ, τὶ κατάλαβα τόσα χρόνια στὴν ἔρημο, θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα μὲ μιὰ λέξη: τὴν δύναμη τοῦ ψαλτηρίου. Ἂν ξεκινοῦσα τὴν ζωὴ μου τώρα, ἕνα θὰ πάσχιζα νὰ κάνω, νὰ ἀποστηθίσω τὸ ψαλτήρι. Αὐτὸ εἶναι ἡ γονικὴ μήτρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ εὔφορο χῶμα, ὅπου εὐδοκιμεῖ ὁ σπόρος τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ μαστίζει τοὺς δαίμονες. Ὅταν διάβαζα, στὶς ἀγρυπνίες μου, τὸ ψαλτήρι, ἐρχόνταν ὁ δαίμονας, ποὺ μούγκριζε σὰν ἀγριόχοιρος στὸ αὐτὶ μου. Εἰδικὰ, ὅταν ἔλεγα τὸν στίχο, «Ἀναστήτω ὁ Θεός…» καί τὸν στίχο ποὺ λέει, «Ἐσὺ εἶσαι Κύριος καὶ Θεὸς μου». Λυσσοῦσε, μὲ ἔπιανε ἀπὸ τὸν λαιμό, μὲ ἔπνιγε. Μπέρδευε τὰ λόγια μου, γιὰ νὰ μὴν τὸ πῶ. Τόσο πολὺ καιγόταν…». Νὰ ἔχουμε τὴν ἁγία του εὐχὴ καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώσει μιμητὲς τῆς ἀσκητικῆς καὶ ἡγιασμένης του ζωῆς.

του Ἀρχιμ. Ἱερεμίου Γεωργαλῆ

Ο Γέροντας διδάσκει στο μαθητή του την προσευχή

Πηγαίνοντας σήμερα στην καλύβα του γέροντα, ήθελα να μου μιλήσει πολύ για την προσευχή, που είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής του χριστιανού. Φθάνοντας κοντά του του λέω?
–Την ευχή σας, γέροντα.
–Του Κυρίου Ιησού Χριστού.
I.
–Έλα, σήμερα ας περπατήσουμε μέσα στο δάσος. Άκου τα πουλιά, τι ωραία που τραγουδούν. Η επαφή με τη φύση δίνει άλλο νόημα στη ζωή του ανθρώπου? αγγίζεις τα δημιουργήματα του Θεού. Αισθάνεσαι μια απέραντη γαλήνη στην ψυχή σου και θεωρείς ότι ο Θεός περπατά κοντά σου, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, που ο Θεός περπατούσε με τον Αδάμ στον παράδεισο. Τα πάντα γύρω σου, σου δίνουν μια αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Αφήνεσαι μέσα στην ηρεμία του τόπου και αναζητάς το Θεό μέσα σου και γύρω σου. Δεν μπορείς να μην αντισταθείς να κάνεις ολόθερμες προσευχές.
Τι υπέροχα είναι εδώ! Έλα να καθίσουμε στον κορμό αυτού του δένδρου. Βλέπεις έχω φτιάξει για κάθισμα ένα μικρό κορμό από δένδρο που το χρησιμοποιώ πολλές φορές για να προσεύχομαι στο Θεό. Αυτό το δένδρο είναι πανύψηλο, που θεωρείς ότι ενώνει τη γη με τον ουρανό. Αυτό το μέρος το έχω ονομάσει Γεσθημανή, για να μου θυμίζει τον τόπο που προσευχήθηκε ο Ιησούς Χριστός τόσο δυνατά προ του εκουσίου πάθους. Ζητούσε τη θεία πατρική ενίσχυση για να τελειώσει το έργο Του στη γη. Ο Ιησούς Χριστός πάντοτε προσευχόταν και παρακαλούσε τον Ουράνιο Πατέρα Του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έλα, κάθισε, και άφησε κάθε μέριμνα του κόσμου και ό,τι σε απασχολεί. Ο τόπος είναι κατάλληλος για προσευχή και σιωπή.
Όπου και να βρίσκεσαι στον κόσμο, να προσεύχεσαι και να παρακαλείς τον Κύριό μας να σε ενδυναμώνει στη ζωή σου με το Πανάγιον Πνεύμα. Ας προσευχηθούμε λίγο στον Κύριό μας και να τον δοξολογήσουμε για τα αγαθά που μας προσφέρει στη ζωή μας.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να το καταλάβω, αισθανόμουν μια απέραντη γαλήνη στην ψυχή και στο σώμα μου. Τα πάντα μέσα μου, μου έλεγαν, ότι εδώ είναι τόπος Θεού και άγιος χώρος. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν μέσα σε εκκλησία. Τα πάντα ήταν γεμάτα από τη θεία χάρη. Είχε απλωθεί μέσα μου και γύρω μου μια απόκοσμη ειρήνη, πολύ διαφορετική από την ειρήνη του δάσους. Η σιωπή μας είχε σκεπασθεί από την παρουσία του Θεού. Πόσα αγαθά πνευματικά γευόταν ο γέροντας μέσα στη δική του σιωπή, αφήνοντας πίσω του όλα τα του κόσμου. Πράγματι ζούσε μέσα στο Φως του Θεού και εγώ δεχόμουν μερικές ανταύγειες από την προσευχή του… Δε θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος πέρασε και δεν τολμούσα να τον διασπάσω από τη σιωπή του. Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε μια απέραντη γαλήνη στο πρόσωπό του. Ακτινοβολούσε μια γαλήνη και ηρεμία, που σε σαγήνευε αυτή η στάση του. Προσπάθησα να μιμηθώ τη στάση του. Έκλεισα τα μάτια μου και έλεγα εσωτερικά την ευχή? «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλό»…
Μετά από αρκετό χρόνο με σκούντησε ο γέροντας και άνοιξα τα μάτια μου. Είδα μια λάμψη στο πρόσωπό του και όλη η ύπαρξή μου ζούσε μια μοναδική εμπειρία που δεν την είχα ξαναζήσει ποτέ στη ζωή μου. Τότε μου λέγει με την απαλή φωνούλα του?
–Βλέπω ότι σου άρεσε που ήρθαμε εδώ.
II.
–Γέροντα, πρόσεξα με πόση ευκολία συγκεντρωθήκατε στην προσευχή και αφεθήκατε σ’ αυτή.
–Ναι. Διότι προσέχω ο νους μου να είναι απαλλαγμένος από κάθε τι και όταν αυτός γίνει θεοσεβής, ζητεί κάθε στιγμή να σκέφτεται το Θεό και δεν μπορείς να ζεις χωρίς το Θεό. Δε νιώθω ωραία όταν δεν προσεύχομαι στο Θεό. Ζω σαν το ψάρι έξω από το νερό όταν δεν προσεύχομαι. Γι’ αυτό τρέχω γρήγορα να μπω μέσα στο νερό της προσευχής για ν’ αναπνέω από το Θεό και όχι από τη φύση. Νοσταλγώ το Θεό κάθε στιγμή και παρακαλώ να μη με αφήσει ποτέ μόνο μου. Είναι πολύ όμορφα να προσευχόμαστε στο Θεό μ’ όλη την καρδιά μας και να γινόμαστε μια προσευχή που να αναδίδει θυμίαμα ευχαριστίας και παρακλήσεως.
III.
–Γέροντα, για πέστε μου. Για σας, τι είναι η προσευχή;
–Ο άνθρωπος χωρίς προσευχή είναι νεκρός. Η προσευχή είναι που δίνει δύναμη να είμαστε κοντά στο Θεό. Η προσευχή είναι μια ταπεινή πράξη μπροστά στο Θεό, που προσπίπτουμε στο έδαφος για να δεχθούμε το θείο έλεός Του. Αν δεν θέσουμε αυτήν ως τον κεντρικό παράγοντα της ζωής μας, θα μας παρασύρει εύκολα η αλαζονεία της γνώσεως και θα φτωχύνουμε από τη θεία χάρη.
Για μένα είναι το κέντρο της όλης πνευματικότητάς μου και μου προξενεί δέος όταν ετοιμάζομαι να προσευχηθώ στο Θεό. Προσεύχομαι για να πάρω δύναμη από τη δύναμή Του. Πρέπει να είμαστε πολύ εγκάρδιοι προς το Θεό την ώρα της προσευχής και να θεωρείται το καλύτερο έργο στη ζωή μας. Δεν υπάρχει θαυμασιώτερον γεγονός για μένα, όταν ευρίσκομαι ενώπιον του Θεού, μόνος με κλειστά τα μάτια και δέομαι μ’ όλη την καρδιά μου προς τον ελεήμονα Θεό. Ο χρόνος αυτός για μένα είναι μια συνομιλία με το Θεό και η θεία παρουσία Του είναι μια αληθινή πράξη που την αισθάνομαι με όλη την ύπαρξή μου.
Προσευχή ζέουσα που φλογίζει την καρδιά μας από το θείο πόθο και γεμίζει την ψυχή μας με την υπέροχη ειρήνη Του και παραδινόμαστε σε κόσμο που δεν έχει τέλος. Ο προσευχόμενος άνθρωπος είναι παραδομένος στο Θεό και δεν σκέπτεται τίποτα άλλο παρά μόνο το Θεό. Γι’ αυτόν το παν είναι ο ίδιος ο Θεός. Η καρδιά του έχει αποκολληθεί από τη λογική και έχει δεθεί με το Φως του Θεού. Ουδέποτε θα ανοίξει ο ουρανός του Θεού για να μας δεχθεί, εάν δε μάθουμε να προσευχόμαστε περισσότερο.
Η χλιαρότητα του χριστιανού φαίνεται από το λιγοστό χρόνο της προσευχής του. Είμαστε αξιολύπητοι χωρίς προσευχή, έστω και αν είμαστε οι ικανότεροι ρήτορες του κόσμου. Διότι μέσα στη σιωπή της προσευχής αποδίδουμε περισσότερα παρά μέσα από ένα ικανό κήρυγμα. Διότι εάν το κήρυγμα είναι νεκρό, χωρίς προσευχή, δε φθάνει στις καρδιές των ανθρώπων. Αλλά εάν έχει προηγηθεί ικανός χρόνος προσευχής πριν το κήρυγμα, θα δυναμώσει και τον ίδιον και θα αποδώσει καρπούς πνευματικούς στους άλλους.
Βλέπεις πολλοί θέλουν να ομιλούν περί Θεού, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν κατορθώσει να μιλήσουν με το Θεό. Μιλούν για το Θεό χωρίς να έχουν ζήσει την αγάπη του Θεού μέσα τους. Κηρύττουν για πνευματικότητα χωρίς να είναι φορείς του Αγίου Πνεύματος. Είναι νεκροί πνευματικά και αυτά που λέγουν είναι νεκρά και δεν φθάνουν στις καρδιές των ανθρώπων. Ποτέ να μην απομακρύνεσαι από την προσευχή, αλλά πάντοτε η προσευχή σου να είναι μέσα στην καρδιά σου ώστε να αναδίδει την ειρήνη του Θεού στους άλλους.
IV.
–Γέροντα, γιατί η προσευχή έχει τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή του χριστιανού;
–Παιδί μου, την προσευχή μην τη θεωρείς μια συνήθεια, αλλά μια δύναμη που θερμαίνει τη σχέση σου με το Θεό, για να κατορθώνει να κατέρχεται το Άγιο Πνεύμα μέσα σου και να ζωντανεύει την πίστη σου σ’ Αυτόν. Όσο περισσότερο προσευχόμεθα, τόσο περισσότερο διώχνουμε την υπερηφάνειά μας, τους σαρκικούς πειρασμούς και την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Γίνου άνθρωπος της προσευχής. Διότι μόνο αυτή είναι η πηγή φωτισμού σου, που γίνεσαι πόλος έλξεως για να δεχθείς τη γνώση του Θεού.
Μην ξεχνάς ο απόστολος Παύλος προσηύχετο νύκτα και ημέρα, ο δε προφήτης Δανιήλ παρά το φόρτο της εργασίας του τρείς φορές την ημέρα προσηύχετο. Ο προφήτης Δαβίδ πολλές φορές και ιδιαίτερα τη νύκτα. Ο δε Ιησούς Χριστός επί της γης κάθε στιγμή προσευχόταν προς τον Ουράνιο Πατέρα Του. Όλοι οι Άγιοι είχαν αφιερώσει τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους στην προσευχή, διότι έβλεπαν ότι αυτή ήταν το ισχυρότερο όπλο για την πνευματική ζωή τους. Μέσα στην προσευχή συγκεντρώνονται όλες οι αισθήσεις μας προς το Θεό και αγιάζονται με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Αγωνίσου με κάθε τρόπο να αυξήσεις το χρόνο της προσευχή σου. Και μη θεωρήσεις το χρόνο αυτό περιττό, διότι δείχνεις τη χλιαρότητά σου. Ο χρόνος προσευχής να ξεπερνά τις 4 ώρες την ημέρα. Αυτός ο χρόνος να είναι ατομικός, μέσα στο δωμάτιό σου. Να σκύβεις να δέεσαι στον Κύριό μας. Όσο αυξάνει ο χρόνος αυτός, θα νιώθεις τη θεϊκή φλόγα να σε τυλίγει ολόκληρο και θα γίνεσαι ένα φως. Θα ζεις μέσα στο Φως του Θεού. Εκείνοι που προσεύχονται αυτό το χρόνο και περισσότερο ξέρουν την αληθινή αξία της και δεν την αποχωρίζονται με τίποτα στον κόσμο. Η γλυκύτητά της είναι μια υπερκόσμια εμπειρία που σαγηνεύει το νου και την καρδιά.
V.
–Γέροντα, πώς πρέπει να προσεύχομαι;
–Το πρωί να ξυπνάς νωρίς και να προσεύχεσαι στο Θεό. Το πρώτο που να θέλεις να συναντήσεις μόλις ξυπνήσεις να είναι ο Θεός δια μέσου της προσευχής σου. Αυτός ο πόθος σου να σε ακολουθεί σε όλη τη ζωή σου, αν θέλεις να γίνεις εκλεκτός του Θεού και ευάρεστος ενώπιόν Του. Νύκτα και ημέρα να τον αναζητάς χωρίς να διστάζεις να τον επικαλείσαι. Η ψυχή σου να λαχταρά την επικοινωνία μαζί Του. Τη δροσιά της προσευχής θα τη νιώθεις με έντονο τρόπο που δε θα θέλεις να αποχωρισθείς απ’ αυτήν.
Ξέρεις, παιδί μου, ότι σήμερα οι χριστιανοί δεν αποδίδουν στο έργο τους και οι ιερείς επίσης, διότι έχουν χάσει την επαφή με την προσευχή με αποτέλεσμα να έχουν χαμηλή πνευματικότητα. Ασχολούνται με τους άλλους και ξεχνούν το Θεό και ο νους τους είναι στραμμένος στα κοσμικά Οι δε ιερείς έχουν χάσει την απλότητα και την ταπεινότητα του Ιησού Χριστού. Αν σήμερα ο κόσμος είναι μακριά από το Θεό, οφείλεται στο ότι έχουν ελαττωθεί οι άνθρωποι της προσευχής. Ο διάβολος σήμερα πλανάται ελεύθερα παντού και κάνει χιλιάδες οπαδούς, διότι οι άνθρωποι κάμνουν τα έργα του. Λείπουν πρότυπα προσευχής, και άνδρες και γυναίκες που να δίνονται στο έργο της προσευχής χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Η προσευχή είναι εκείνη που δημιουργεί την ευλάβεια στον άνθρωπο. Ο ευλαβής άνθρωπος τρέφεται από την προσευχή και αφιερώνεται σ’ αυτή με όλες τις δυνάμεις του. Διδάσκει με τη ζωή του. Εμπνέεται με την προσευχή. Ζητά να έχει το Θεό κοντά του, για να ζει τις ευλογίες Του. Δεν μπορεί να ζούμε χωρίς προσευχή, αν θέλουμε να ζούμε αληθινά χριστιανικά. Η καρδιακή προσευχή αναδεικνύει αγίους.
Σε παρακαλώ, μην τεμπελιάζεις. Να προσεύχεσαι πολύ στον Κύριό μας, διότι η προσευχή σου διδάσκει την αγάπη, την υπομονή, την πίστη, την καλοσύνη, τη σιωπή, την ευγένεια και τόσες άλλες αρετές. Βλέπεις πόσο μεγίστη είναι η προσφορά της στον άνθρωπο; Περιόρισε τις ασχολίες σου και ασκήσου στην προσευχή. Μην προβάλλεις δικαιολογίες για τον ελάχιστο χρόνο που διαθέτεις γι’ αυτή, διότι αυτό είναι εκ του πονηρού. Ο διάβολος βρίσκει χίλιους δυο τρόπους για να σε εμποδίσει να προσευχηθείς. Δείξε την αγωνιστικότητά σου στο έργο της προσευχής. Το κέρδος θα είναι μεγάλο για την πνευματικότητά σου. Γίνε άνθρωπος του Θεού με τη συνεχή προσευχή σου. Η μεταμόρφωσή σου θα έλθει πολύ γρήγορα και συγχρόνως θα βοηθήσεις πολλούς ανθρώπους με τη δική σου ζωή.
VI.
–Μα, γέροντα, μέσα στον κόσμο που ζούμε, μπορούμε να προσευχόμαστε τόσο πολύ;
–Ναι, ευλογημένο παιδί μου, μπορούμε. Όταν αγαπούμε με την καρδιά μας το Θεό, όλα γίνονται εύκολα στη ζωή μας. Πρέπει να ζούμε μέσα στον κόσμο για την προσευχή και να εργαζόμεθα για το Θεό. Να μη δίνουμε σημασία στα πράγματα του κόσμου αλλά προσευχόμενοι να νιώθουμε τη δύναμη της αγάπης του Θεού. Να αιχμαλωτιζόμαστε από την προσευχή για να λάμπουμε στην καθημερινή ζωή μας. Η πνευματική δύναμή της νικά κάθε εμπόδιο στη ζωή μας, διότι εργάζεται για τη σωτηρία μας και για εκείνους που προσευχόμαστε. Η προσευχή λειτουργεί καλύτερα όταν εργαζόμαστε αυτή με την καρδιά μας. Αγάπησε τον Ιησού με την καρδιά σου. Δώσε περισσότερη αγάπη όταν προσεύχεσαι.
Μην ξεχνάς ότι ο Θεός είναι Αγάπη, και με την αγάπη επικοινωνεί. Όσο τον αγαπάς, τόσο περισσότερο ανοίγεται η καρδιά σου σ’ Αυτόν και σε ευλογεί. Προσπάθησε να δείξεις την αγάπη σου με την καρδιά σου και όχι με τη λογική σου. Γι’ αυτό μας λέγει ο Κύριος? «Δος μου σην καρδίαν». Η καρδιά μπορεί να δακρύσει και όχι η λογική. Μην προσεύχεσαι λογικά, αλλά με καρδιακά δάκρυα, που δείχνουν την αγάπη προς τον Ιησού. Ο Ίδιος εδάκρυσε μέσα στην προσευχή Του και τα δάκρυά Του ήταν ως θρόμβοι αίματος. Προσευχή δυνατή που δεν μπορεί να φθάσει εύκολα ο προσευχόμενος άνθρωπος.
Να προσπαθείς να εισέρχεσαι μέσα στην καρδιά σου πριν ακόμη αρχίσεις να προσεύχεσαι. Να ετοιμάζεσαι με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση και ο νους σου να στρέφεται με αγάπη προς τον εσταυρωμένο Ιησού. Να ζητάς το έλεός Του ως ο ληστής. Να ταπεινώνεσαι μέσα στην προσευχή σου. Να δακρύζεις. Να καίγεται η καρδιά σου για την αγάπη του Θεού. Να συντρίβεις την καρδιά σου. Να αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου μέσα σ’ αυτή με βαθύ πνεύμα κατανύξεως. Να έχεις ζήλο πνευματικό.
Μη σηκώνεσαι από την προσευχή χωρίς να έχεις κατάνυξη. Τότε η καρδιά σου θα πλημμυρίζει από το Άγιο Πνεύμα. Μέσα στην καθαρή προσευχή να ξέρεις ο Θεός δοξάζεται και αινείται από τους αγίους αγγέλους. Η καθαρή προσευχή είναι πνευματική και όχι σαρκική. Πόσες προσευχές των ανθρώπων γίνονται από συνήθεια, χωρίς αγάπη. Τέτοιες προσευχές δεν γίνονται δεκτές από το Θεό.
VII.
–Γέροντα, για ν’ αποκτήσουμε καθαρή και ζωντανή προσευχή, τι πρέπει να κάνουμε;
–Παιδί μου, η αληθινή προσευχή χρειάζεται αυταπάρνηση. Εκείνος που επιθυμεί να προσεύχεται αληθινά, πρέπει να αρνηθεί πολλά πράγματα που τον περιβάλλουν και να γεμίζει μόνο από το Θεό. Να αρνηθεί τις κοσμικές απαιτήσεις και κάθε τι που μολύνει τη διάνοια και την ψυχή του. Η ζωντανή προσευχή αγαπά μόνο το Θεό και όλα τα άλλα τ’ αποστρέφεται. Γίνεται η αναπνοή για τον πνευματικό άνθρωπο. Το θεωρεί ζημία του να μην προσεύχεται, διότι βλέπει να καταστρέφεται η ψυχή του από την απομάκρυνσή του απ’ αυτήν. Η ψυχή αδυνατίζει από τη δύναμη του Θεού και γίνεται νωχελική στα πνευματικά έργα. Γι’ αυτό, σου λέγω, να προσεύχεσαι περισσότερο, και ακόμη περισσότερο, για να νιώθεις τη δύναμή της μέσα σου.
Να διαθέτεις περισσότερο χρόνο για απομόνωση και να σηκώνεσαι πρωί για προσευχή. Να μη βιάζεσαι στην προσευχή σου, αλλά ο χρόνος να είναι διαθέσιμος για το Θεό. Να είσαι ήρεμος όταν προσεύχεσαι και να θυσιάζεις αρκετό χρόνο από την ημέρα σου για προσεκτική προσευχή.
Να ξέρεις ότι ο άνθρωπος που προσεύχεται από μικρός και έχει καθαρό νου σε κάποια ηλικία ο Θεός τον ευλογεί πολύ και ανοίγεται ο πνευματικός κόσμος σε μεγάλη διάσταση, που δεν μπορεί να διανοηθεί η ανθρώπινη σκέψη. Ζει διαρκώς μέσα στο Θεό και δίνονται σ’ αυτόν πνευματικές εξουσίες για να σώζει ψυχές, ακόμη κι εκείνες που βρίσκονται μέσα στην κόλαση.
Η προσευχή του είναι πολύ αποτελεσματική κι έχει θεϊκή δύναμη που καταστρέφει κάθε δαιμονική ενέργεια. Γνωρίζει πολλά για την πνευματική κατάσταση πολλών ανθρώπων και ενημερώνεται για κάθε τι που τον απασχολεί. Αλλά το σπουδαιότερο, ο Θεός συνομιλεί διαρκώς μαζί του και του αναφέρει κάθε τι σχετικό με την πνευματική κατάστασή του και πού τον έχει τάξει στον ουρανό. Έχει ουράνια προστασία, που τον διδάσκει από τι να προσέχει για να βελτιώνεται και να γνωρίζει ο ίδιος την πνευματική του κατάσταση και πόσο ευαρεστείται μαζί του ο Θεός. Πνευματικός ζει σε άλλο κόσμο που δεν έχει σχέση με τον υλικό κόσμο. Η πνευματική διάστασή του ανοίγεται σε χώρους που είναι ευλογημένοι από το Θεό. Ο Θεός του δείχνει κόσμους της κολάσεως και του παραδείσου. Του δείχνει πόσο βασανίζεται ο άνθρωπος μέσα στην κόλαση και πόσο χαίρεται στον παράδεισο.
Η προσευχή του είναι καθαρή και ο Θεός θέλει να προσεύχεται περισσότερο, διότι με αυτήν σώζει πολλούς ανθρώπους. Γίνεται πολλές φορές και σύμβουλος του Θεού για ανθρώπινες αποφάσεις. Είναι ο ευάρεστος στο Θεό, διότι ο Θεός τον αγαπά πολύ και εκείνος αγαπά πολύ το Θεό. Είναι χαρισματικός άνθρωπος. Η προσευχή του γίνεται πόλος έλξεως, που τον υπηρετούν άγγελοι και αρχάγγελοι και γεύεται την ευωδία του παραδείσου και τους ουράνιους κόσμους του Θεού.
Ευλογημένο παιδί μου, μην εγκαταλείπεις την προσευχή, αλλά να τη ζητάς με όλη την καρδιά σου και την ψυχή σου. Μάθε να προσεύχεσαι καρδιακά, ώστε κάποτε να γίνεις όλος φωτιά από το Πανάγιον Πνεύμα. Έλα να προσευχηθούμε στο Θεό με την καρδιά μας και ας αφήσουμε όλη την ψυχή μας στη θεϊκή αγκαλιά Του, για να μας προστατεύσει από κάθε τι κακό και συγχρόνως να γλυκαθούμε από τη θεία παρουσία Του… Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς!

