Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Η Ανάσταση του Χριστού, δική μας ανάσταση (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου)

Η Ανάσταση του Χριστού, δική μας ανάσταση (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου)

chora_lg
Αδελφοί και πατέρες, ήρθε το Πάσχα, η χαρμόσυνη μέρα της Αναστάσεως του Χριστού, η αιτία κάθε ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, που έρχεται μια φορά το χρόνο, μάλλον έρχεται καθημερινά και συνεχώς σ’ εκείνους που κατανοούν το μυστικό της νόημα. Ήρθε και γέμισε τις καρδιές μας χαρά και αγαλλίαση λύνοντας τον κόπο της πάνσεπτης νηστείας και τελειοποιώντας και παρηγορώντας τις ψυχές μας.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας πέρασε μέσα από το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε με ευφροσύνη στο λιμάνι της Αναστάσεώς του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε τον δρόμο της νηστείας πρόθυμα, με ζέουσα προαίρεση και αγώνες για την αρετή, και όσοι υστερήσαμε από ολιγωρία και μικροψυχία, επειδή Αυτός είναι που χαρίζει γενναιόδωρα στους αγωνιστές τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους και στους ασθενέστερους πάλι ως ελεήμων και φιλάνθρωπος χαρίζει τη συγγνώμη. Γιατί βέβαια υπολογίζει πιο πολύ την προαίρεση των ψυχών μας παρά τους σωματικούς κόπους, και αναλόγως ανταποδίδει τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος: Ή αναδεικνύοντας περίφημο και ένδοξο τον αγωνιστή ή αφήνοντας τον ακόμη στην αφάνεια, επειδή έχει ανάγκη από πιο επίπονη κάθαρση.
Το μυστήριο της Αναστάσεως
Ας εξετάσουμε όμως με προσοχή ποιο είναι το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, που συντελείται μυστικά σ’ όσους το ποθούμε, πώς δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές μας και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του κι εμάς:
Ο Χριστός και Θεός μας, αφού κρεμάσθηκε στον σταυρό, σταύρωσε επάνω σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου, κι αφού γεύθηκε τον θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του Άδη. Όπως λοιπόν τότε ανεβαίνοντας από τον Άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα του – από το οποίο δεν αποχωρίστηκε καθόλου – κι αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμεθα από τον κόσμο και εισερχόμεθα με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει την δυνατότητα σ’ εκείνον που αναστήθηκε μαζί του να βλέπει την δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Η Ανάσταση είναι δική μας
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, των κάτω κειμένων. Γιατί πως θα αναστηθεί αυτός που ποτέ δεν έπεσε σε αμαρτία, καθώς είναι γραμμένο, ούτε αλλοιώθηκε στο ελάχιστο η δόξα του; Ή πώς θα δοξασθεί εκείνος που είναι υπερδεδοξασμένος και εξουσιάζει τα σύμπαντα;
Η Ανάσταση και η δόξα του Χριστού, καθώς είπαμε, είναι η δική μας δόξα. Αφ’ ότου δηλαδή εκείνος οικειοποιήθηκε την ανθρώπινη φύση, όσα ενεργεί σ’ εμάς, τα επιγράφει στον εαυτό του. Η ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωσή της με την ζωή. Όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν μπορεί να ζει, αν δεν δεχθεί μέσα του την ζωντανή ψυχή και δεν σμίξει άμικτα μ’ αυτήν, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, αν δεν ενωθεί αρρήτως κι ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή. Είναι δηλαδή νεκρή, πριν από την εν γνώσει και οράσει και αισθήσει ένωσή της με τον Χριστό, κι ας είναι νοερή κι αθάνατη από την φύση της. Γιατί ούτε γνώση χωρίς όραση υπάρχει, ούτε όραση χωρίς αίσθηση.
Να, τι θέλω να πω. Έχουμε την όραση, και μέσα στην όραση την γνώση και την αίσθηση. Αυτά τα λέω για τα πνευματικά ζητήματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση: Ο τυφλός π.χ. αισθάνεται, όταν κτυπήσει το πόδι του στην πέτρα, ενώ ο νεκρός όχι. Αλλά στα πνευματικά θέματα, αν ο νους δεν έλθει σε θεωρία των υπέρ έννοιαν, δεν αισθάνεται την μυστική ενέργεια της χάριτος. Εκείνος λοιπόν που ισχυρίζεται ότι την αισθάνεται, προτού θεωρήσει τα υπέρ νουν και λόγον και έννοιαν, μοιάζει με τον τυφλό, που καταλαβαίνει μεν τα καλά ή τα κακά που παθαίνει, μα δεν αντιλαμβάνεται ούτε κι αυτά ακόμη που είναι μπροστά του και μπορεί να του προξενήσουν την ζωή και τον θάνατο. Γιατί τα επερχόμενα σ’ αυτόν κακά ή καλά δεν τα αισθάνεται καθόλου, επειδή στερείται της οπτικής δυνάμεως και αισθήσεως, γι’ αυτό, όταν σηκώνει το ραβδί για να αμυνθεί, κάποτε κτυπά τον φίλο του αντί για τον εχθρό του, που στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
(Από το βιβλίο
Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «Αναστασιν Χριστού Θεασάμενοι»)

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΖΑΡΕΤ

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ

Η σταύρωση του Χριστού Μια ιατρική μαρτυρία μερος 1ο

Δοξαστικόν Ανέβη ο Ιησούς Kabarnos Νικόδημος

Ευαγγέλιο Σταύρωσης Αποκαθήλωσης Jesus of Nazareth Kabarnos P.

Jesus christ - Kabarnos - Simeron Krematai

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου-Πέτρος Γαϊτάνος

Η ζωή εν τάφω-Πέτρος Γαϊτάνος

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ Πέτρος ΓΑΪΤΑΝΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΣΟΦΙΑ ΜΑΝΟΥ-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΕΧΟΥ

Χριστός Ανέστη

Ομιλία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου, και περί της αιμορροούσης.

Ομιλία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου, και περί της αιμορροούσης.

Συγγραφέας: kantonopou στις Νοεμβρίου 6, 2010

Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα. Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς.
Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του. Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών.
«Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη.
Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν; Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν.
Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας. Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε».
Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες. Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλίτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή. Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, εττλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».
Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου. Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού.
Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.
Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μένε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος.
Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τι περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό. Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι.
Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τι θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τι θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει.
Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις; Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία.
Τι περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή.
Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 353 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
http://syndesmosklchi.blogspot.com/2010/11/blog-post_1729.html

Κυριακή Πάσχα - εσπερινός Αγάπης Τεκμήρια της Αναστάσεως

Κυριακή Πάσχα - εσπερινός Αγάπης


Τεκμήρια της Αναστάσεως

ΤΟ «Χριστός ανέστη», αγαπητοί μου, πού ακούσαμε απόψε σε διάφορες γλώσσες, είναι ή περίληψης αλλά και ή ουσία του χριστιανικού κηρύγματος. Το «Χριστός ανέστη» είναι βράχος ακλόνητος, επάνω στον όποιο είναι κτισμένη ή αγία μας Εκκλησία. Το «Χριστός ανέστη» είναι ό τάφος των άθεων και των απίστων όλων των αιώνων.