Ο Όσιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ.ο αναζωογονητής του μοναχισμού σε Ρωσία και Ρουμανία



 
Γεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος, από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων.     Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων. 
Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντα του Βασίλειο με τ΄ όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. 
Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. 
Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς.
Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθημερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. 
Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). 
Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992.Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007/πηγή
Όραμα του Οσίου Παισίου Βελιτσκόφσκυ
…  Ο π.  Αθανάσιος  µιλούσε για τον στάρετς Παίσιο Βελιτσκόφσκυ µε δέος και σεβασµό και 
διηγόταν τα ακόλουθα για να δείξει το ύψος των πνευµατικών του αναβάσεων… 

  Κάποτε καθόταν στο καλύβι του και προσευχόταν. Ξαφνικά είδε (σαν σε έκσταση, όπως συνήθως 
αποκαλύπτεται σε τέτοιους ανθρώπους) πλήθος δαιµόνων να κυκλώνουν ένα είδος θυσιαστηρίου και σε 

λίγο άλλους δαίµονες να συνοδεύουν τον σατανά  µε δαιµονική επισηµότητα. Ο σατανάς κάθισε πάνω 
στο θυσιαστήριο και δεχόταν τους δαίµονες που ερχότανε ένας –  ένας  µε τις αναφορές τους και
απαντούσαν στις ερωτήσεις του. 
    -Εσύ που ήσουν; Ρώτησε ο σατανάς τον πρώτο δαίµονα. Ήµουν στο καλύβι ενός  µοναχού, που 
ζει στην ησυχία έξω από το  µοναστήρι, µα δεν  µπορούσα να τον πλησιάσω, γιατί όσες φορές δοκίµασα 

εκείνος έπεφτε κατά γης, φυσικά έκανε µετάνοιες και προσευχές, και ήταν καλυµµένος ολόκληρος µε µια 
φωτιά που  µε έκαιγε,  και για αυτό  µου ήταν τελείως αδύνατο να φτάσω κοντά του. Ο σατανάς τότε 
διέταξε να τον δείρουν όπως και τους άλλους που δεν τα κατάφεραν στις δαιµονικές επιδιώξεις τους. Κι 
ήταν όλοι αυτοί 5-6 δαίµονες. Μετά ο σατανάς άρχισε να γρυλίζει και να λέει: 
Ω!  π ό σ ο  µε ε ν ο χ λ ο ύ ν  α υ τ ά  τ α  π α λ ι ό χ α ρ τ α! !   (εννοούσε τα πατερικά βιβλία σε µεταφράσεις 
του π. Παϊσίου). Θάρθει καιρός όµως που όλα θα υποταχθούν στην θέληση  µου,  και αυτά τα βιβλία θα 
εξαφανιστούν. Και η εποχή αυτή, πρόσθεσε ο γέρων Αθανάσιος ήρθε. 
Η περίφηµη βιβλιοθήκη της  µονής Νεάμτς κατακάηκε και τα λίγα βιβλία για την νοερή προσευχή 
που γλύτωσαν από την καταστροφή έχουν  µείνει στ`  αζήτητα,  κανείς πια δεν ενδιαφέρεται γι`  αυτά...      

Ο γέροντας Αθανάσιος συνέχισε: Πρέπει να διαβάζουμε διαρκώς Π Α Τ Ε Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Α. Όλοι οι 
άγιοι πατέρες διάβαζαν πολύ,  διάβαζαν ως ότου να λάβουν το χάρισµα της προσευχής. Τον 

Οκτώβριο του 1873  ο Αθανάσιος αρρώστησε και στις 23  του  µηνός πέθανε και κηδεύτηκε στο κοινό 
κοιµητήριο.  
Πηγή-Οσιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ-Εκδ.Πέτρου Μπότση

Εν συνεχεία παραθέτουμε μερικά χωρία από το πνευματικότατο έργο του Οσίου Παϊσίου «Κρίνα του Αγρού»αναφερόμενα στην ευχή του Ιησού.



α. Νὰ εἶσαι σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, διότι ᾿Εκεῖνος θὰ σὲ καθοδηγήση στὸ κάθε τι καὶ θὰ σοῦ ἀποκαλύψη, διὰ τοῦ ῾Αγίου  Πνεύματος, ὅλα τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια μυστήρια.
β. ῾Ο νοῦς μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀπόλυταπροσηλωμένος στὸν Θεό, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές:τὴν ἀγάπη σὲ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους,τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
γ. ῾Η ἀγάπη ἐξορίζει τὴν ὀργή, ἡ ἐγκράτεια ἐξασθενίζει τὴν σαρκικὴἐπιθυμία καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχὴ διώκει ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς λογισμούς, φυγαδεύουσα ταυτόχρονα τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι.
δ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶνἀνθρώπων· μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντοματὴν ζωὴ τῶν ᾿Αγγέλων.
ε. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ σκοτεινὰ πάθη·ἀπόκτησε αὐτήν, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνης θὰ ἀποκτήσης ψυχὴ ἀγγελική.
ϛ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀγαλλίασις. Εἶναι πολύτιμη σὰν ξίφος. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲν δύναται νὰ ἀναχαιτίσητόσο ἀποτελεσματικὰ τοὺς δαίμονας· κατακαίει αὐτούς, ὅπως ἡ φωτιὰτὰ βάτα.
ζ. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀναφλέγει ὁλόκληρο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ φέρνει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· ἔτσι, ἀπὸ τὴν[πνευματικὴ] ἡδονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα, ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφορεῖ γιὰτὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ θεωρεῖ κάθε τι γήϊνο σὰν χῶμα καὶ στάκτη.
η. ῞Οποιος μὲ πόθο καὶ χωρὶς διακοπή, σὰν τὴν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη του, ἐπαναλαμβάνει τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοΚύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», σύντομα θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ῾Οποία «μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσει» (πρβλ. ᾿Ιω.ιδʹ 23).
θ. Τότε ἡ  Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ θὰ καταβροχθίζη τὴν  καρδιὰ  καὶ  ἡκαρδιὰ τὴν Εὐχή· τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας νύκτα καὶ ἡμέρα τὴνεὐλογημένη αὐτὴν ἐργασία, θὰ λυτρωθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τοῦἐχθροῦ.
ι. Εἴτε στέκεσαι εἴτε κάθεσαι εἴτε τρῶς εἴτε ταξιδεύεις εἴτε κάνειςὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐπαναλάμβανε ἐπίμονα τὴν  Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ,ἀσκώντας ἰσχυρὴ βία στὸν ἑαυτό σου, διότι αὐτὴ πλήττει τοὺςἀοράτους ἐχθροὺς σὰν ἕνας πολεμιστὴς μὲ φονικὴ λόγχη.
ια. Χάραξε τὴν  Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ  στὸν  νοῦ σου καὶ λέγε αὐτὴνμυστικά, χωρὶς δισταγμὸ ἢ συστολή, ἀκόμη καὶ στοὺς χώρους τῆςσωματικῆς ἀνάγκης!
ιβ. ῞Οταν ἡ γλῶσσα καὶ τὰ χείλη σου κουραστοῦν, προσευχήσουμόνο μὲ τὸν  νοῦ·  ὅταν πάλι ὁ  νοῦς κουραστῆ ἀπὸ τὴν ἐπίμονηαὐτοσυγκέντρωσι καὶ ἡ καρδιὰ πονέση, τότε κάνε μία διακοπὴ καὶπιάσε τὴν ψαλμωδία.
ιγ. ᾿Απὸ τὴν προσευχή, ποὺ ἀσκεῖται γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ τὴνγλῶσσα, γεννιέται ἡ προσευχὴ τοῦ νοῦ, ἡ νοερὰ προσευχή· καὶ ἀπὸτὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ γεννιέται ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ καρδιακὴπροσευχή.
–ιδ. Νὰ μὴ λέγης τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ δυνατὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὴν ἀκοῦς· καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰμὴ στρέφης τὴν σκέψι σου ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὲ κοσμικὰ καὶ μάταιαπράγματα, ἀλλὰ νὰ μένης, πολεμώντας τὴν ραθυμία, στὴν μνήμητῆς Εὐχῆς καὶ μόνο. 
ιε. ῾Η προσευχὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσαστὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀφοσιώνουμετὸν  νοῦ μας σὲ αὐτήν. ῞Οπου στέκεται τὸ σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νὰεὑρίσκεται μαζί του καὶ ὁ νοῦς, μὴν ἔχοντας κανένα λογισμὸ ἐκτὸςἀπὸ τὰ λόγια τῆς Εὐχῆς.
ιϛ. Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες λέγουν, ὅτι ἂν κανεὶς προσεύχεται μὲ τὰχείλη, ὁ νοῦς του ὅμως εἶναι ἀπρόσεκτος, κοπιάζει μάταια, ἐπειδὴ ὁΘεὸς προσέχει τὸν νοῦ καὶ ὄχι τὰ πολλὰ λόγια· ἡ νοερὰ προσευχὴδὲν ἀνέχεται νὰ ἔχη ὁ νοῦς καμμία φαντασία ἢ ἀκάθαρτη σκέψι.
ιζ. ῍Αν δὲν ἐθισθῆ κανεὶς στὴν νοερὰ  Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, δὲν θὰδυνηθῆ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
ιη. ῍Αν ἡ Εὐχὴ τοῦ γίνη συνήθεια καὶ περάση μέσα στὴν καρδιάτου, θὰ ξεχύνεται ἀπὸ αὐτὴν ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ μίαπηγή.
ιθ. ῞Ο,τι καὶ ἂν κάνη τότε ὁ ἄνθρωπος, ὅλες τὶς ὧρες καὶ σὲὅλους τοὺς τόπους, εἴτε εἶναι ξύπνιος εἴτε κοιμᾶται, θὰ κινῆται αὐθόρ-μητα στὴν ἐπανάληψι τῆς Εὐχῆς· ναί, ἀκόμη καὶ ὅταν νυστάζη ἢ τὸνπαίρνη ὁ ὕπνος, ἀκόμη καὶ τότε ἡ Εὐχὴ θὰ τὸν ξυπνάη, ἀναβλύζουσαἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν καρδιά  του.
κ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅτανδὲν ἐγκαταλείπεται ποτέ, διότι ἂν καὶ τὰ χείλη κουράζωνται καὶ τὸσῶμα ναρκώνεται, τὸ πνεῦμα ὅμως δὲν κοιμᾶται ποτέ.
κα. ῞Οταν ἐκτελῆ κανεὶς μὲ προσήλωσι κάποια ἀναγκαία ἐργασία ή ὅταν λογισμοὶ εἰσορμοῦν στὸν  νοῦ του ἢ ὅταν ὁ ὕπνος τὸνκαταβάλλη, τότε πρέπει νὰ προσεύχεται ζωηρὰ μὲ τὰ χείλη καὶ τὴνγλῶσσα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ ἀκούη τὴν φωνή· ὅταν πάλι ὁ νοῦςεἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος ἀπὸ λογισμούς, τότε ὁ ἄνθρωπος ἂςπροσεύχεται μόνο νοερά.
κβ. Αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ συντομώτερα στὴν σωτηρία, ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἄλλος μὲ τοὺς ψαλμούς, τοὺς ἀσματικοὺς κανόνεςκαὶ τὶς συνήθεις προσευχές, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐγγράμματοι.
κγ. ῞Οσον διαφέρει ὁ ὥριμος ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα παιδί, ἄλλο τόσο καὶ ἡ νοερὰ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ποὺ ἔχεισυνταχθῆ τεχνητά.κδ. ῾Η προσευχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι γιὰ τοὺς προχωρη-μένους.  ῾Η ψαλμωδία, δηλαδὴ ἡ συνήθης ἐκκλησιαστικὴ μελωδία,εἶναι γιὰ τοὺς μεσαίους. ῾Η ὑπακοὴ καὶ ὁ κόπος εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους.

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστής Πατέρας




Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) υπήρξε μιά μεγάλη μορφή τού μοναχισμού πού έζησε μερικά χρόνια στό Άγιον Όρος καί εκφράσθηκε στίς σλαβικές χώρες, καί κυρίως στήν Ουκρανία, τήν Μολδαβία καί τήν Βλαχία, αλλά επεκτάθηκε σέ όλο τόν χώρο τών Βαλκανίων, τής Ρωσίας καί σέ άλλες περιοχές.
Πρόκειται γιά μιά εκπληκτική προφητική φυσιογνωμία στόν χώρο τού μοναχισμού τόν 18ο αιώνα πού επανέφερε τόν μοναχισμό τών Βαλκανίων καί τής Ρωσίας στίς πατερικές αρχαίες πηγές του, αφού ο μοναχισμός είχε αλλοιωθή από τίς μεταρρυθμίσεις πού έγιναν επί Μεγάλου Πέτρου, όταν εισέρρευσε στήν Ρωσία τό δυτικό, διαφωτιστικό καί ρομαντικό πνεύμα τής Δύσεως.
Από τίς μελέτες μου εγνώριζα γενικά γιά τήν δράση καί τήν διδασκαλία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, καί κυρίως ότι έζησε γιά ένα χρονικό διάστημα στό Άγιον Όρος, καί ότι μετέφρασε στά ρωσοσλαβονικά κείμενα τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας πού κάνουν λόγο γιά τήν ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, γιά τήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού καί τήν θέωση, δηλαδή κείμενα πού απαρτίζουν τήν γνωστή «Φιλοκαλία».
Δέν αρκέσθηκε, όμως, στό νά ανακαλύψη καί νά μεταφράση αυτά τά σημαντικά κείμενα, αλλά έκανε καί πρακτική εφαρμογή τους, μέ αποτέλεσμα νά προσελκύση πολλούς μοναχούς πού επιθυμούσαν νά ζήσουν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση καί στούς οποίους καί τήν δίδαξε γενόμενος πνευματικός τους διδάσκαλος στήν ησυχαστική ζωή.

Ο Ομότιμος Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, πού δίδαξε γιά χρόνια τήν ιστορία τών Σλαβικών καί λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως μέ τήν ησυχαστική παράδοση στά Βαλκάνια καί τήν Ρωσία, αφού η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα Επιδράσεις τού ησυχασμού εις τήν εκκλησιαστικήν πολιτικήν εν Ρωσία, καί ακόμη ασχολήθηκε μέ τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, αφού η διατριβή του επί υφηγεσία είχε τίτλο Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική Σχολή του. Αυτές καί άλλες μελέτες του απεκάλυψαν τήν ζωή καί τό έργο τού μεγάλου αυτού Ουκρανού ασκητού.
Τελευταία (2009) όμως, ο ίδιος Καθηγητής κυκλοφόρησε τό βιβλίο μέ τίτλο Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, έκδοση τού Uniνersity Studio Press. Τό βιβλίο αυτό είχε ήδη δημοσιευθή σέ άλλες γλώσσες, μέ τήν αυτοβιογραφία καί τήν βιογραφία τού μεγάλου αυτού Ουκρανού ησυχαστού μοναχού καί μέ τήν έκδοση αυτή μεταφράσθηκε καί στήν ελληνική γλώσσα.

Συγκεκριμένα τό βιβλίο αυτό, τό οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό, διαιρείται σέ τρία κεφάλαια. Στό πρώτο παρατίθεται η αυτοβιογραφία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι πού τελειώνει μέχρι τήν εποχή εκείνη πού μετέβη στό Άγιον Όρος. Στό δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνεται η βιογραφία τού οσίου Παϊσίου πού γράφηκε από τόν μαθητή του ιερομόναχο Μητροφάνη, από τό σημείο εκείνο πού διακόπτεται η αυτοβιογραφία μέχρι τήν κοίμηση τού μεγάλου αυτού ησυχαστού Πατρός. Καί στό τρίτο κεφάλαιο δημοσιεύεται η αφήγηση τού ιδίου τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι στόν ηγούμενο Θεοδόσιο τού ερημητηρίου τού Αγίου Σωφρονίου στήν Ρωσία γιά τήν ανακάλυψη στό Άγιον Όρος τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων καί τήν μετάφρασή τους στήν ρωσοσλαβονική γλώσσα.

Στήν εισαγωγή, πού προηγείται τού όλου έργου, ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, μέ επιστημονική ακρίβεια καί ιδιαίτερη γνώση, κάνει εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στά κείμενα πού ακολουθούν, καί κυρίως στήν αυτοβιογραφία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι τήν οποία ανακάλυψε στήν Ιερά Μονή Σέκου η αείμνηστη Βαλεντίνα Πελίν καί μετέφρασε ο Καθηγητής. Επίσης, σημαντικές παρατηρήσεις, πού διευκολύνουν τόν αναγνώστη, καταγράφονται στίς υποσημειώσεις πού παρατίθενται στά κείμενα. Η καταγραφή τής βιβλιογραφίας στό τέλος τού βιβλίου δείχνει τήν μεγάλη προσφορά τού οσίου Παϊσίου.