Το «Χριστός ανέστη» είναι μία αλήθεια ιστορική. Σήμερα βέβαια πολλοί, πού καυχώνται για τις γνώσεις τους, δεν θέλουν ν' ακούσουν περί αναστάσεως του Χριστού• τη θεωρούν μύθο. Εν τούτοις είναι αλήθεια Ιστορική• και καμιά άλλη ιστορική αλήθεια δεν έχει τόσες αποδείξεις όσες ή ανάστασης του Κυρίου. Εάν μπορείς να μέτρησης τις ακτίνες του ηλίου, άλλο τόσο μπορείς να μέτρησης και τις αποδείξεις της Αναστάσεως.

«Χριστός ανέστη». Το φωνάζει ό άγγελος πού κατήλθε εξ ουρανού για ν' αναγγείλει το κοσμοσωτήριο μήνυμα.

«Χριστός ανέστη». Το φωνάζουν οι μυροφόρες γυναίκες, πού ήλθαν όρθρου βαθέως να μυρώσουν το σώμα• το φωνάζουν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης, πού πρώτοι από τους μαθητάς έσπευσαν στον τάφο• το φωνάζει κι αυτός ό Θωμάς, πού —αντιπρόσωπος ούτως ειπείν της σχολής των ρεαλιστών -πραγματιστών— αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ομόλογη ση «Ό Κύριος μου και ό Θεός μου» (Ίωάν. 20,28). Το «Χριστός ανέστη», σαν αστραπή και βροντή, κηρύττει σ' ανατολή και δύσι, βορρά και νότο και ό απόστολος Παύλος, ό πρώην διώκτης.

«Χριστός ανέστη» το λένε μυριάδες στόματα. Το λένε προ παντός - ποιοι; Οι άγιοι μάρτυρες. Σ' εμάς το «Χριστός ανέστη» δεν στοιχίζει τώρα τίποτα• είναι μία εορτή, εορτή της κοιλίας και όχι της καρδίας, όπως ήταν άλλοτε. Άλλα στην εποχή των μαρτύρων και των κατακομβών, όποιος τολμούσε να πει «Χριστός ανέστη», αυτό του στοίχιζε τη ζωή. Με το «Χριστός ανέστη» σφράγισαν τα χείλη τους μυριάδες μάρτυρες και ομολογηταί της πίστεως μας. Όπως συμβαίνει και σήμερα εκεί όπου ή πίστης διώκεται ακόμη και οι αδελφοί μας δεν τολμούν όχι να εορτάσουν άλλ' ούτε και το σταυρό τους να κάνουν. Αν υποθέσουμε ότι μας έλεγαν τη στιγμή αυτή, Όποιος πει «Χριστός ανέστη» θα εκτελεστή, σας ερωτώ, ποιος από μας, είτε λαϊκός είτε κληρικός, θα εύρισκε το θάρρος να το κάνη; Οι άγιοι όμως εκείνοι με το «Χριστός ανέστη» σφράγιζαν την επίγεια ζωή τους.

Και όχι μόνο άνθρωποι και. λογικά όντα, αλλά και τα άψυχα κηρύττουν το «Χριστός ανέστη»• και «οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40). Το φωνάζει ό λίθος πού βρέθηκε αποκεκυλισμένος, ό τάφος πού βρέθηκε κενός, τα οθόνια και το σουδάριο πού βρέθηκε «ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Ίωάν. 20,7).

«Χριστός ανέστη». Την περίοδο αυτή το φωνάζει όλη ή φύσις. Ή εορτή της Αναστάσεως συμπίπτει με την άνοιξη, την ωραιότερα εποχή του έτους. Ή άνοιξης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μεγαλόφωνο κήρυγμα της αναστάσεως του Κυρίου. Δυστυχώς όμως εμείς αυτιά έχουμε και αυτιά δεν έχουμε, μάτια έχουμε και μάτια δεν έχουμε. Ει δ' άλλως, άπ' όλα τα σημεία της φύσεως έρχεται το μεγαλειώδες μήνυμα της Αναστάσεως• το ρυάκι πού τρέχει, ή χλόη πού πρασινίζει στους κάμπους και τα βουνά, τα λουλούδια πού ανθίζουν, τα δέντρα πού φόρεσαν το νέο φύλλωμα τους, ή μέλισσα πού πετάει από άνθος σε άνθος για να συλλέξει τη γύρη και να κατασκευάσει το μέλι, το αηδόνι πού νικά και το Μπετόβεν, τα άστρα πού μαρμαίρουν στον ουρανό, οί ποταμοί πού ροχθίζουν, οι λίμνες που λάμπουν, όλα «κρένουν» όπως λέει ό δικός μας ποιητής ό Σολωμός, όλα με το δικό τους τρόπο φωνάζουν, «Χρίστος ανέστη». Άλλα εμείς, αναίσθητοι, δεν ακούμε τη φωνή αυτή πού εκπέμπεται από κάθε μόριο και κάθε κύτταρο της δημιουργίας.

«Χριστός ανέστη», φωνάζει τέλος - ποιος; Και το κόκκινο πασχαλινό αβγό. Γιατί άραγε επικράτησε ή συνήθεια, το Πάσχα να διανέμει ή Εκκλησία από ένα κόκκινο αβγό; είναι σύμβολο της Αναστάσεως. Με απλούστερα λόγια. Το βλέπετε το αβγό; είναι ένας τάφος. Όπως θάβουμε το νεκρό και καλύπτουμε το σώμα με μια πλάκα, έτσι και μέσα στο αβγό είναι «ή ζωή εν τάφω» (Έπα. θρ. α' στάσ.), και το κέλυφος είναι ή πλάκα του μνήματος. Μέσα στο αβγό είναι ή ζωή. Τι μυστήρια κρύβει ό Θεός! Εάν κάποιος δεν το ξέρη αυτό και του πεις, ότι από το αβγό θα βγει ένα αηδόνι, θα σου πει πώς τρελάθηκες. Και όμως έτσι δεν είναι; Μέσα σ αυτό είναι «ή ζωή εν τάφω», ή ζωή υπό μορφή σπέρματος. Εκεί μέσα κλείνεται το πουλάκι πού θερμαίνει ή κλώσα. Αυτό συνεχώς μεγαλώνει, κι όταν φθάσει πλέον σε κατάσταση ωριμότητας - Τι κάνει; με το ράμφος, με την μυτίτσα του, κτυπάει και σπάει την πλάκα, το τσόφλι, και βγαίνει έξω. Τη στιγμή πού βγαίνει, τι λέει; «Χριστός ανέστη» Μάλιστα. Αν λοιπόν ό θεός έδωσε σ' ένα αβγό τέτοια δύναμη, πού όλοι οί επιστήμονες να μαζευτούνε δεν μπορούν να κάνουν ένα αβγό, ώστε ν' αναπηδά άπ' αυτό μια ολόκληρη ζωή, πόσο μάλλον εκείνος έχει τη δύναμη ν' αναστηθεί; Άπιστοι και άθεοι, «Χριστός ανέστη», σας λέει και το αβγό.

Και κάτι ακόμη. Γιατί βάφεται κόκκινο το αβγό; Το βάφουμε κόκκινο, διότι με το χρώμα αυτό συμβολίζεται το αίμα του Χριστού πού χύθηκε στο σταυρό. Το μεν αβγό συμβολίζει τον τάφο του Χριστού, το δε κόκκινο χρώμα συμβολίζει το υπέρτιμον αίμα του με το οποίο εβάφησαν οί βράχοι του Γολγοθά, το αίμα του Θεανθρώπου. Σ' ευχαριστούμε, Χριστέ! ας του πει Όποιος καθένας μας. Αυτή τη σημασία έχει το αβγό- κηρύττει το «Χριστός ανέστη».

Όλα αυτά τα τεκμήρια, αγαπητοί μου, διαλαλούν τη νίκη του Εσταυρωμένου. Άλλα κοντά σ' αυτά επιθυμώ να προσθέσω ένα ακόμη, πού είναι και το ισχυρότερο. Ποιο είναι αυτό; Δεν προέρχεται από την πλευρά των αψύχων και της φύσεως, ούτε από την πλευρά των αποστόλων και των μαρτύρων είναι κάτι πού πρέπει να προέλθει από εμάς. Εξηγούμαι. Κοντά στις μαρτυρίες πού είπαμε πρέπει να προσθέσουμε και μία δική μας μαρτυρία. Κα! με ποιο τρόπο ό καθένας από μας μπορεί ν' απόδειξη, ότι ό Χριστός δεν πέθανε, αλλά ζει και βασιλεύει; Παρακαλώ προσέξτε, γιατί αυτό είναι το σπουδαιότερο σημείο. Για να σας εξηγήσω, πώς ό καθένας από μας μπορεί να γίνει μια ζωντανή απόδειξης ότι Όποιος «Χριστός ανέστη εκ νεκρών», αναφέρω ένα γεγονός και τελειώνω.

Προ καιρού ή αθλία και αμαρτωλή μας τηλεόρασης έδειξε το εξής. Σε κάποια εκπομπή έφεραν μια κοπέλα, την οποία οι κουλτουριάρηδες προσπαθούσαν να την παγιδεύσουν. Ήταν ένα κορίτσι των Αθηνών ηλικίας 20-22 ετών, ένα κορίτσι πού είχε προσβληθεί από τη νόσο της εποχής, τα ναρκωτικά. Ήταν ναρκομανής, έπινε χασίς και μαριχουάνα, πού κάνουν θραύση στους νέους μας. Προσπάθησε να θεραπευθεί, να ελευθερωθεί άπ' αυτό το ελάττωμα, τη ρίζα αυτή του κακού. Και που δεν πήγε• σε γιατρούς πήγε, σε ψυχιάτρους πήγε, διάφορα μέσα μεταχειρίστηκε. Τίποτε. Το κακό ήταν ριζωμένο βαθιά στην ύπαρξη της. Τέλος βγήκε τη θεραπεία. Και το είπε εκεί στην εκπομπή. Τι είπε• —Ας έχει δόξα ό Χριστός, είναι τώρα ένα μεγάλο διάστημα, πού έκοψα τα ναρκωτικά. —Πώς τα 'κοψες; τη ρώτησαν. —Τα 'κοψα, άπαντα, με τη βοήθεια του Χριστού. Πίστεψα, έκλαψα, εξομολογήθηκα, κι από τότε απαλλάχτηκα από το βάσανο. —Τι μας λες τώρα! την περιγέλασαν οί κουλτουριάρηδες. —Μη γελάτε, τους λέει. Αν εσείς δεν πιστεύετε, εγώ πιστεύω ότι ό Χριστός είναι εκείνος πού μου έδωσε αυτή την ανάσταση...

Καταλάβατε, αγαπητοί μου, ποια είναι ή μεγαλύτερα μαρτυρία, ποιο είναι το ισχυρότερο τεκμήριο; Δεν είναι αυτό μία απόδειξης; Να μια σημερινή νέα. Όχι μόνο το αηδόνι ή, ή μέλισσα ή το αβγό ή κάτι άλλο, αλλά μια κοπέλα, πού ή ίδια από την τηλεόραση, εν μέσω απίστων και άθεων, διαλάλησε ότι Όποιος Χριστός δεν απέθανε, αλλά ζή και βασιλεύει και χαρίζει την ανάσταση!

Μάλιστα, αδελφοί μου. Εφ' όσον επάνω στον πλανήτη μας θα υπάρχει έστω και ένας ζωντανός Χριστιανός, θα φτάνει αυτός Όποιος ένας και μόνος του ν' απόδειξη, ότι στις καρδιές ζει και βασιλεύει ό Χριστός• όν, παίδες Ελλήνων, υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας• αμήν.

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ιερό ναό Άγιου Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης την 18-04-1982 το εσπέρας με άλλο τίτλο. Καταγραφή και σύντμησης 1-5-2005.

Eνας Διάλογος περί Αναστάσεως

Eνας Διάλογος περί Αναστάσεως


Ερωτά ο π.Θεόφιλος Ζησόπουλος,

απαντά ο π.Δανιήλ Αεράκης.




Ερώτησις (π.Θεόφιλος):
Κοντά μας σήμερα, έχομε τον σεβαστό πατέρα Δανιήλ Αεράκη, ιεροκήρυκα των Αθηνών, για να μην πω και πάσης Ελλάδος, γιατί ως γνωστόν, ο πατήρ Δανιήλ επισκέπτεται και πόλεις και χωριά σχεδόν ολοκλήρου της Ελλάδος, όπου ασχολείται με το κήρυγμα και την κατήχησι. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και επιτελεί ένα θαυμάσιο κοινωνικό και κατηχητικό έργο μέσα στο χώρο της Εκκλησίας μας. Πάτερ Δανιήλ, Χριστός Ανέστη.

π.Δανιήλ: Αληθώς Ανέστη.
 

Ερώτησις (π.Θεόφιλος):
 
Σας καλοσωρίζομε στο στούντιο για μια ακόμη φορά, και για άλλες πολλές φορές ακόμη, και θα ήθελα πριν να προχωρήσωμε να αποσπάσω και μία υπόσχεσή σας ότι θα σας έχομε και σε άλλες εκπομπές, για να ικανοποιήσωμε και τις απαιτήσεις των τηλεθεατών μας.

Απάντησις ( π.Δανιήλ): Θεού θέλοντος.
 

Ερώτησις (π.Θεόφιλος): Θεού θέλοντος, ευχαριστούμε πολύ για τη δέσμευσι. Το θέμα, πάτερ Δανιήλ με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα, είναι η Ανάστασις του Χριστού. Είναι βέβαια ένα κορυφαίον γεγονός, στο οποίο η λογική του ανθρώπου σκοντάφτει. Πολλοί, έγιναν πολέμιοι της Αναστάσεως του Χριστού γιατί κινήθηκαν στο χώρο της λογικής, και δεν μπορούσαν με τη σκέψι τους και με τη λογική τους να ερμηνεύσουν και να εξηγήσουν πῶς Εκείνος ο κρεμασμένος νεκρός επάνω στο Σταυρό, που θάφτηκε μέσα στο μνήμα, αναστήθηκε! Προσκρούει στη λογική. Θα θέλαμε, γιατί είναι ένα βασικό και θεμελιώδες δόγμα η Ανάστασι του Χριστού στο χώρο της πίστεώς μας, θα θέλαμε να μας πείτε πρώτα γενικά περί της Αναστάσεως του Κυρίου μας.
 

Απάντησις (π.Δανιήλ): Χαίρομαι βεβαίως γιατί βρίσκομαι εδώ, χαίρομαι γιατί βρίσκομαι σε περίοδο Αναστάσιμη, σε περίοδο που δεσπόζει το «Χριστός Ανέστη», σε περίοδο που οι χριστιανοί χαιρετιώνται, υποτίθεται ότι χαιρετιώνται με το «Χριστός Ανέστη» και η απάντησις πάντοτε είναι το «Αληθώς Ανέστη». Θα ήθελα να αρχίσω με κάτι που είπατε, και με το οποίον, τρόπον τινα, διαφωνώ. Τρόπον τινα: Ότι είναι πέρα απ’ τη λογική η Ανάστασις του Χριστού. Κι ότι σκοντάφτει η λογική. Μάλλον θα έλεγα, ότι μεταξύ των δύο γεγονότων, της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου και της Αναστάσεως του Χριστού, εκείνο το γεγονός το οποίο συνάδει περισσότερο με τη λογική του ανθρώπου, είναι η Ανάστασις. Η Σάρκωσις είναι Μυστήριο μυστηρίων, και γι’αυτό είναι και ανεπανάληπτο το γεγονός της Σαρκώσεως.
 