Πρόκειται γιά ένα έργο πολύ σημαντικό καί πρέπει νά διαβασθή από όλους όσοι ενδιαφέρονται γιά τά θέματα αυτά, γιατί συνδέεται μέ τήν αναγέννηση τού μοναχισμού στήν Μολδαβία, τήν Ρουμανία, τήν Ρωσία, αλλά καί στήν ευρύτερη περιοχή. Είναι δέ γνωστόν ότι η μετάφραση τών σημαντικών αυτών νηπτικών κειμένων στήν ρωσοσλαβωνική γλώσσα, πού έγινε από τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί από εκεί στήν Βλαχική-Ρουμανική γλώσσα, βοήθησε πολλούς μοναχούς πού έζησαν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση, μάλιστα δέ αυτήν τήν Φιλοκαλία είχε υπ’ όψη του ο προσκυνητής στό περίφημο βιβλίο Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού.

Στήν συνέχεια θά εντοπισθούν πέντε σημεία από τήν ζωή τού μεγάλου αυτού Ουκρανού νηπτικού καί ησυχαστού αγίου τής Εκκλησίας.

1. Η πορεία του πρός τόν μοναχισμό

Τό βαπτιστικό όνομά του ήταν Πέτρος καί γεννήθηκε στήν Πολτάβα τής Ουκρανίας, τής Μικράς Ρωσίας, όπως λεγόταν η Ουκρανία, τό έτος 1722. Έμεινε ορφανός από πατέρα σέ ηλικία 4 ετών. Στήν ηλικία τών δέκα χρόνων διάβαζε τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, τό βιβλίο Μαργαρίτης τού ιερού Χρυσοστόμου, τόν όσιο Εφραίμ τόν Σύρο, τόν αββά Δωρόθεο καί άλλα βιβλία. Μέ τήν ανάγνωση αυτή γεννήθηκε μέσα του η αγάπη γιά τόν μοναχισμό.

Όταν σπούδαζε στό Κίεβο έδειχνε περισσότερο ζήλο γιά τά πνευματικά ζητήματα, παρά γιά τά σχολαστικά μαθήματα πού διδάσκονταν τότε στήν Εκκλησιαστική Σχολή. Ο ίδιος περιγράφει έναν χαρακτηριστικό διάλογο μέ τόν Σχολάρχη του πού δείχνει τόν πρώϊμο ζήλο του γιά τήν πατερική ησυχαστική Παράδοση. Επισκεπτόταν τήν σπηλαιώτικη Λαύρα τού Κιέβου καί εμπνεόμενος από τήν μοναχική ζωή καί από τήν άσκηση τών μοναχών αναπτυσσόταν μέσα του η αγάπη γιά τόν μοναχισμό καί μάλιστα γιά τήν ερημική ζωή, μέ τήν πλήρη ξενιτεία.

Διαβάζοντας κανείς τήν αφήγησή του παρατηρεί τόν μεγάλο ζήλο του γιά τόν ησυχαστικό μοναχισμό πού αναπτύχθηκε στήν εφηβική του ηλικία. Υπάρχουν μερικές φράσεις πού ο ίδιος χρησιμοποιεί στήν αυτοβιογραφία του καί δείχνουν τήν αγάπη του γιά τόν μοναχισμό καί μάλιστα τόν ησυχαστικό μοναχισμό πού κυρίευσε τήν ψυχή του. Διηγείται ο ίδιος:

«Η αγάπη γιά τόν μοναχισμό υπερίσχυε στήν ψυχή μου, καί δέν μέ έσπρωχνε πιά στό νά φοιτώ στά μαθήματα, παρά μέ εξωθούσε στό νά απαρνηθώ τόν κόσμο καί όσο τό δυνατό γρηγορότερα νά γίνω μοναχός». «Ερχόμουν τά βράδια, καί μή γνωρίζοντας εκεί κανέναν καθώς ήμουν ξένος, περνούσα τή νύχτα είτε κάπου στήν πλησιέστερη σπηλιά κοντά στήν εκκλησία, είτε στό μεγάλο μοναστήρι κοντά στό μεγάλο καμπαναριό, όπου έμενα ώσπου νά σημάνει γιά τόν Κανόνα». «Μακάριζα τήν τρισμακάριστη ησυχία». «Τόσο έκαιγε στήν ψυχή μου η επιθυμία γιά ένα πράγμα πού ήταν ακατόρθωτο, ώστε, άν ήταν δυνατόν, δέν θά ήθελα μέ κανέναν τρόπο νά φύγω από εκείνα τά ιερά σπήλαια, παρά, παραμένοντας εκεί, νά τελειώσω μέσα σ’ αυτά τή ζωή μου. Βλέποντας όμως ότι αυτό ήταν αδύνατο, έφευγα από τά ιερά εκείνα σπήλαια μέ θλίψη καί στεναγμό».

Μέ συμμαθητές του στήν Σχολή πού είχαν τόν ίδιο πόθο υποσχέθηκαν: «Νά ξενιτευθούμε από τήν πατρίδα μας σέ κάποιον έρημο καί ήσυχο τόπο, καί αφού βρούμε γιά τίς ψυχές μας κάποιον έμπειρο οδηγό, νά παραδοθούμε στήν υπακοή του καί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή νά λάβουμε από αυτόν τή μοναχική κουρά». Αποφάσισαν νά ζήσουν «έως τήν τελευταία μας (τους) πνοή μέσα στή μοναχική πτωχεία», «μέσα στήν κακοπάθεια».

Αναζητούσε ασκητές, ερημίτες Πατέρες καί ωφελείτο από τήν παρουσία τους καί τά λόγια τους. «Εγώ, στέκοντας εκεί κοντά, άκουα ψυχωφελείς λόγους καί μού φαινόταν ότι ήταν ρήματα ζωής αιωνίου».

Γιά τήν ικανοποίηση τού μεγάλου του πόθου νά μονάση μέσα σέ ξενιτεία, ησυχία καί κακοπάθεια εγκατέλειψε τίς σπουδές του στό Κίεβο, καθώς επίσης αποχωρίσθηκε τήν μητέρα του, μέσα σέ μιά συγκινητικότατη καί συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Είναι εκπληκτικός αφ’ ενός μέν ο ζήλος του γιά τήν μοναχική ζωή, αφ’ ετέρου δέ η ισχυρή του θέληση γιά τήν εκπλήρωση τού πόθου του.

Εκπλήσσεται κανείς διαβάζοντας τίς ταλαιπωρίες του γιά τήν αναζήτηση ενός κατάλληλου τόπου, τήν επίσκεψή του σέ διάφορα μοναστικά κέντρα καί τήν συνάντησή του μέ ερημίτες στούς οποίους ήθελε νά κάνη υπακοή γιά τήν σωτηρία του, χαρακτηριστική δέ περίπτωση είναι ο ερημίτης Ησύχιος. Πέρασε ποτάμια, δάση, σύνορα, μέ πολλές δυσκολίες, μέ αφάνταστες καί απερίγραπτες ταλαιπωρίες.

Όταν κατατάγηκε σ’ ένα Μοναστήρι, ως δόκιμος μοναχός, ο Ηγούμενος τού πρότεινε νά φορέση, άν θέλη, μερικά ρούχα μοναστηριακά. Διηγείται ο ίδιος: «Εγώ τού έβαλα μετάνοια καί παίρνοντας τήν ευλογία του πήγα στό κελλί μου, έβγαλα τά κοσμικά μου ρούχα καί μέ τέτοια χαρά ντύθηκα αυτά πού μού έδωσε ο ηγούμενος, πού τά φίλησα πολλές φορές σάν νά ήταν κάτι τό ιερό. Καί τά φορούσα συνέχεια, ώσπου έλιωσαν επάνω μου, καί ευχαριστούσα τόν Θεό, πού αντί γιά τά κοσμικά ρούχα πού φορούσα έως τώρα, αξιώθηκα αυτά πού έπρεπε, τά μοναστηριακά».

Στήν αναζήτηση κατάλληλου τόπου έφθασε στήν Ιερά Μονή τού Αγίου Νικολάου πού βρίσκεται στόν ποταμό Τιασμίνα καί ονομάζεται Μεντβέντοβσκι, όπου καί έλαβε τό μικρό μοναχικό σχήμα καί ονομάσθηκε Πλάτων. Ο διωγμός, όμως, πού ξέσπασε εναντίον τής Μονής, αφού οι αξιωματούχοι τής περιοχής τούς πίεζαν νά προσχωρήσουν στήν Ουνία, τόν εξανάγκασε νά επιστρέψη στήν Σπηλαιώτικη Λαύρα τού Κιέβου.

Ευρισκόμενος εκεί ωφελήθηκε ψυχικά από τήν παρουσία μεγάλων ασκητών Πατέρων, πού διακρίνονταν γιά τήν άσκησή τους καί τίς αρετές τους. Ο ίδιος δηγείται γιά κάποιον μοναχό: «Καί από μόνη τή θέα του η ταλαίπωρη ψυχή μου δεχόταν ωφέλεια». Αναφερόμενος σέ μεγάλους ασκητές διηγείται: «Αυτά βλέποντας καί σκεπτόμενος φλέχθηκα ολόκληρος από αγάπη γιά τόν άγιο αυτόν τόπο καί απ’ όλη τήν ψυχή μου ευχαρίστησα τόν Θεό, γιατί μέ αξίωσε καί εμένα τόν ανάξιο νά βρεθώ σέ τέτοια άγια Λαύρα».

Οι ασκητές, όμως, αυτοί δέν δέχονταν συνήθως νά καθοδηγήσουν άλλους, ενώ εκείνος αναζητούσε πνευματικό καθοδηγό γιά τήν πνευματική του ζωή. Γι’ αυτό αναζήτησε αυτόν τόν πνευματικό καθοδηγό στήν Μολδαβία, περνώντας διάφορα μέρη μέσα στό χιόνι πού έφθανε μέχρι τό γόνατο, αντιμετωπίζοντας απροσδόκητες δυσκολίες όταν περνούσε τά σύνορα μέ άλλους συνοδοιπόρους του. Στήν πορεία του αυτή συνάντησε πολλούς καλούς ασκητές πού ζούσαν μέ βαθειά καί μεγάλη άσκηση. Γράφει κάπου: «Μαζεύονταν οι αδελφοί μέ τόν γέροντα στόν ίδιο τόπο καί συζητούσαν έως τά μεσάνυχτα. Μαζί μ’ αυτούς καθόμουν καί εγώ ο έσχατος καί, ακούοντας προσεκτικά τά λεγόμενα, χαιρόμουν χαρά ανείπωτη καί δόξαζα τόν Θεό μέ δάκρυα, διότι μέ αξίωσε στή νεότητά μου νά ακούσω από τό στόμα τέτοιου πνευματικού ανθρώπου παρόμοια λόγια γεμάτα από πολλή ωφέλεια, πού γιά όλη μου τή ζωή μού ήταν οδηγός».

Στήν σκήτη Κίρνουλ συνάντησε ασκητές, ερημίτες πατέρες πού ζούσαν τήν ησυχαστική παράδοση. Εκεί διδάχθηκε ο όσιος Παΐσιος «τί είναι εργασία καί θεωρία καί αληθινή νοερά ησυχία. Εκεί, όχι μόνο έμαθε τήν νήψη καί προσοχή πού τελείται στήν καρδιά διά τού νοός καί τή νοερά προσευχή, αλλά καί απήλαυσε στήν καρδιά τή θεία ενέργεια πού κινείται από αυτήν».

Η θεία, όμως, Πρόνοια ήθελε τόν όσιο Παΐσιο στό Άγιον Όρος «ώστε νά επαυξήσει τόν θησαυρό καί νά δώσει αφθόνως σέ όλους πού ζητούν από αυτόν ωφέλεια από τήν πνευματική διδασκαλία». Αναζητούσε εκεί «κάποιον πεπειραμένο πνευματικό πατέρα, πού θά ζούσε στήν ησυχία, γιά νά παραδοθεί στήν υπακοή του μέ τό σώμα καί τήν ψυχή, καί γιά νά μάθει από αυτόν τόν τρόπο τής πνευματικής ζωής».

Έφθασε στήν Μεγίστη Λαύρα, εόρτασε μέ τούς Πατέρες τήν πανήγυρη τού οσίου Αθανασίου καί από εκεί πήγε στήν Σκήτη τής Μονής Παντοκράτορος. Εγκαταστάθηκε σέ μιά καλύβη καί αναζητούσε τόν κατάλληλο πνευματικό οδηγό. Ζούσε μέ μεγάλη άσκηση, μετάνοιες, εγκράτεια, απόλυτη ακτημοσύνη, πτωχεία, σκληραγωγία, ακόμη καί στό κρεβάτι, συντριβή τής καρδιάς, αδιάλειπτη προσευχή, αγάπη στόν Θεό καί τόν πλησίον, μνήμη θανάτου, ψαλμωδία, ανάγνωση τών Αγίων Γραφών, αλλά καί συνεχή δάκρυα, γιατί δέν βρήκε ησυχαστή Πνευματικό Πατέρα γιά νά τού κάνη υπακοή. Μέ τόν τρόπο αυτής τής ασκήσεως «ανερχόταν από μιά δύναμη πνευματική σέ άλλη, πραγματοποιώντας στήν καρδιά του ανάβαση. Φλεγόμενος έτσι από θείο ζήλο γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια».

Τήν εποχή αυτή έλαβε τό μέγα αγγελικό σχήμα περί τό έτος 1750. Ήταν τότε σέ ηλικία 28 ετών καί μετονομάσθηκε από Πλάτων σέ Παΐσιο. Καί αφού δέν είχε κατάλληλο πνευματικό οδηγό, ακολουθούσε τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας πού διάβαζε στά συγγράμματά τους.