Η Ανάστασις, πέρα του ότι δεν είναι ανεπανάληπτη, είναι η «απαρχή των κεκοιμημένων», έγιναν, γίνονται και θα γίνονται εις τους αιώνας πολλές αναστάσεις, είναι το γεγονός το οποίον συνάδει, όπως είπα, με τη λογική. Γιατί; Διότι ο άνθρωπος έχει μπροστά του τόσες αναστάσεις, που δεν δικαιολογείται να μην πιστεύει εις την Ανάστασι Εκείνου, ο οποίος κάνει όλες αυτές τις αναστάσεις. Γι’αυτό βλέπετε, ο Απόστολος Παύλος στο περίφημο κεφάλαιο της Αναστάσεως, που είναι το δέκατο πέμπτο της πρώτης προς Κορινθίους, μεταξύ των άλλων χρησιμοποιεί και όλα αυτά τα επιχειρήματα, τα ντοκουμέντα, εκ των φυσικών αναστάσεων, για να πει ότι δεν υπάρχει πιο λογικό γεγονός από την ανάστασι. Σύ λέγει, να πω ένα παράδειγμα, εσύ άνθρωπε που δεν πιστεύεις στην ανάστασι, είσαι ανόητος, γιατί;


Τον σπόρο, τον οποίο παίρνεις, τον σπέρνεις στη γη, και όταν τον σπέρνεις στη γη χάνεται, σαπίζει, λιώνει, και ξαφνικά αυτός ο σπόρος που εσύ νομίζεις ότι χάθηκε, ξαφνικά έρχεται η άνοιξις και ανθίζει, και λουλουδίζει, και καρπίζει, και ενώ έσπειρες ένα σπόρο, θερίζεις μυριάδες σπόρους. Εάν λοιπόν ο σπόρος έχει αυτή την αναστάσιμη δύναμι, ώστε να κάνη την έκρηξι που λέγεται ανάστασις και που λέγεται άνοιξις, Εκείνος ο οποίος δημιούργησε την φύσι, δημιούργησε την πλάσι και δημιούργησε τόσες αναστάσεις, δεν θα ανίστατο εκ των νεκρών;


Ένα αυτό. Δεύτερον: όταν η φύσις ανασταίνεται, όταν τα λουλούδια ανθίζουν, είναι σαν να φωνάζουν: «Χριστός Ανέστη», η φύσις ανέστη. Ο ήλιος όταν το βράδυ δύει, νομίζεις πάει χάθηκε γιατί πήγε να φωτίσει σε άλλο ημισφαίριο, και το πρωϊ με την ανατολή του φωνάζει «Χριστός Ανέστη», το φως ανέστη!


Ο Χριστός, χρησιμοποιεί, και αυτό το παράδειγμα: της γεννήσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γεννιέται τρεις φορές. ανασταίνεται τρεις φορές. Τα λέει ο Χριστός αυτά. Τη μία όταν από τον τάφο της ανυπαρξίας ανασταίνεται σαν ύπαρξη και μπαίνει σαν ζωή εν τάφω μέσα στην κυοφορία της μητέρας. Και εκεί ζῆ, και νομίζεις ότι… πού είναι το παιδί; Ζῆ! Και ξαφνικά, γίνεται η δεύτερη ανάστασις, από τον τάφο της κυήσεως έρχεται στο φως της υπάρξεως. Και μετά έχουμε μια άλλη ανάστασι πάλι αυτού του παιδιού, και βλέπεις, κάθε αλλαγή της ηλικίας είναι μία ανάστασις.


Αυτές όλες και πλήθος άλλων φυσικών αναστάσεων που αναφέρει ο Κύριος, αναφέρει η Παλαιά, αναφέρει η Καινή Διαθήκη, αναφέρει το σύμπαν που είναι γεμάτο από αναστάσεις, φανερώνουν αυτό που ήθελα να πω απ’την αρχή, ότι δεν προσκρούει στη λογική η Ανάστασις του Χριστού αλλά αποτελεί την φυσική συνέπεια της ζωής. Επομένως η Ανάστασις του Χριστού ήταν αναμενόμενο γεγονός, είναι η δυναμική της Παντοδυναμίας του Χριστού. Και θα έλεγε κανείς, εάν επάνω στο Σταυρό βλέπει κανείς το κορύφωμα της Αγάπης, στην Ανάστασι βλέπει κανείς το αποκορύφωμα της Παντοδυναμίας του Θεού.


Επομένως εκείνοι που δεν μπορούσαν να φανταστούν την Ανάστασι είναι οι μαθητές. Και οι μαθήτριες του Χριστού. Και εδώ είναι ένα μυστήριον, γιατί δεν μπορούσαν να φανταστούν την Ανάστασι του Χριστού καίτοι ο Χριστός τους είχε μιλήσει για την Ανάστασι καθαρά. Τους είπε ότι «αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και δει ο Υιός του ανθρώπου αποκτανθῆναι και τη Τρίτη ημέρα εγερθῆναι».
Έχουμε τη μια κατηγορία λοιπόν των ανθρώπων όπως ήταν οι μαθητές και οι μαθήτριες που ήταν ανυποψίαστοι ή δεν φαντάζονταν την Ανάστασι.
Και απ’ την άλλη, είναι η κατηγορία που είπατε σεις προηγουμένως, εκείνοι οι οποίοι για λόγους σκοπιμότητος και συμφέροντος δεν ήθελαν επ’ουδενί λόγω να γίνη η Ανάστασις, εκείνοι οι οποίοι θέλησαν να εμποδίσουν την Ανάστασι, κι’εκείνοι οι οποίοι όταν έγινε η Ανάστασι την πολέμησαν την Ανάστασι. Αυτό δεν έγινε διότι δεν είχαν λογικά επιχειρήματα να πιστέψουν την Ανάστασι. Αυτό δεν έγινε διότι, δεν εγνώριζαν ότι έγινε! Δεν τους συνέφερε η Ανάστασις! Γι’ αυτό βλέπετε, αφού ο Κύριος μπαίνει μέσα στον τάφο, ως «η Ζωή εν τάφω», οι Αρχιερείς και οι ιερείς και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι οι οποίοι ήξεραν ότι καίτοι τον εσταύρωσαν, ο «φάκελλος» που λέγεται Ιησούς δεν έκλεισε, τρέχουν στον Πιλάτο και λένε: κύριε, αυτός ο πλάνος, ο πλάνος, είπε έτι ζων ότι μετά τρεις ημέρας εγείρομαι, το ήξεραν αυτό, όχι απλώς το ήξεραν, ήσαν βέβαιοι ότι θα αναστηθή.


Θα σας πω μετά γιατί ήσαν βέβαιοι. Στείλε, λέει, κουστωδία, να φυλάξουν τον τάφο! Και στέλνει ο Πιλάτος, με το μυαλό που είχε και αυτός, να φυλάξουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, με τις λόγχες και με τις ασπίδες! Αν είναι δυνατόν ποτέ, μια μεραρχία ν’ανεβή στην κορυφή του βουνού για να εμποδίση με τις λόγχες και με τα πολυβόλα την ανατολή του ήλιου, άλλο τόσο θα ήταν δυνατόν ορισμένοι Ρωμαίοι στρατιώτες να εμποδίσουν την Ανατολή του Ήλιου μέσα από τον τάφο του Κυρίου! Και όταν ο Κύριος ανασταίνεται, εσφραγισμένου του μνήματος ανασταίνεται, οι στρατιώτες βλέπουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως. Οι στρατιώτες «απενεκρώθησαν», δηλαδή φοβήθηκαν και ταράχτηκαν, πότε; Όταν ο άγγελος κατέβηκε από τον ουρανό και απεκύλισε τον λίθον και εγένετο σεισμός μέγας, τότε, από του φόβου απενεκρώθησαν και εγένοντο ωσεί νεκροί, λέει ο ευαγγελιστής. Αυτό σημαίνει, ότι οι στρατιώτες οι Ρωμαίοι είδαν μαζί με τις μυροφόρες τα τεκμήρια, τα ντοκουμέντα, τις αποδείξεις του κενού (με ε) και καινού (με αι) τάφου, του άδειου τάφου και του καινούργιου τάφου. Είδαν τα οθόνια, είδαν και το σουδάριο.


Και όταν επήγαν στα αφεντικά τους, τους είπαν; «Ηγέρθη»! Ηγέρθη! Ανέστη! Τότε, τους είπαν: Κλείστε το στόμα! Σφραγίστε το, δεν μας συμφέρει να το μάθη κανείς, ούτε ένας, πάρτε λεφτά, όσα λεφτά θέλετε, αρκεί να παραπληροφορήσετε τον κόσμο ότι δεν ανέστη εκ νεκρών, κι’ότι δήθεν κοιμόσασταν εσείς και ήρθαν οι μαθηταί κι’έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Πάρτε όσα χρήματα θέλετε! Δεν τους συνέφερε η ανάστασις! Η Ανάστασις λοιπόν, για να καταλήξω σ’αυτό το σημείο που ερωτήσατε, είναι το πλέον φυσικό, το πλέον λογικό, το πλέον δυνατό, αλλά και το πλέον καθολικό γεγονός. Θα έλεγα με μία λέξη που χρησιμοποιούν και οι πατέρες, ότι, η Ανάστασις είναι η πλέον πολύτεκνος γυναίκα.


Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Υιός του Θεού, είναι μονογενής Υιός της Μητρός, της Θεοτόκου. Ως εγερθείς όμως εκ νεκρών, είναι ο πρωτότοκος εκ των νεκρών, όχι με την έννοιαν του πρωτοτόκου εκ της Παρθένου, αλλά με την έννοια ότι είναι ο πρόδρομος, ο πρώτος που βγαίνει μπροστά, ο μπροστάρης της Αναστάσεως και πίσω από τον πρωτότοκο της Αναστάσεως προχωρούν πλέον όλοι οι αναστημένοι, αφού όλοι οι άνθρωποι, είτε πιστεύουν στην Ανάστασι του Χριστού, είτε δεν πιστεύουν στην Ανάστασι του Χριστού, θα γίνουν οπωσδήποτε παιδιά της αναστάσεως∙ όπως δεν μας ρώτησε κανείς για να ζήσουμε την πρώτη ανάστασι που σημαίνει η γέννησις, γιατί η γέννησις είναι η ανάστασις και η ανάστασις είναι γέννησις, έτσι δεν θα μας ρωτήσει κανείς αν θέλουμε να αναστηθούμε εκ νεκρών, εφόσον όταν χτυπήσει το καμπανάκι της αναστάσεως κατά την Δευτέρα του Χριστού Παρουσία, «πάντες οι εν της μνημείοις ακούσωνται της φωνής Αυτού και αναστήσωνται εκ των νεκρών». Αυτό, το γεγονός της Αναστάσεως λοιπόν, είναι φυσικό, λογικό, δυναμικό, συγκλονιστικό.

Ερώτησις: Μάλιστα. Εδώ που φθάσαμε, εύλογα γεννάται το ερώτημα, ότι, οι πρώτοι πολέμιοι του θαύματος της Αναστάσεως είναι οι άρχοντες των Ιουδαίων και έχουμε εκεί και μια ιδιαιτέρα τάξι από το λαό των Ιουδαίων, τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι αντιμάχονται την ανάστασι και σε καμμιά περίπτωσι δεν δέχονται το γεγονός της Αναστάσεως. Μήπως θα μπορούσατε να μας πῆτε κάτι γι’αυτό για να μπούμε μετά στους αποστόλους, στους μαθητάς και στους οικείους του Κυρίου μας οι οποίοι αμφισβητούν την Ανάστασι, και αυτοί, από άλλους λόγους και εξ άλλης αφορμής κινούμενοι;
 

Απάντησις: Οι μεν Σαδδουκαίοι, η μία από τις τρεις θρησκευτικές τάξεις, τα θρησκευτικά κόμματα της εποχής (Εσσαίοι, Φαρισαίοι, και Σαδδουκαίοι), οι μεν Σαδδουκαίοι ήσαν εκείνοι οι λέγοντες «μη είναι ανάστασιν», και ενώ θέλησαν να πειράξουν τον Κύριο με εκείνο το παράδοξο και ανόητο και σεξουαλικό παράδειγμα που του ανέφεραν για να τον πειράξουν, ο Κύριος όχι μόνον δεν πειράχτηκε, αλλά πήρε αφορμή για να τους μιλήση πῶς θα είναι η ζωή μετά την ανάστασι. Εδώ θέλω να κάνω μία σημείωσι και να πω, όταν μιλάμε για ανάστασι, ότι η ανάστασις είναι άλλο πράγμα από την αθανασία της ψυχής.


Για την αθανασία της ψυχής μιλούσαν και οι αρχαίοι, μιλούσαν και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, για την αθανασία της ψυχής μιλούν και οι θρησκείες, άλλο είναι η αθανασία της ψυχής και άλλο είναι η ανάστασις. Η αθανασία δεν είναι ανάστασις, η ανάστασις είναι και αθανασία, τι εννοώ; Αθανασία έχει και το κακό, αθανασία έχει και ο Διάβολος, αθανασία θα’χουν και οι κολασμένοι, αθάνατοι θα’ναι μέσα στην κόλασι. Η ανάστασις είναι η αθανασία του φωτός. Είναι η αθανασία της αιωνίου ζωής. Είναι η αθανασία της Βασιλείας των Ουρανών.


Η ανάστασις έχει δύο πλευρές, η μία πλευρά είναι η ανάστασις η πνευματική για την οποία μιλάει ο Χριστός στο διάλογό του με τον Νικόδημο, ότι αν δεν ξαναγεννηθή κάποιος δεν θα μπορέσει να ζήση μαζί με το Θεό αιώνια, και του λέει ο Νικόδημος: δηλαδή πώς θα ξαναμπώ εγώ, γέρος ων στην κοιλία της μητέρας μου; δεν καταλάβαινε! κι ο Χριστός του μιλούσε για την αναγέννησι, είναι αυτό που λέμε ανάστασι πνευματική. Όταν δηλαδή ανασταίνεται ένας αμαρτωλός από τον τάφο της αμαρτίας, αυτή είναι η μεγάλη ανάστασις, αυτή είναι η «δύσκολη ανάστασι»!