Έτσι, ο ζήλος του γιά τήν μοναχική ζωή, πού αναπτύχθηκε από τήν μικρή του ηλικία, ικανοποιήθηκε μέ τήν δωρεά τού μεγάλου μοναχικού σχήματος, καί τήν αγάπη του γιά τήν ιερά ησυχία καί τήν μοναχική ζωή.

2. Η αναζήτηση τών συγγραμμάτων τών ησυχαστών Πατέρων καί η μετάφρασή τους

Ο όσιος Παΐσιος, μέ τήν φώτιση τού Θεού, κατάλαβε τήν μεγάλη αξία τής Αγίας Γραφής καί τών νηπτικών καί ησυχαστικών συγγραμμάτων τών αγίων Πατέρων τά οποία μελετούσε από μικρό παιδί καί διαβάζοντας αυτά τά κείμενα αυξανόταν ο ζήλος του γιά νά αποκτήση τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.

Ήδη ως δόκιμος μοναχός στήν Μονή τού Λιούμπετς κάποιος μοναχός τού έδωσε νά διαβάση τό βιβλίο Κλίμαξ τού Ιωάννου τού Σιναΐτου, πράγμα πού τόν γέμισε μεγάλη χαρά. Γιά νά μπορέση νά τό έχη πάντα μαζί του τό αντέγραφε όλη τήν νύκτα, χρησιμοποιώντας έναν δαυλό, πού γέμιζε τό κελλί του μέ καπνό.

Ο ίδιος ο όσιος Παΐσιος διηγείται ότι απέκτησε αυτήν τήν αγάπη στά Πατερικά βιβλία, γιατί λόγω ελλείψεως κατάλληλου πνευματικού οδηγού ήθελε καί γιά τόν εαυτό του, αλλά καί γιά τούς μοναχούς πού μέ τήν πάροδο τού χρόνου ανελάμβανε, νά μήν αποκλίνη «από τό ορθό φρόνημα τής Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Έτσι, άρχισε νά αποκτά διάφορα Πατερικά βιβλία στήν «σλαβική» γλώσσα, «τά οποία διδάσκουν περί υπακοής καί προσοχής, νήψεως καί προσευχής», περιορίζοντας τήν τροφή καί υπομένοντας τήν φτώχια. Διαβάζοντας τά ήδη μεταφρασμένα βιβλία στήν σλαβονική γλώσσα διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη καί γι’ αυτό δέν μπορούσε νά βγάλη καθαρό νόημα. Στήν αρχή προσπάθησε νά τά διορθώση, χρησιμοποιώντας άλλα σλαβικά μεταφρασμένα βιβλία, αλλά καί αυτό τό έργο τό βρήκε πολύ δύσκολο καί ακατόρθωτο.

Όταν, όμως, ύστερα από τήν «πολυετή παραμονή» του στόν Άγιον Όρος «έμαθε σέ κάποιο βαθμό τήν ελληνική γλώσσα», αναζητούσε νά βρή τά νηπτικά βιβλία γραμμένα στό πρωτότυπο, ώστε από αυτά νά διορθώση τά σλαβονικά βιβλία. Διαπίστωσε ότι καί αυτό τό έργο ήταν δύσκολο καί αδύνατο. Επισκεπτόταν τίς Σκήτες τού Αγίου Όρους, όπως τής Αγίας Άννης, τού Αγίου Δημητρίου τής Μονής Βατοπεδίου, τίς Σκήτες καί τά Μοναστήρια τού Αγίου Όρους, αλλά καί τούς πεπειραμένους Γέροντες γιά νά βρή βιβλία πού αναφέρονται στήν ησυχαστική καί νηπτική ζωή, όπως τού αγίου Φιλοθέου τού Σιναΐτου, τού Ησυχίου τού Πρεσβυτέρου, αλλά κανείς δέν γνώριζε τήν ύπαρξή τους. Αυτό τόν στενοχωρούσε υπερβολικά.

Αφηγείται τήν μεγάλη χαρά πού δοκίμασε, όταν σέ μιά οδοιπορία του από τήν Μονή τής Μεγίστης Λαύρας πρός τήν Σκήτη τής Αγίας Άννης, πέρασε από τήν Σκήτη τού Αγίου Βασιλείου καί συνάντησε έναν μοναχό πού αντέγραφε τά βιβλία τού οσίου Πέτρου τού Δαμασκηνού, τού Αντωνίου τού Μεγάλου, τού αγίου Γρηγορίου τού Σιναΐτου, τού αγίου Φιλοθέου, τού αγίου Ησυχίου, τού αγίου Διαδόχου, τού αγίου Θαλασσίου, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού αγίου Νικηφόρου τού Μοναχού, τό βιβλίο τού αγίου Ησαΐα κλπ. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις καί έξοδα απέκτησε πολλά τέτοια νηπτικά κείμενα, καί επανήλθε στήν Μολδαβία γιά νά οικονομήση τήν μεγάλη Αδελφότητα, πού εν τώ μεταξύ είχε δημιουργηθή, οπότε καί επιδόθηκε στήν μετάφραση τών νηπτικών αυτών κειμένων.

Στήν αρχή προσπάθησε νά διορθώση τά ήδη μεταφρασμένα κείμενα στήν σλαβονική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τά πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Επειδή καί τό έργο αυτό ήταν δύσκολο, διότι δέν είχαν μεταφρασθή καλά, άρχισε νά τά μεταφράζη από τήν αρχή. Ο όσιος Παΐσιος μετέφραζε τά κείμενα από τήν ελληνική στήν Ρωσοσλαβονική γλώσσα, αυτή πού είχε επικρατήσει τόν 17ο αιώνα στά βιβλία πού είχαν εκδοθή στήν Ρωσία.

Ο ίδιος ομολογεί: «Τό έργο αυτό ήταν υπεράνω τών δυνάμεών μου». Ο βιογράφος καί μαθητής του Μητροφάνης λέγει ότι ο όσιος Παΐσιος μετέφρασε από τήν «ελληνογραικική» γλώσσα στήν δική μας τήν «σλαβονική» καί από αυτήν οι «βλαχόφωνοι αδελφοί μετέφραζαν στή γλώσσα τους». Όλη τήν ημέρα ησχολείτο μέ τά ζητήματα πού απασχολούσαν τήν Μονή καί τήν νύκτα μετέφραζε «υπερβάλλοντας σέ εργασία τά όρια τής φύσης», ακόμη καί ενώ πονούσε όλο τό σώμα του, καί «ήταν ανάπηρος, υποφέροντας πολύ από πληγές».

Ο βιογράφος του μάς δίνει καί τήν πληροφορία πώς έγραφε τήν νύχτα ο όσιος Παΐσιος: «Στό κρεβάτι πού αναπαυόταν ήταν περιτριγυρισμένος από βιβλία: πόσα λεξικά, Βίβλος ελληνική, βίβλος σλαβονική, Γραμματική ελληνική καί σλαβονική, τό βιβλίο πού μετέφραζε, στή μέση δέ ένα αναμμένο κερί. Καθισμένος σάν ένα μικρό παιδί καί σκύβοντας, είτε ξαπλωμένος, έγραφε όλη τή νύχτα, ξεχνώντας καί αρρώστια καί κόπο, μή μπορώντας νά δώσει απάντηση ούτε καί νά ακούσει άν τού μιλούσαν ή συνέβαινε κάτι έξω από τό κελλί του».

Έκανε τίς μεταφράσεις τών νηπτικών αυτών βιβλίων, αυτών πού είναι εντεταγμένα μέσα στό βιβλίο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών μέ πολύ ζήλο, γιατί αφ’ ενός μέν σέ αυτά βρήκε τήν σοφία τών Πατέρων καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο κανείς μπορεί νά φθάση στήν ένωση καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, αφ’ ετέρου δέ γιά νά τά δώση στούς υποτακτικούς του προκειμένου νά γίνουν τροφή σέ αυτούς πού θέλουν νά μυηθούν στήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων.

Έτσι, ο όσιος Παΐσιος συνετέλεσε όσον ολίγοι στήν ανανέωση τού ησυχαστικού μοναχισμού στήν Ουκρανία, τήν Μολδαβία, τήν Βλαχία (Ρουμανία), τήν Ρωσία καί σέ άλλες χώρες.

3. Πνευματικός καθοδηγός εκατοντάδων καί χιλιάδων μοναχών

Επειδή ο όσιος Παΐσιος αισθάνθηκε στήν καρδιά του τήν γλυκύτητα τής νοεράς ησυχίας καί τής προσευχής, γι’ αυτό καί χωρίς νά τό επιδιώξη προσήλκυσε κοντά του πολλούς ανθρώπους καί μοναχούς πού αναζητούσαν αυτόν τόν τρόπο τής πνευματικής ζωής.

Στό Άγιον Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια (1746-1763). Στήν αρχή παρέμενε σ’ ένα μικρό καλύβι πλησίον τής Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. «Φλεγόμενος από θείο ζήλο γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια». Σιγά-σιγά άρχιζαν νά έρχωνται κοντά του διάφοροι μοναχοί, οπότε αναγκάσθηκαν νά αγοράσουν καί άλλη καλύβη πιό ψηλά από τήν δική τους καί στήν συνέχεια αγόρασαν τό κελλί τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η συνοδεία αποτελείτο από ρουμανόφωνους καί σλαβόφωνους αδελφούς. Τόν καιρό εκείνο πρός χάρη τής αδελφότητας πιέσθηκε καί από σεβάσμιους Πνευματικούς Πατέρες νά δεχθή τήν ιερωσύνη γιά νά εξυπηρετήση τήν αδελφότητα.

Όταν είχαν συναχθή εκεί, κάτω από τήν πνευματική του καθοδήγηση, «είκοσι αδελφοί», μετακόμισαν στήν Σκήτη τού Προφήτου Ηλία. Οι ακολουθίες γίνονταν σέ δύο γλώσσες, τήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική, ως εργόχειρο είχαν τό νά κατασκευάζουν κουτάλια, τά οποία πωλούσαν, ώστε καί αυτοί νά έχουν τά απαραίτητα, αλλά καί νά φιλοξενούν αδελφούς. Γράφει ο Μητροφάνης: «Εργαζόταν δέ ο πατέρας μας στό εργόχειρο, κάνοντας διπλά από τούς αδελφούς, τήν νύκτα δέ αντέγραφε βιβλία. Όλη του η ζωή περνούσε σέ νυκτερινή αγρυπνία, μή μπορώντας νά κοιμηθεί περισσότερο από τρείς ώρες». Η φήμη του είχε εξαπλωθή σέ όλο τό Άγιον Όρος καί πολλοί έρχονταν γιά νά εξομολογηθούν, ακόμη καί ο Πατριάρχης Σεραφείμ, πού τότε διέμενε στήν Μονή Παντοκράτορος.

Γιά ένα μικρό διάστημα μέ μερικούς μοναχούς μετέβη στήν Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, αλλά επειδή τό Μοναστήρι ήταν χρεωμένο γι’ αυτό δέν μπορούσε νά μείνη περισσότερο εκεί. Πάντως, μέ τόν τρόπο τής ζωής του «φώτισε ολόκληρο τό Άγιον Όρος» καί «όλοι οι Αγιορείτες εθαύμασαν τή λάμψη αυτού τού φωτός».

Όταν, όμως, «έγινε πολυάριθμη η αδελφότητα στόν προφήτη Ηλία καί δέν χωρούσε πιά, τότε ο Θεός τόν πήρε από εκεί καί τόν έφερε σ’ αυτή τήν ορθόδοξη χώρα, τή Μολδαβία». Τόν ακολούθησαν εξήντα έξι μοναχοί.

Ο όσιος Παΐσιος μέ τούς μοναχούς του εγκαταστάθηκε στήν Μονή Ντραγκομίρνα καί υποβλήθηκαν σέ πολλούς κόπους γιά νά τήν ανασυγκροτήσουν καί στήν οποία έβαλε τήν αγιορείτικη τάξη. Είχε ρυθμίσει τό τυπικό τού Κοινοβίου βάσει τών τυπικών καί τών συγγραφών τού Μ. Βασιλείου. «Στά κοινά διακονήματα έπρεπε νά τηρείται η σιωπή καί η ευχή στό στόμα». «Στά κελλιά έπρεπε νά γίνεται ανάγνωση τών έργων τών θεοφόρων Πατέρων μας, καί η νοερά προσευχή διά τού νοός στήν καρδιά νά τελείται εντέχνως καί ακριβώς, όπως καί η αναπνοή νά κρατιέται μέ φόβο Θεού, διότι αυτό είναι πηγή αγάπης πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, όπως καί πηγή όλων τών αρετών». Κάθε βράδυ γινόταν εξομολόγηση λογισμών, γιατί «αυτό αποτελεί τό θεμέλιο τής σωτηρίας, τής ειρήνης, τής ησυχίας καί τής αγάπης». Στήν Μονή αυτή ησκούντο πάνω από διακόσιοι μοναχοί.

Τούς παιδαγωγούσε ως πατέρας καί ως διδάσκαλος τής νοεράς προσευχής. Τούς δίδασκε ανελλιπώς, κατά τίς νηστείες, αλλά καί άλλες ημέρες. «Καθημερινώς, εκτός Κυριακής καί εορτών, συνάγονταν οι αδελφοί τό βράδυ στήν τράπεζα, άναβαν τά κεριά, καί ερχόταν ο μακαριστός πατέρας μας, καθόταν στή συνηθισμένη θέση του, άνοιγε ένα πατερικό βιβλίο, είτε τού αγίου Βασιλείου τού Μεγάλου τό Νηστευτικόν, είτε τού Ιωάννου τής Κλίμακος, είτε τού αγίου Δωροθέου, ή τού αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου». Στήν συνέχεια ερμήνευε τά χωρία πού διάβαζε μέσα από τήν δική του πνευματική πείρα.

Στήν Ιερά Μονή Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), όπου καί λόγω τού επισυμβάντος Ρωσοτουρκικού πολέμου, εξυπηρέτησαν καί διακόνησαν μεγάλο πλήθος ανθρώπων πού συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι. Στό τυπικό τής Μονής πού εκπόνησε ο όσιος Παΐσιος τό 1763 «προέβλεπε ότι ο ηγούμενος τής μονής έπρεπε νά γνωρίζει τρείς γλώσσες, τήν ελληνική, τή σλαβική καί τή ρουμανική».