Και έχουμε και την ανάστασι των σωμάτων όλων των νεκρών που είναι η «εύκολη» ανάστασι. Και θα πώ γιατί η μία είναι δύσκολη, η άλλη είναι εύκολη. Το να αναστηθῆ ένας αμαρτωλός από τον τάφο της αμαρτίας, το να γίνη, ένας σαρκολάτρης, να γίνη εγκρατής, το να γίνη ένας θυμώδης πράος, το να γίνη ένας διώκτης του Ευαγελίου του Χριστού, απόστολος, όπως έγινε ο απόστολος Παύλος, το να γίνη ένας άγριος, άγιος, προπαντός το να γίνη ένας φιλάργυρος ελεήμων, κι αυτό είναι απ’ τα πολύ δύσκολα, αυτές είναι αναστάσεις, οι οποίες αναστάσεις είναι δύσκολες, απείρως δυσκολώτερες από όλες τις αναστάσεις που θα γίνουν την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας.


Γιατί; Διότι με την ανάστασι των νεκρών, η οποία είναι πίστις μας: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών», και θέλω να το τονίσω πολύ αυτό το πράγμα, διότι δεν πιστεύουν πολλοί ότι ο άνθρωπός τους που μπήκε στο μνήμα, μπήκε μόνο για να φυτευτῆ και ν’ανθίση λουλούδι καινούργιο με την ανάστασι∙ διότι θ’αναστηθῆ ο δικός τους άνθρωπος∙ κι’ ότι μέσα στον τάφο μπήκε μόνο για να αλλάξη στολή, λέει ο Παύλος στον ύμνο της Αναστάσεως: δει το φθαρτόν ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν ενδύσασθαι αθανασίαν και όταν το φθαρτόν ενδύσεται αφθαρσίαν και το θνητόν αθανασίαν τότε θα γίνη ο μεγάλος θρίαμβος και θ’ ακουστῆ: πού σου θάνατε το κέντρον, πού σου Άδη το νίκος;


Λοιπόν, η ανάστασις των νεκρών, την οποίαν αμφισβητούν δυστυχώς και οι περισσότεροι ορθόδοξοι, είναι πανεύκολο για το Χριστό. Το δύσκολο είναι η πνευματική ανάστασις των αμαρτωλών και εξηγούμαι γιατί: Διότι, το σώμα που θα αναστηθῆ, το νεκρό, τα κόκκαλα, εκεί που βρίσκονται… δεν πρέπει να νοιαζόμαστε που θα πάη το σώμα μας, όπου θέλουν ας μας θάψουν, η ανάστασις θα μας ανακαλύψη όπου κι αν βρισκόμαστε! Γι’ αυτό οι χριστιανοί δεν πολυπραγμονούν, δεν πολυπραγμονούν που θα τους θάψουν.
Το ν’αναστηθῆ το σώμα, είναι εύκολο, γιατί; Διότι, μεταξύ της παντοδυναμίας του Θεού και του υλικού σώματος, δεν μεσολαβεί καμία αντίστασις. Το να αναστηθῆ όμως ένας ζωντανός άνθρωπος από το πτώμα της αμαρτίας και να γίνη νέος άνθρωπος, αυτό είναι πολύ δύσκολο ακόμα και στην παντοδυναμία του Θεού, διότι μεταξύ της παντοδυναμίας και του ανθρώπου μεσολαβεί εκείνη η δύσκολη αντίστασις που λέγεται ελευθέρα βούλησις, το πείσμα του ανθρώπου που ρέπει προς την αμαρτία, ο άνθρωπος ο οποίος αγαπά πιο πολύ το σκοτάδι και όχι το φως, και επομένως, για να γίνη η ανάστασις η πνευματική, συνεργάζεται η παντοδυναμία του Θεού, με τη (βούληση) του ανθρώπου.


Ποιο είναι το συμπέρασμά μου; Εφόσον λοιπόν, έχουμε χειροπιαστές δύσκολες αναστάσεις, που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται, οι άγιοι, ο κάθε χριστιανός άγιος, ο κάθε αναγεννημένος κι έχουμε πλήθος μαρτυριών! Γιατί αμφιβάλλεις, αφού έγινε το δύσκολο, ότι θα γίνη το πανεύκολο πράγμα, ένα πράγμα το οποίον έχει επαναληφθεί; Λέει ο Παύλος, όταν έχει γίνει το άλλο δύσκολο: εκ του μηδενός να εγείρεται άνθρωπος, εγείρεται στον τόπο, εκ της ανυπαρξίας, τι είναι πιο εύκολο, απ’το μηδέν ανασταίνεται άνθρωπος, ή, μερικά οστά, όπως προφητεύει στην περίφημη προφητεία ο Ιεζεκιήλ ο προφήτης, και ακούμε τη Μεγάλη Παρασκευή μετά τον επιτάφιο, μερικά οστά που ήσαν ανθρώπινα οστά, να ξαναγίνουν και να ξαναστηθῆ ο άνθρωπος; Ποιο είναι πιο εύκολο; Ασφαλώς το δεύτερο! Αφού λοιπόν έγινε το πρώτο, εκ της ανυπαρξίας ανίσταται άνθρωπος, γιατί τότε να αμφιβάλης για το εύκολο, και αφού είναι ακόμα πιο δύσκολο απ’την αμαρτία να γίνεται άγιος, γιατί αφιβάλλεις;
 

Ερώτησις: Πάτερ Δανιήλ, ο Κύριος είχε ομιλήσει πολλές φορές για την Ανάστασί Του, οι ίδιοι οι μαθηταί, είδαν με τα μάτια τους νεκρούς να τους ανασταίνη ο Χριστός…
 

Απάντησις: Και οι ίδιοι ανέστησαν!
 

Ερώτησις: Και οι ίδιοι; εκ των υστέρων, μετέπειτα… πότε ;
 

Απάντησις: Όχι, όταν τους έστειλε στην αποστολή, και ήρθαν κι έκαναν απολογισμό, και λέει: Στο όνομά Σου νεκροί ηγέρθησαν, και ο Ιούδας ανέστησε νεκρούς, εδώ είναι το φοβερό πράμα αυτό που είπατε, ενώ είχαν δει τη Χάρι, τη Δύναμι του Θεού, την είχαν λάβει, είχαν γίνει όργανα λειτουργίας της Αναστάσεως, ενώ σαφέστατα ο Χριστός τους είπε : ουκ αφήσω υμάς ορφανούς, έρχομαι πάλιν προς υμάς, ενώ τους είχε πάλι πει, η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται, ενώ πάλι τους είχε χρησιμοποιήσει το παράδειγμα της γυναίκας, της κυήσεως, και τους λέει: η γυνή όταν τίκτει θλίψιν έχει, πόνον έχει, αλλά όταν γεννηθεί τότε χαίρεται, διότι άνθρωπος ήλθεν εις τον κόσμο, ενώ λοιπόν τόσες φορές τους είχε αναφέρει το παράδειγμα του Ιωνά, τόσες φορές τους είχε μιλήσει περί Αναστάσεως… εδώ είναι το μυστήριο της οικονομίας, εγώ το θεωρώ οικονομία αυτό, πώς;


Κλείστηκαν τα μάτια των μαθητών για ένα διάστημα, να μην μπορούν να δουν την Ανάστασί Του. Κλείστηκε η φαντασία και ο ορίζοντάς τους τόσο πολύ, ώστε κλειδαμπαρώθηκαν διά τον φόβον των Ιουδαίων, εγκατέλειψαν τον Διδάσκαλο, απεδείχθησαν ανθρωπάκια αδύνατα, που το’βαλαν στα πόδια, και όλα αυτά είναι πειστήρια, ακριβώς για να φανή ότι η Ανάστασις δεν μπορούσε να είναι ούτε καρπός της φαντασιοπληξίας μερικών γυναικών, ούτε φαντασία ή ανακάλυψις των μαθητών, αλλά αυτοί οι μαθητές που φάνηκαν τόσο δειλοί, αυτοί οι μαθητές οι οποίοι ξέχασαν ότι θα αναστηθῆ ο Χριστός, αυτοί οι μαθητές που όταν πηγαίνουν οι μυροφόρες και τους λένε «Ανέστη», εφάνησαν, λέει «ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών και ηπίστουν», τι είναι αυτά που λέτε, φλυαρίες, και απιστούσαν, αυτοί οι μαθητές βαδίζουν μελαγχολικά, στο πρόσωπο των δύο πορευομένων προς Εμμαούς, ξαφνικά να μεταβάλλονται και η μεταβολή των αποστόλων, όπως γνωρίζουμε αποτελεί «την ανάστασι μετά την Ανάστασι», το πιο τρανταχτό ντοκουμέντο της Αναστάσεως!


Οι δειλοί γίνονται «λέοντες πυρ πνέοντες», οι αγράμματοι γίνονται πάνσοφοι, οι άλαλοι γίνονται θαρραλέοι ομολογητές. Τους ραβδίζουν μετά και τους φραγελλώνουν και τους λένε, επιτέλους πάψτε να μιλάτε διά το όνομα του Ιησού, κι αυτός ο Πέτρος που μπροστά σ’ένα κοριτσάκι δεν μπορούσε να ομολογήση τον Ιησούν Χριστόν, και Τον αρνήθηκε, τον ακούς μετά να λέη: «ου δυνάμεθα α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν», αυτή η μεταβολή των αποστόλων, που αγράμματοι, άσημοι, άοπλοι, χωρίς υλικά εφόδια, χωρίς τίποτε, γίνονται οι αναμορφωτές της οικουμένης, αποτελούν την μεγαλύτερη απόδειξη της αλλαγής και μεταβολής που κάνει η Ανάστασις. Το ίδιο και οι μαθήτριες, οι μυροφόρες. Πηγαίνουν προς το μνήμα, ανυποψίαστες για το θαύμα της Αναστάσεως. Όχι απλώς ανυποψίαστες, προβληματισμένες, «τις αποκυλίση ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου»; Όχι απλώς δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ο παντοδύναμος σείει τα πάντα και θ’αναστηθῆ, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι μια πέτρα, που δυο άνθρωποι τη βάλανε, δεν μπορούσε να αποκυλιστῆ. Τόσο, η οικονομία του Θεού είχε παρουσιάσει τη μικρότητα των μυροφόρων και των μαθητών, ώστε να φανή μετά η βεβαιότητα του γεγονότος της Αναστάσεως. Και βλέπετε τις μυροφόρες, ενώ βλέπουν τον άγγελο, να συναντούν μετά τον Πέτρο και τον Ιωάννη και να τους λένε: «Ήραν τον Κύριον εκ του μνημείου, και οικ οίδαμεν, δεν ξέρουμε, πού έθηκαν Αυτόν»!
 


Αυτό όντως σημαίνει ότι τα επιτρέπει ο Θεός όλα αυτά, ώστε να μην είναι δυνατόν η Ανάστασις ούτε φαντασιοπληξία να είναι, ούτε αποκύημα φαντασίας, ούτε φτιαχτό παραμύθι, αστείο πράγμα αν ένα παραμύθι θα μπορούσε να εμπνεύση και να ενθουσιάση τους δώδεκα αποστόλους να μεταμορφώσουν τον κόσμο∙ αυτό το παραμύθι, (αν ήταν η ανάστασις, αν ήταν δυνατόν ποτέ), να ενθουσιάση εκατομμύρια ανθρώπους και να θυσιαστούν για ένα παραμύθι∙ και προ παντός αυτό το παραμύθι να στηρίξει μια εκκλησία στους είκοσι αιώνες που συνεχώς σταυρώνεται και συνεχώς ανασταίνεται! Άρα λοιπόν επέτρεψε ο Κύριος την αδυναμία, για να φανή μετά η καταπληκτική μεταβολή της παντοδυναμίας του Χριστού που λέγεται Ανάστασις, και να αποτελούν οι απόστολοι το ντοκουμέντο της Αναστάσεως.


Το ίδιο, και σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό θα μπορούσε να πή κανείς για τη μεταστροφή του αποστόλου Παύλου, ο οποίος Παύλος είναι η μεγαλύτερη «ανάστασις» μετά την Ανάστασι του Χριστού, η μεταστροφή του. Δεν ήταν τυχαίο ότι ήταν ένας φανατικός φονταμενταλιστής ο Παύλος, ένας τι να πω δηλαδή, ένας Ταλιμπάν, πώς να το πω σήμερα, ένας καμικάζι θα λέγαμε σήμερα, φανατικός, του οποίου τα χέρια ήταν βουτηγμένα μεσ’ στο αίμα, αίμα, χριστιανικό αίμα, τους έσερνε μεσ’ στη φυλακή και νόμιζε ότι δοξάζει το Θεό μ’ αυτό τον τρόπο, και ξαφνικά αυτός ο Παύλος, ο Σαύλος, να γίνεται ο πρώτος κήρυκας των αποστόλων, του Ευαγγελίου, και όχι μόνον αυτό, αλλά να είναι ο κήρυκας του Σταυρού και της Αναστάσεως ώστε να λέγη: μη μιλάτε για άλλα πράγματα στον κόσμο, δύο πράγματα, «ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ει μη Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον» και να λέγη μετά «κηρύσσομεν την δύναμιν της Αναστάσεως Αυτού» και να φτάνη μετά στο περίφημο, λέω, κεφάλαιο, το 15 (Α΄Κορ.) της αναστάσεως, όπου με αλλεπάλληλα επιχειρήματα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, δεκαπέντε, είκοσι επιχειρήματα, να θέλη να πη ότι, αν δεν πιστεύετε ότι θα αναστηθούν οι νεκροί, ουδέ Χριστός εγήγερται, ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, άρα ματαία η Πίστις ημών και το κήρυγμα!


Αν δεν πιστεύεις κυρία μου που πας στον τάφο και κλαις απαρηγόρητα, αν δεν πιστεύεις ότι ο άνθρωπός σου θα αναστηθή, αν δεν πιστεύης ότι το παιδί σου που πέθανε είναι μεταφυτεμένο στον ουρανό, δεν πιστεύεις ότι αναστήθηκε ο Χριστός! Και αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, να γκρεμίσουμε τις εκκλησίες! Δεν είναι καμιά θρησκεία για να περνάνε καλά κάποιοι άνθρωποι, η Εκκλησία μας, πάτερ Θεόφιλε, όπως το γνωρίζετε πολύ καλύτερα, είναι η Εκκλησία της Αναστάσεως! Την Ανάστασι συνεχώς προβάλλει! Γι’ αυτό βλέπετε, την Κυριακή ημέρα, απολαμβάνουμε την Ανάστασι!