Όμως, όταν εγκαταστάθηκαν στό Μοναστήρι οι Γερμανοί (οι Αυστριακοί) καί ο όσιος κατάλαβε ότι δέν μπορούσε «νά ζήσει κάτω από τούς παπικούς» μετακινήθηκαν μέ μεγάλη θλίψη καί πόνο σέ άλλη Μονή σταδιακά, δηλαδή στήν Μονή τού Σέκου.

Ο Μητροφάνης γράφει γιά τήν μετακίνηση τής αδελφότητος από τήν Μονή τής Ντραγκομίρνα: «Διωχθήκαμε από τούς Γερμανούς καί μόνοι μας απομακρυνθήκαμε από τό μοναστήρι τής Ντραγκομίρνα, γιά νά μήν πάθουμε τίποτε στήν ορθόδοξη πίστη μας από τούς αρχιαιρετικούς καί τίς κοσμικές τους αρχές, όπως πραγματικά υπέφεραν από τούς αιρετικούς τά μοναστήρια καί οι κοσμικές καί οι πνευματικές αρχές πού έμειναν εκεί». Καί αναλογιζόμενος τήν ζωή πού έζησαν σέ αυτό τό Μοναστήρι γράφει: «Ώ Ντραγκομίρνα, Ντραγκομίρνα, γλυκύτητα καί παρηγοριά τών ψυχών μας, θυμάμαι τή ζωή μας σέ σένα. Καλύτερα, όμως νά σιωπήσω γιά νά μήν γεμίσουν πίκρα οι καρδιές μας πού σέ έχασαν… Εσύ ήσουν γιά εμάς σάν παράδεισος ηδύτητας, εσύ ήσουν γιά εμάς σάν κήπος πού γρήγορα ριζώνει κοντά σέ νερά καί τά άνθη του αναδίδουν διάφορες ευωδίες καί καρπούς».

Έτσι, από τήν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν τό 1775 στήν Μονή τού Σέκου, όπου κουράσθηκαν υπερβολικά γιά νά κατασκευάσουν κελλιά ώστε νά εγκατασταθή όλη η αδελφότητα. Τό μέρος ήταν ήσυχο καί ερημικό. Η κατάσταση τής αδελφότητας, μετά από πολλούς αγώνες τριών ετών, έφθασε στό επίπεδο τής προηγούμενης Μονής καί αυτό χαροποιούσε τόν όσιο Παΐσιο καί δόξαζε τόν Θεό. Αλλά ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μουρούζης προέτρεψε καί πίεσε τόν όσιο Παΐσιο νά εγκατασταθή στήν Μονή Νεάμτς. Ο όσιος δέν επιθυμούσε μιά τέτοια μετακίνηση ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τελικά υπέκυψε από υπακοή στήν επιθυμία τού Πρίγκιπα.

Τό έτος 1779 ένα τμήμα τής αδελφότητος μετακινήθηκε στήν Ιερά Μονή Νεάμτς. Νέοι αγώνες τόν περίμεναν εκεί γιά τήν ανασυγκρότηση τής Ιεράς Μονής, πράγμα πού δυσκόλευσε καί στενοχώρησε τόν όσιο Παΐσιο.

Στήν Μονή αυτή ο όσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομείο καί Ξενώνα γιά τούς γέροντες, τούς χωλούς καί τυφλούς πού έρχονταν καί τόν παρακαλούσαν νά τούς δεχθή καί νά τούς ελεήση. Εδώ ο αριθμός τών μοναχών, μαζί μέ αυτούς πού ήταν στίς Σκήτες, έφθασε στούς τριακόσιους. Πάντως, πρός τό τέλος τής ζωής τού οσίου Παϊσίου στήν Μονή Νεάμτς είχαν συγκεντρωθή κοντά του περίπου 700 μοναχοί. Στήν βιογραφία τού οσίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, όπως θά δούμε πιό κάτω, γράφεται ότι οι μοναχοί πού ήταν κάτω από τήν πνευματική καθοδήγηση τού οσίου Παϊσίου υπερέβαιναν τόν αριθμό τών χιλίων. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στήν Μονή Νεάμτς «ζούσαν μοναχοί δέκα συνολικώς εθνοτήτων, δηλαδή Μολδαβοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ούγγροι, Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Ρώσοι καί Ουκρανοί». Στήν Μονή αυτή κοιμήθηκε ο Όσιος τό 1794.

Ο όσιος Παΐσιος βρήκε τόν δρόμο τού ησυχασμού καί τής νοεράς προσευχής, οπότε η καρδιά του γέμισε από τήν Χάρη τού Θεού, καί στήν συνέχεια ξεχύλισε αυτή η ζωή στήν διδασκαλία πρός τούς μοναχούς πού έτρεχαν από παντού γιά νά ακούσουν τήν θεία σοφία πού έβγαινε από τό στόμα του, κυρίως, όμως από τήν καρδιά του.

4. Η βίωση τού ησυχαστικού μοναχισμού.

Η ανάγνωση καί η μετάφραση τών νηπτικών ησυχαστικών βιβλίων ανταποκρινόταν στήν αναζήτηση τού οσίου Παϊσίου από τήν μικρή του ηλικία, αλλά συγχρόνως, άναβε ακόμη περισσότερο τόν πόθο του γιά τήν ησυχαστική- νηπτική ζωή.

Ο βιογράφος καί μαθητής του Ιερομόναχος Μητροφάνης στό κείμενό του παρουσιάζει τήν πνευματικότητα τού οσίου Παϊσίου. Θά παραθέσω μερικές ενδεικτικές φράσεις του πού δείχνουν αυτήν τήν πραγματικότητα.

Από τήν νεότητά του ο όσιος Παΐσιος «υπήρξε σκεύος εκλογής τού Θεού καί τέλειος τηρητής τών εντολών του. Γι’ αυτό καί ο λόγος του υπήρξε δυνατός καί τέλειος, πλήρης Χάριτος, διεισδυτικός μέσα στήν ψυχή, τέτοιος πού νά ξεχωρίζει τό κακό από τό αγαθό, τό οποίο ξεριζώνει τά πάθη καί καλλιεργεί τίς αρετές στίς ψυχές αυτών πού μέ πίστη ακούουν». «Η χάρη τού παναγίου Πνεύματος κατοίκησε μέσα του από τήν κοιλιά ακόμη τής μητέρας του» καί αυτή η Χάρη αυξήθηκε αργότερα μέ τήν τήρηση τών εντολών τού Θεού.

Από μικρό παιδί ήταν σοφός. «Μολονότι δέ ήταν μικρό παιδί στήν ηλικία, ήταν γέρος στόν νού καί τή σοφία. Υποτάσσοντας τήν οργή καί τήν επιθυμία στή λογική, αποξένωσε τίς αισθήσεις του από όλα τά ωραία καί ηδονικά τού κόσμου τούτου καί τά θεωρούσε όλα σάν σήψη». «Κλείστηκε στό σπίτι του καί ζούσε στήν ησυχία, ωσάν νά ήταν στήν έρημο τού Σινά». Τόν έφλεξε από τήν μικρή του ηλικία «ζήλος ανείπωτος» νά αγαπήση τόν Κύριο καί νά εγκαταλείψη όλα τά τού κόσμου «ακόμη καί τή μητέρα του».

Ο όσιος Παΐσιος αγάπησε τήν νοερά ησυχία καί τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας καί επιδόθηκε μέ ζήλο στήν απόκτηση αυτής τής μεθόδου, διά τής οποίας ο άνθρωπος αποκτά τήν ενότητά του μέ τόν Θεό.

Τά φυσικά χαρίσματα πού είχε, αλλά καί οι καρποί τής ησυχίας καί τής προσευχής ήταν ευδιάκριτα. «Τήν οξύνοια καί τή μνήμη του, πού τή στερέωσε η Χάρη, κανείς δέν μπορεί νά τήν περιγράψει. Ήταν ταχύς στήν κατανόηση τών υψηλοτέρων δογματικών θεμάτων καί, άν τά διάβαζε μία φορά, τά αποθησαύριζε στή μνήμη του γιά πάντα». «Πράγματι ο θαυμαστός αυτός άνδρας, ο μακαριστός πατέρας μας, εξομοιώθηκε σέ όλα μέ τούς αρχαίους άγιους Πατέρες».

Ομοίαζε μέ τούς αρχαίους ερημίτες. «Άν τόν συγκρίνουμε μέ τούς αγίους ερημίτες, οι οποίοι ασκούνταν στήν κατ’ ιδίαν ησυχία, τότε δέν θά εκπλαγούμε γιά τό πόσο ευφραινόταν μέ τήν προσευχή καί τήν ένωση μέ τόν Θεό». «Ο νούς του ήταν πάντοτε γαλήνιος» καί «φλεγόμενος από τήν αγάπη καί τήν ένωση μέ τόν Θεό», δέν άκουγε τίποτε ό,τι κι άν συνέβαινε έξω από τό κελλί του. Αγρυπνούσε στό κελλί του μέ νοερά προσευχή καί νήψη. «Όπως οι άγιοι ερημίτες όλη τή νύχτα παρέμεναν άγρυπνοι νήφοντας, έτσι καί αυτός σ’ όλη του τή ζωή τή νύχτα αγρυπνούσε νήφοντας, μή υπολειπόμενος κατά τίποτε στήν άθληση από τούς θεοφόρους Πατέρες».

Ακόμη ομοίαζε μέ «τούς αρχαίους αγίους κοινοβιάτες Πατέρες» σέ πολλά σημεία. Μέσα του κατοικούσε τό Άγιον Πνεύμα καί από τά χείλη του «έρρεε η μελίρρυτη πηγή τών θείων διδαγμάτων, πού απάλυνε καί θεράπευε τίς ψυχές καί εξάλειφε τά πάθη. Υπήρχε σ’ αυτόν θείος νούς, μέ τόν οποίο κατανοούσε σωστά τούς κανόνες τών αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί τίς παραδόσεις τής Εκκλησίας…».

Ήταν «ακλόνητος στήν πίστη καί τήν ελπίδα στήν πρόνοια τού Θεού», είχε «φόβο Θεού μέ τόν οποίο τηρούσε τίς εντολές τού Θεού ως κόρη οφθαλμού», «μέσα του υπήρχε φλογερή αγάπη» πρός τόν Χριστό καί «γεμάτος φλόγα, ξεχύθηκε αδιακρίτως πρός τούς πάντες, αγαπώντας, εμψυχώνοντας, διδάσκοντας τούς πάντες, συμπάσχοντας μέ όλους, ασπαζόμενος μέ τήν ψυχή του τά πνευματικά του τέκνα, αλλά καί κάθε άνθρωπο πού ερχόταν πρός αυτόν». «Είχε ειρήνη πάντοτε μέ όλους, ποτέ δέν εχθρεύθηκε καί δέν πίκρανε κανέναν», ήταν σέ μεγάλο βαθμό ταπεινός, εγκρατής. «Ενώ η ακακία καί η απλότητα μέσα του ήταν παιδική, ο νούς του ήταν θείος καί όχι παιδικός». Τό πρόσωπό του ήταν «αγγελόμορφο».

Ο Μητροφάνης, πού έζησε τόν όσιο Παΐσιο από κοντά, περιγράφει καί τήν όλη παρουσία του, αφού καί αυτό τό σώμα του είχε μεταμορφωθή από τήν Χάρη τού Θεού πού κατοικούσε μέσα του.

«Τό πρόσωπό του ήταν φωτεινό όπως ενός αγγέλου τού Θεού, τό βλέμμα του ήρεμο, ο λόγος του ταπεινός καί ξένος πρός τήν προπέτεια, χαιρετούσε όλους μέ αγάπη, απαντούσε μέ προσήνεια• ήταν γεμάτος καλοσύνη, ήταν πρόθυμος στήν ελεημοσύνη, έφερνε όλους κοντά του σάν τόν μαγνήτη πού από τή φύση του τραβάει τό σίδερο. Είχε βάθος ταπεινοφροσύνης καί πραότητας, μακροθυμία σέ όλα. Ο μέγας αυτός άνθρωπος ήταν ολόκληρος ένθεος καί έμπλεως χάριτος. Ο νούς του ήταν πάντοτε ενωμένος μέ τόν Θεό καί μάρτυρας αυτού ήταν τά δάκρυα. Όταν μιλούσε περί Θεολογίας, τότε η καρδιά του παλλόταν από αγάπη, τό πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, τά μάτια του δάκρυζαν, επιβεβαιώνοντας τήν αλήθεια. Όταν στεκόμασταν μπροστά του, τά μάτια μας δέν κουράζονταν νά τόν θεωρούν αλλά ήθελαν αχόρταγα νά τόν βλέπουν, η ακοή μας από τήν ομιλία του ούτε κουραζόταν, ούτε καί ένιωθε ανία, διότι από τή χαρά στήν καρδιά μας, όπως τό είπα, ξεχνιόμασταν εντελώς».

Ο βιογράφος του περιγράφει καί μερικά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε βλέποντας τόν όσιο Παΐσιο.

Μιά φορά μπήκε μέσα στό κελλί του, τού μίλησε, αλλά εκείνος ήταν εξαπλωμένος καί ακίνητος, δέν άκουσε. Καί τότε, όπως διηγείται ο Μητροφάνης, «εγώ παραμένοντας όρθιος τόν κοίταξα καί είδα τό πρόσωπό του σάν νά ήταν πυρωμένο». Επειδή, όμως, αυτός από τήν φύση του «ήταν λευκός καί χλωμός στό πρόσωπο, κατάλαβα ότι η φλόγα τής καρδιάς του, από τήν αγάπη τής προσευχής, διαπέρασε καί τό πρόσωπό του».

Κάποια άλλη φορά είδε τό πρόσωπό του νά λάμπη. «Ο ίδιος δέ από τήν πνευματική χαρά μιλούσε χαμογελώντας μέ ανείπωτη αγάπη, βγάζοντας από μέσα του λόγους πνευματικούς, ήταν δέ σάν νά ενστάλαζε στίς ψυχές μας χαρά».

Ο όσιος Παΐσιος είχε «καί τό χάρισμα τής προοράσεως καί ό,τι προέβλεψε συνέβη», αλλά καί, ενώ βρισκόταν στό κελλί του, γνώριζε τίς διαθέσεις όλων τών αδελφών τής Μονής. Δέν τού έλειπαν δέ καί τά θαύματα. «Ο δέ μακαριστός πατέρας μας έκανε πολλά θαύματα, αλλά, επειδή γι’ αυτό τό θέμα ούτε νά ακούσει δέν ήθελε καί όλα τά απέδιδε στήν τιμιότατη Θεοτόκο, γι’ αυτό κι εγώ θά σταματήσω ώστε νά μήν τού εναντιωθώ, μολονότι γνωρίζω γιά πολλά θαύματα καί πρίν από τόν θάνατό του καί μετά από αυτόν».

Μιά τέτοια προσωπικότητα πού διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα, τήν ησυχία καί τήν νοερά προσευχή, αλλά καί διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλούς μοναχούς κοντά του καί μέ αυτόν τόν τρόπο ανακαίνισε τόν μοναχισμό τής εποχής του, μεταφέροντας σέ αυτόν τήν νηπτική παράδοση τών Πατέρων τής Εκκλησίας.

Οι περισσότεροι μοναχοί στήν εποχή του, εκτός από τίς φωτεινές εξαιρέσεις πού καί ο ίδιος γνώρισε στά σπήλαια τής Λαύρας τού Κιέβου καί αλλού, είχαν αλλοιωθή τόσο, ώστε διατηρούσαν μόνον τήν εξωτερική μορφή τού μοναχισμού. «Δέν γνώριζαν τί είναι μοναχισμός καί τί είναι τό μυστήριο τής υπακοής καί πόση ωφέλεια πρσφέρει στόν υποτακτικό πού προσέρχεται μέ επίγνωση, τί δέ είναι η εργασία, η θέα καί η νοερά προσευχή, αυτή πού τελείται στόν νού διά τής καρδιάς. Ο ίδιος αυτά τά διδάχθηκε από τόν Θεό καί από τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, μέσα από τή μελέτη καί τή μετάφραση τών έργων τους».

5. Τό οσιακό τέλος του

Τό τέλος ενός τέτοιου αγίου ήταν αντάξιο τής ζωής του. Σέ όλη του τήν ζωή ζούσε μέ ησυχία καί νοερά προσευχή, καί έτσι έπρεπε νά τελειώση τόν βίο του καί νά περάση στήν αιωνιότητα.

Κατά τήν μαρτυρία τού βιογράφου του Μητροφάνη «πολλές ημέρες νωρίτερα έλαβε ειδοποίηση από τόν Κύριο περί τού θανάτου του, διότι σταμάτησε πιά τή μετάφραση τών πατερικών έργων». Τόν επισκέφθηκε στό κελλί του καί τόν είδε «εξαιρετικά χαρούμενο». Τού έθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικά ερωτήματα» καί εκείνος τού έδωσε καλές εξηγήσεις. Όταν αποχώρησε από τό κελλί του, τότε ο αδελφός πού τόν υπηρετούσε «κλείδωσε τήν πόρτα καί δέν επέτρεψε σέ κανέναν νά μπεί μέσα. Τήν επομένη ημέρα αρρώστησε. Τότε δέν επέτρεψε σέ κανέναν νά κτυπήσει τήν πόρτα, γιά νά μήν επιδεινωθεί η κατάστασή του».

Υπέφερε τρείς ημέρες καί τήν Κυριακή πού αισθάνθηκε καλύτερα πήγε στήν θεία Λειτουργία. Πολύ δύσκολα επέστρεψε στό κελλί του. «Από τότε η αρρώστια του επιδεινώθηκε καί σέ κανέναν δέν επέτρεπαν νά τόν επεσκεφθεί, επιθυμώντας νά τελειώσει ο μακαριστός μέσα σέ ησυχία».

«Όταν έφθανε τό τέλος κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, καί αφού κάλεσε δύο πνευματικούς, διά τών οποίων μετέφερε σ’ όλους τούς αδελφούς ευλογία καί ειρήνη, αποδήμησε σάν νά κοιμήθηκε καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τού Θεού, αφήνοντας τήν αδελφότητα, σύμφωνα μέ τήν κρίση τής κοινής σύναξης, νά εκλέξει Γέροντα καί ποιμένα».

Όταν έγινε γνωστή η εκδημία τού οσίου Παϊσίου «συνάχθηκε πλήθος μοναχών καί εγγάμων ιερέων καί απλών ανθρώπων, καί έγινε κοινός θρήνος όλων, καί ημών καί εκείνων, τόν ενταφιάσαμε δέ μέ τιμές μέσα στόν ναό».

Εκοιμήθη τήν 15η Νοεμβρίου τού έτους 1794. Οσιακή ζωή, οσιακή καί η κοίμηση. Ζωή ησυχαστική, κοίμηση καί εκδημία πρός τόν Κύριο ησυχαστική.

6. Η φιλοκαλική κίνηση στόν ορθόδοξο χώρο

Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, χωρίς νά τό επιδιώξη, συνδέθηκε μέ ένα γεγονός μεγάλης σημασίας πού παρατηρήθηκε τόν 18ο αιώνα στόν ορθόδοξο χώρο καί αυτό λέγεται φιλοκαλική αναγέννηση πού έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν αναβίωση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί ανέδειξε νέους αγίους Πατέρες καί Νεομάρτυρες.

Είναι γνωστόν ότι στήν Ευρώπη τόν 18ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα ιδεολογικό ρεύμα πού ονομάσθηκε Διαφωτισμός, ο οποίος αποδεσμεύθηκε από τό κομοσμοείδωλο τού δυτικού Χριστιανισμού καί στηρίχθηκε στούς αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους καί συγγραφείς. Τέτοιες διαφωτιστικές ιδέες, έστω καί μέ μετριότερη μορφή μετέφεραν στήν Ελλάδα οι Έλληνες διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος ενδιαφερόταν γιά τήν έκδοση τών έργων τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων καί συγγραφέων.

Αυτήν τήν περίοδο στόν ελληνικό χώρο εμφανίσθηκαν οι λεγόμενοι Κολλυβάδες ή Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όσιος Αθανάσιος Πάριος κ. ά., οι οποίοι κινήθηκαν σέ αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν πού εκινούντο οι Διαφωτιστές, δηλαδή αναζητούσαν καί δημοσίευαν κείμενα τών Πατέρων τής Εκκλησίας καί κυρίως κείμενα πού αναφέρονταν στήν ορθόδοξη ησυχία, η οποία είναι η μόνη μέθοδος Θεογνωσίας.

Ο άγιος Μακάριος, πρώην Κορίνθου, Νοταράς (1731-1805) εργάσθηκε πολύ γιά τήν εύρεση καί συγκρότηση τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων τής Εκκλησίας καί έδωσε σέ αυτά τόν τίτλο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών. Ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται σέ αυτόν τόν μεγάλο ησυχαστή Επίσκοπο πού πήγε στό Άγιον Όρος γιά τήν ανεύρεση καί συλλογή αυτών τών νηπτικών κειμένων. Κάνει εντύπωση πού μεταξύ τών άλλων ο όσιος Παΐσιος γράφει: «Όταν ήρθε στό Άγιον Όρος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο άγιος Μακάριος ήταν στό Άγιον Όρος τό 1775, ενώ ο όσιος Παΐσιος είχε φύγει από τό Άγιον Όρος τό 1763. Έτσι, αυτό τό «ήρθε» τού οσίου Παϊσίου δείχνει ότι αισθανόταν καί ενεργούσε ως αγιορείτης, καίτοι εκείνο τόν καιρό ζούσε στήν Μολδαβία.

Πάντως, ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται μέ πολύ ωραία λόγια γιά τόν άγιο Μακάριο, Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, αφού είχαν τήν ίδια επιθυμία καί τήν ίδια αναζήτηση. Γράφει:

«Ο Πανιερώτατος κύρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, από τή νεανική του ακόμη ηλικία, Θεού συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη γιά τά πατερικά συγγράμματα, τά αναφερόμενα στή νήψη, καί τήν προσοχή τού νοός, τήν ησυχία καί τή νοερά προσευχή, ήτοι τή διά τού νοός τελουμένη στήν καρδιά τών εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τή ζωή νά τήν αφιερώσει στήν αναζήτησή τους καί μέ τό φίλεργο χέρι του, ως εμπειρότατος στή θύραθεν παιδεία καί χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε τήν αντιγραφή τους».

Στήν συνέχεια αφηγείται πώς ο Επίσκοπος Μακάριος ερεύνησε όλες τίς Βιβλιοθήκες τών Ιερών Μονών τού Αγίου Όρους, πώς ανακάλυψε αυτόν τόν «ανεκτίμητο θησαυρό» στήν Μονή Βατοπεδίου, «δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως τού νοός μετά τού Θεού, συλλογή από όλους τούς αγίους, πού είχε γίνει σέ αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές», όπως καί άλλα συγγράμματα πού ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Ο Επίσκοπος Μακάριος τά αντέγραψε, μέ τήν βοήθεια εμπείρων αντιγραφέων, τά διάβασε μέ επιμέλεια από τό πρωτότυπο καί τά διόρθωσε εγκύρως. Έγραψε δέ καί σύντομη βιογραφία τών αγίων πού τά συνέταξαν. «Τότε ανεχώρησε από τό Άγιον Όρος μέ ανείπωτη χαρά, σάν νά είχε βρεί στή γή ουράνιο θησαυρό καί, αφού ήρθε στήν ένδοξη μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τά απέστειλε στήν Βενετία μέ πολλά χρήματα, τά οποία συνέλεξε από ελεημοσύνες Χριστιανών», γιά τήν έκδοσή τους. Ο όσιος Παΐσιος επαινεί τόν άγιο Μακάριο γιά τό σημαντικό αυτό έργο πού επιτέλεσε, διότι κατάλαβε τήν αξία αυτών τών συγγραμμάτων «καί σχεδόν ολόκληρη τή ζωή του τήν εξάντλησε στήν εντατική αναζήτηση αυτών τών συγγραμμάτων παντού, προπάντων όμως στό Άγιον Όρος Άθω». Μάλιστα αυτά τά συγγράμματα, όπως γράφει, είναι γιά τούς αθλητές τού μοναχικού βίου στόν αγώνα μέ τά αόρατα πνεύματα «πιό απαραίτητα καί από τήν ίδια τήν αναπνοή».

Καί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) βοήθησε στήν έκδοση τής Φιλοκαλίας ύστερα από παρότρυνση τού αγίου Μακαρίου, πρώην Κορίνθου όταν επισκέφθηκε τό 1777 τό Άγιο Όρος καί τόν συνάντησε. Ο ιερομόναχος Ευθύμιος, ο παραδελφός τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου, αναφέρεται στήν περίπτωση αυτή:

«Εις δέ τού 1777 ήλθεν ο άγιος Κορίνθου Μακάριος καί μετά τήν προσκύνησιν τών ιερών Μαναστηρίων ήλθεν εις ταίς Καραίς καί εφιλοξενήθη εις τόν «Άγιον Αντώνιον» από ένα συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καί όντας αυτού έκραξε καί τόν Νικόδημον καί τόν επαρακάλεσεν νά θεωρήση τήν «Φιλοκαλίαν». Καί μέ τούτον τόν τρόπον άρχισεν ο ευλογημένος-μα τί άρχισεν; απορώ, δέν ηξεύρω τί νά ειπώ• νά ειπώ πνευματικούς αγώνας ή υπερβολικούς κόπους τού νοός καί τής σαρκός του; όχι μόνον αυτά είναι, οπού είπα, αλλά καί άλλα, οπού δέν φθάνει ο νούς μου νά τά στοχασθή-άρχισε λέγω από τήν «Φιλοκαλίαν». Καί αυτού βλέπομεν τό ωραιότατον Προοίμιον, τούς εν συνόψει μελισταγείς βίους τών θεσπεσίων Πατέρων».

Ο αυθεντικός, όμως, αυτός βιογράφος τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου μάς δίνει καί τήν σημαντική μαρτυρία, ότι ο άγιος Νικόδημος είχεν ακούσει γιά τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί θέλησε νά τόν επισκεφθή.

«Καί εκεί όντας (στήν Μονή Διονυσίου) ήκουσε τήν καλήν φήμην τού κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, όπου ήτον εις τήν Μπογδανίαν (Μολδαβία) καί είχε υπέρ τούς χιλίους αδελφούς εις τήν επίσκεψίν του, καί ότι εδίδασκεν τήν νοεράν προσευχήν. Καί αγαπώντας καί αυτός αυτήν τήν θείαν εργασίαν εμβήκεν εις καράβιον, διά νά υπάγη εις αναζήτησιν τής φιλουμένης του θείας προσευχής. Καί αρμενίζοντας έξω από τόν Άθωνα τούς ηύρε φουρτούνα καί εκινδύνευσαν έως νά φθάσουν τόν λιμένα τής Παναγίας εις τήν Θάσον. Καί εκεί ευγαίνοντας άλλαξε τούς σκοπούς του από τήν φουρτούναν κατά τό φαινόμενον, τή δέ αληθεία νεύσις Θεού τόν εγύρισε, διά νά επιχειρισθή τό μέγα τούτο καλόν εις τήν Εκκλησίαν τού Χριστού». Προφανώς κάνει λόγο γιά τήν επιμέλεια εκδόσεως διαφόρων Πατερικών κειμένων.
Εδώ προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η επικοινωνία μεταξύ αυτών τών τριών μεγάλων μορφών τής εποχής εκείνης, ήτοι τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, τού αγίου Μακαρίου, επισκόπου πρώην Κορίνθου, καί τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου. Αγαπούσαν καί οι τρείς τήν ησυχαστική παράδοση καί ζωή, τήν θεωρούσαν ως τήν ουσία τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, αγωνίσθηκαν γιά νά εντοπίσουν καί νά ανακαλύψουν τά νηπτικά συγγράμματα τών ησυχαστών Πατέρων καί έκαναν τά πάντα γιά νά τά εκδώσουν καί νά τά διαδώσουν. Κυρίως, αγάπησαν τήν νοερά ησυχία καί τήν νοερά-καρδιακή προσευχή, καί κατάλαβαν τήν αξία τους γιά τήν ένωση τού νού τού ανθρώπου μέ τόν Θεό. Καί αυτό είναι εκείνο πού τούς κατέστησε αγίους στήν συνείδηση τού λαού καί τήν ζωή τής Εκκλησίας.

Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι γράφει καί γιά τήν προσφορά τής ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν Ρωσική Εκκλησία:

«Μέ τήν ανέκφραστη τού Θεού φιλανθρωπία, κατά τούς εσχάτους καιρούς, η πάσης Ρωσίας Εκκλησία μας αξιώθηκε νά λάβη τήν αγία ορθόδοξη πίστη καί τό ορθόδοξο βάπτισμα από τήν Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Μέ τήν αγία πίστη έλαβε καί τήν Αγία Γραφή καί όλα τά ιερά βιβλία, τά εκκλησιαστικά καί τών αγίων διδασκάλων καί τά πατερικά, τά μεταφρασμένα από τά Ελληνογραικικά. Αυτά είναι οι πηγές τών σλαβικών βιβλίων, διότι αλλιώς δέν θά προέκυπταν σλάβικα βιβλία».

Έτσι, οι φιλοκαλικοί Πατέρες άγιος Μακάριος Νοταράς, άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης κ.ά. συνετέλεσαν στήν αναγέννηση τού ησυχαστικού μοναχισμού καί τής ησυχαστικής παραδόσεως, η οποία αντιστάθηκε στό ρεύμα τού Διαφωτισμού, πού επιδίωκε τήν επαναφορά τού νέου ελληνισμού στήν αρχαία Ελλάδα, περιφρονώντας όλη τήν ενδιάμεση βυζαντινή-ρωμαίϊκη-πατερική περίοδο. Κατά τόν ίδιο τρόπο καί ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι αντιστάθηκε μέ θετικό τρόπο σέ όλο τό διαφωτιστικό ρεύμα πού είχε εισχωρήσει στήν Ρωσία καί τήν γύρω περιοχή, όπως, άλλωστε καί ο ίδιος τό είχε συναντήσει στήν Εκκλησιαστική Σχολή τού Κιέβου, ως ιεροσπουδαστής.

Ο Ομότιμος Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος στήν μελέτη του μέ τίτλο «Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική Σχολή του», ύστερα από έρευνα τών πηγών, μάς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τήν έκδοση τής «Φιλοκαλίας» στήν ελληνική γλώσσα καί τήν μετάφρασή της στήν σλαβονική καί, βεβαίως, συσχετίζει τίς παράλληλες προσπάθειες τού οσίου Παϊσίου καί τού αγίου Μακαρίου Νοταρά Επισκόπου Κορίνθου.

Ήδη ο όσιος Παΐσιος γιά νά καλύψη τήν απουσία πνευματικού οδηγού καί προκειμένου νά καθοδηγήση τήν αδελφότητά του ενδιαφέρθηκε γιά τήν εύρεση, μελέτη καί μετάφραση νηπτικών κειμένων τών ησυχαστών Πατέρων. Έχει εντοπισθή προηγούμενως αυτή η προσπάθειά του.

Όταν είχε αναχωρήσει από τό Άγιον Όρος καί βρισκόταν στήν Μολδαβία πληροφορήθηκε τήν παράλληλη κίνηση τού αγίου Μακαρίου Νοταρά γιά τήν εύρεση καί συγκέντρωση τών κειμένων τών νηπτικών Πατέρων. Οι πληροφορίες μεταφέρονται σέ αυτόν από τόν μαθητή του μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος βρισκόταν πλησίον τού αγίου Μακαρίου. Όταν η ελληνική έκδοση τής Φιλοκαλίας εξεδόθη τό 1782, τότε ο όσιος Παΐσιος έλαβε αντίτυπο αυτής τής εκδόσεως καί τότε τόσο ο ίδιος όσο καί οι μοναχοί του αναθεώρησαν τήν μετάφραση πολλών κειμένων τους. Αφού ολοκληρώθηκε η μετάφραση τών πατερικών κειμένων, στήν συνέχεια τυπώθηκε η σλαβονική Φιλοκαλία στό Συνοδικό Τυπογραφείο τής Μόσχας τό 1793, ήτοι ένδεκα χρόνια μετά τήν έκδοση τής ελληνικής Φιλοκαλίας. Όμως, η σλαβονική Φιλοκαλία περιλάμβανε τά συγγράμματα 24 επί συνόλου 36 συγγραφέων τής ελληνικής εκδόσεως. Αργότερα η σλαβονική Φιλοκαλία μεταφράσθηκε στήν ρουμανική καί τήν ρωσική γλώσσα.

Ο ίδιος Καθηγητής σέ ιδιαίτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Η Μονή Όπτινα κληρονόμος τού πνεύματος τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσι» καταγράφει τό πώς οι Ρώσοι μοναχοί, μαθητές τού οσίου Παϊσίου, τό 1779, μετά τήν Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καναϊρτζί καί αργότερα μετά τήν κοίμηση τού οσίου Παϊσίου, επαναπατρίσθηκαν στήν Ρωσία καί μετέφεραν τό ησυχαστικό πνεύμα τού οσίου Παϊσίου. Μετέφεραν καί τήν προφορική παράδοση, αλλά καί χειρόγραφα μεταφράσεων ασκητικών έργων πού είχαν γίνει από τήν Σχολή τής Ιεράς Μονής Νεάμτς. Οι μαθητές αυτοί τού οσίου Παϊσίου κατέλαβαν διάφορες θέσεις στά Ρωσικά Μοναστήρια, έγιναν Ηγούμενοι καί Πνευματικοί Πατέρες καί αυτό βοήθησε στήν ανάπτυξη τού ησυχαστικού μοναχισμού.

Έχει υπολογισθή ότι 103 Μονές τής Ρωσίας είχαν επηρεασθή από τό πνεύμα τού ησυχαστικού μοναχισμού, όπως τό εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Όμως η Μονή Όπτινα ήταν εκείνη πού αποδείχθηκε η κατ’ εξοχήν «κληρονόμος» τής μεγάλης ασκητικής παραδόσεως τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Η Ιερά Μονή Όπτινα απέκτησε μεγάλη δόξα κατά τίς ημέρες τού Ιερομονάχου Μακαρίου (1788-1860). Επί τών ημερών του η Ιερά Μονή ανέλαβε τήν έκδοση ασκητικών συγγραμμάτων «τά οποία εκληροδότησεν εις τήν Ρωσίαν η σχολή τού Παϊσίου».

Η περίοδος αυτή στήν Ρωσία ήταν πολύ σημαντική γιατί μεταφέρονταν από τήν Δύση η λογικοκρατία καί η γερμανική φιλοσοφία πού επηρέασαν πολλούς διανοουμένους. Ήταν επόμενο ότι παράλληλα πρός τόν δυτικό γερμανικό διαφωτισμό αναπτυσσόταν καί η ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, όπως τήν εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα στήν ρωσική κοινωνία, ήτοι τό ρεύμα τού δυτικού διαφωτισμού καί τό ρεύμα τού ησυχασμού από τούς σλαβόφιλους, όπως άλλωστε τό συναντούμε έκδηλα στό έργο τού Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ».

Στό μυθιστόρημα αυτό ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τά ρεύματα τά οποία επικρατούσαν στήν Ρωσία τήν εποχή του. Τά τρία παιδιά τού Θεοδώρου Καραμάζοφ, ήτοι ο Μίτια-Ντημίτρι, ο Ιβάν καί ο Αλεξέϊ-Αλιόσια εκφράζουν τά τρία ρεύματα τής ρωσικής κοινωνίας. Ο Μίτια εκπροσωπεί τήν παλιά πρωτόγονη αισθησιακή καί διονυσιακή Ρωσία. Ο Ιβάν εκπροσωπεί τήν ρωσική διανόηση, πού είχε επηρεασθή από τόν δυτικό διαφωτισμό καί ο ίδιος ήταν διανοούμενος, αγνωστικιστής καί εκπρόσωπος τών στοχαστών. Καί ο Αλιόσια εκπροσωπεί τόν διανοητικό κόσμο πού είχε επηρεασθή από τήν ορθόδοξη πνευματικότητα καί εκφράζει τόν τρόπο σκέψεως τών σλαβοφίλων. Ο δέ Στάρετς Ζωσιμάς, όπως τόν παρουσιάζει ο Ντοστογιέφσκι, εκφράζει τόν Μακάριο καί τόν Αμβρόσιο τής Μονής Όπτινα καί όλη τήν παράδοσή της.

Πάντως, οι 103 ρωσικές Μονές, ιδίως δέ η Μονή Όπτινα υπήρξαν κέντρα μελέτης τής Φιλοκαλίας καί τών πατερικών κειμένων. Μάλιστα δέ η Μονή Όπτινα επηρέασε πάρα πολύ τήν ρωσική κοινωνία καί τόν διανοητικό κόσμο, αφού εκτός από τόν λαό σύχναζαν στήν Ιερά Μονή θεολόγοι, φιλόσοφοι, λογοτέχνες, συγγραφείς, όπως ο Αλεξέϊ Χομιακώφ, ο Νικολάϊ Γκόγκολ, ο Λέον Τολστόϊ κ.ά.

Έτσι από τήν παράδοση πού δημιούργησε ο εκπληκτικός όσιος Παΐσιος επηρεάσθηκαν μοναχοί μέχρι καί τόν άγιο Σεραφείμ τού Σάρωφ, πού θεωρείται ως πνευματικός απόγονος τού οσίου Παϊσίου, καί άλλοι θεολόγοι, λογοτέχνες καί φιλόσοφοι.

Επίλογος

Η πορεία καί η ζωή τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-1794) είναι θαυμαστή καί εκπληκτική. Η μητέρα του ήθελε νά τόν οδηγήση στόν γάμο καί τήν ιερωσύνη, ώστε δι’ αυτού τού τρόπου νά παραμείνη στήν ιστορία τό επίθετο τής οικογενείας. Καί αυτό γιατί η μητέρα του, όπως διηγείται ο όσιος Παΐσιος, έχασε τόν ιερέα σύζυγό της καί παρέμεινε αυτός τό μοναχοπαίδι της, «η μόνη γιά τά γηρατειά φροντίδα γιά τό σπίτι καί κατά Θεόν παρηγοριά». Όμως, ο όσιος Παΐσιος ακολούθησε άλλο δρόμο καί τελικά έσωσε χιλιάδες ανθρώπους, αναδείχθηκε ένας νέος Μωϋσής στήν Μολδαβία, τήν Βλαχία, τήν Ρωσία καί όλη τήν γύρω περιοχή, οπότε παρέμεινε λαμπρό τό επίθετό του στούς αιώνες. Ακόμη δέ καί η ίδια η μητέρα του, ύστερα από τήν πρώτη θλίψη της, έγινε μοναχή καί εκοιμήθη ως μοναχή.

Ο ίδιος μετέφερε στό Άγιον Όρος τόν ζήλο του γιά τήν ησυχαστική ζωή, αλλά ωφελήθηκε από τήν ησυχαστική παράδοση πού προϋπήρχε σέ αυτό, καίτοι από πολλούς ήταν ξεχασμένη, αλλά διαφυλασσόταν καί στίς βιβλιοθήκες καί σέ μεμονωμένους ασκητές. Αυτό δείχνει ότι η πατερική διδασκαλία είναι η ίδια διά μέσου τών αιώνων, είναι ουσιαστικά η θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, καί δέν μπορεί νά υπερβή αυτήν τήν ορθόδοξη θεολογία, ούτε η σχολαστική θεολογία, ούτε η λεγομένη νεοπατερική-ρωσική θεολογία.
Ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος γράφει εύστοχα στόν πρόλογο τού βιβλίου:
«Η μελέτη τής αναβίωσης τής ησυχαστικής πνευματικότητας στόν ορθόδοξο κόσμο κατά τόν 18ο αιώνα αναποφεύκτως οδηγεί στό πρόσωπο τού μεγάλου ασκητή καί κοινοβιάρχη, οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ο οποίος επανεισήγαγε τόν σλαβικό καί ρουμανικό κόσμο στόν χώρο τής πνευματικής ζωής αυτής τής μορφής. Ο όσιος Παΐσιος υπήρξε αυτός πού συνετέλεσε στήν αναβίωση τού κοινοβιακού βίου στόν ρουμανικό μοναχισμό, μέ βάση τό αγιορειτικό πρότυπο, καί στήν στροφή πρός τήν ησυχαστική πνευματικότητα, όπως αυτή είχε ανθίσει στό Άγιον Όρος τόν 14ο αιώνα. Τό έργο του πρός τήν κατεύθυνση αυτή υπήρξε μία παράλληλη προσπάθεια μέ εκείνη τήν οποία είχε κάνει μέσα στόν ελληνικό κόσμο ο σύγχρονός του άγιος Μακάριος ο Νοταράς, τού οποίου τό έργο χρησίμευε ως υπόδειγμα γιά τόν Παΐσιο».

Καί πάλι θέλω νά ευχαριστήσω καί νά συγχαρώ τόν Ομότιμο Καθηγητή κ. Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο γιά τήν όλη προσφορά του στήν Εκκλησία, αλλά, ιδιαιτέρως, γιά τήν παρουσίαση τής ζωής καί τής δράσεως τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, πού είναι ένα λαμπρό τέκνο τής ζωής πού υπάρχει πλούσια μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία.–

Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ιανουάριος -Φεβρουάριος – Μάρτιος 2012

http://www.parembasis.gr/