Ερώτησις: Μάλιστα, γίνεται αντιληπτό, ότι, το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού κατ’αρχήν γίνεται αποδεκτό ύστερα από έρευνα που κάνουν όλοι οι μαθηταί. Δεν το αποδέχονται, αμφισβητούν, το θεωρούν φλυαρία (ωσεί λήρον) αυτό που ακούνε ότι όντως ανέστη ο Κύριος, και μετά οι ίδιοι, αφού ο Κύριος κατά την μεγάλην Αυτού οικονομίαν εμφανίζεται ενώπιον τόσων ανθρώπων, στις ένδεκα εμφανίσεις του Κυρίου του Αναστάντος, και στις μυροφόρους και στους μαθητάς και στους ένδεκα και στη συνέχεια και στους πεντακοσίους κ.λπ. ένα γεγονός ιστορικό, που τεκμηριώνεται με ιστορικά ντοκουμέντα και γίνεται αποδεκτό, και εμείς στηριζόμενοι, δηλαδή η Εκκλησία στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Διότι εάν δεν ήτανε ο Χριστός αναστημένος, τότε, θα ήτανε όλο το σύστημα της Εκκλησίας ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, μία από τις υπάρχουσες θρησκείες του κόσμου, η οποία θα ξεκινούσε από τη γέννησι και θα κατέληγε στον τάφο. Δεν θα είχε τις διαστάσεις και αυτό το μεγαλείο που έχουμε εμείς σήμερα, διότι ο Χριστός δεν ήταν ένας κοινός θνητός, ότι δεν έμεινε μέσα στο μνήμα, ότι το μνήμα του Χριστού δεν είναι γεμάτο από κόκκαλα όπως είναι όλων των άλλων αρχηγών των θρησκειών, αλλά είναι κενό, διότι ο Χριστός δεν ήταν ένας απλός θνητός αλλά ο Θεάνθωπος, επάνω στο οποίον στηρίχθηκε η Εκκλησία και υπάρχει διά μέσου των αιώνων ακατάλυτος και αιώνιος. Και το άλλο που μας λέτε ότι η Ανάστασις του Χριστού ενεψύχωσε και τους μαθητάς αλλά και όλους όσους επίστεψαν στον Χριστό, ώστε να αγωνίζονται, να παλεύουν, να μάχονται, να μαρτυρούν, να θυσιάζουν τη ζωή των, γι’ αυτό το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού, διότι εάν όλοι αυτοί οι χριστιανοί δεν πίστευαν στην Ανάστασι του Χριστού, οπωσδήποτε δεν θα ελάβαιναν αυτό το θάρρος και αυτή την δύναμι κι αυτήν την αγωνιστικότητα και τη μαχητικότητα ώστε και τη ζωή των ακόμα να θυσιάσουν γι αυτό το πιστεύω στην Ανάστασι του Χριστού. Αλλά αν είχατε την καλοσύνη, πάτερ Δανιήλ, να μας πείτε αν έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη προεικονίσεις της Αναστάσεως του Χριστού.
 

Απάντησις: Προτού να πούμε αυτό, διότι ο ίδιος ο Κύριος, ο ίδιος ο Χριστός παρουσίασε προεικονίσεις και προτυπώσεις και συμβολισμούς της Αναστάσεως, θα ήθελα να πω δύο σκέψεις πάνω σ’αυτό που είπατε προηγουμένως. Γιατί ο Κύριος θεώρησε επάναγκες, δι ημερών τεσσαράκοντα όπως λέει η αρχή των Πράξεων των Αποστόλων, να εμφανίζεται, και το «θέατρο» της Αναστάσεως να λειτουργεί σαράντα μέρες και να εμφανίζεται ο Χριστός πολλές φορές Αναστημένος, σε πολλούς τόπους, με πολλούς τρόπους, σε πολλά πρόσωπα και πολλές μέρες;


Για να είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός της Αναστάσεως σ’εκείνους οι οποίοι δεν είναι προκατειλημμένοι, διότι όταν ο άνθρωπος είναι προκατειλημμένος, όσα θαύματα και αν δη και όσες κι αναστάσεις να δη, δεν τον συμφέρει να πιστέψει. Για ‘κείνους όμως οι οποίοι δεν είναι προκατειλημμένοι, ο Κύριος συγκαταβαίνει, που είπατε τη λέξι οικονομία, ήταν οικονομία του Ιησού να εμφανίζεται μετά την Ανάστασι, διότι το σώμα το οποίον είχε ο Ιησούς μετά την Ανάστασι δεν είναι ούτε το σώμα το χοϊκόν για το οποίο μιλάει ο Παύλος ούτε το σώμα το ψυχικόν, είναι το σώμα το πνευματικόν, είναι το σώμα που θα λάβουν και οι άνθρωποι μετά την ανάστασι και επομένως αυτό το σώμα το οποίον έχει ο Ιησούς μετά την Ανάστασι, δεν ήτανε υλικό σώμα, ώστε να ψηλαφάται, ώστε να έχει ανάγκη τροφής, παρ’ όλα ταύτα οικονομεί ο Θεός και εμφανίζεται, όχι απλώς εμφανίζεται αλλά προκαλεί την έρευνα, ο Ίδιος προκαλεί την έρευνα!


Ο Θωμάς δεν ζήτησε τίποτε άλλο από εκείνο που ζητούσαν όλοι οι μαθηταί. Και δεν εζήτησε τίποτ’ άλλο παρά το δικαίωμα το οποίον ο ίδιος ο Χριστός προκάλεσε να το ζητάνε οι άνθρωποι. Γιατί το «πίστευε και μη ερεύνα» είναι τελείως σατανικό δόγμα, και δεν έχει καθόλου σχέση με την Εκκλησία και με το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός, μόλις ανασταίνεται, και εμφανίζεται στους μαθητάς, η πρώτη λέξη ποια είναι; Πρόκλησις! Ψηλαφήσατέ με, βεβαίως πολλές φορές εμφανίστηκε «εν ετέρα μορφῆ», αυτό είναι άλλο θέμα, το εν ετέρα μορφῆ για να φανούν πολλές οι εμφανίσεις του Κυρίου, και να φανούν ότι ο Κύριος οικονομεί τα πράγματα, αλλά, το «εν ετέρα μορφῆ», εκλαμβάνεται η Σάρκωσις: «εν μορφῆ Θεού υπάρχων έλαβε δούλου μορφήν», και «εν ετέρα μορφῆ», ώστε να δοκιμάζεται η πίστις και κατόπιν να αποκαλύπτεται ο αναστάς Ιησούς.


Και προκαλεί την έρευνα, και λέει «ψηλαφήσετέ με και ίδετε», ελάτε, η Εκκλησία ουδέποτε αρνήθηκε την έρευνα στους «τύπους των ήλων», μόνο να μην παραμείνουμε στους «τύπους» και να μην παραμείνουμε στους «ήλους»! Και τους «τύπους» θα δούμε. Και τους «ήλους» θα δούμε. Αλλά θα προχωρήσουμε στην «από.καθ.ήλωση», εις την Ανάστασι, στη Νέα Ζωή, η μια παρατήρησις αυτή.


Η δεύτερη παρατήρησις είναι σε κάτι που είπατε προηγουμένως, ότι εάν δεν ήταν η Ανάστασις, ο Χριστιανισμός, είπατε προηγουμένως, και κατά κάποιο τρόπο μπορεί να το δεχθούμε, θα ήταν μια θρησκεία όπως όλες οι άλλες. Εγώ θα πω κάτι άλλο. Ότι εάν δεν ήταν η Ανάστασις, ο Χριστός δεν θα ήταν ο αληθινός Θεός, και αν δεν ήταν η Ανάστασις δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός, δεν θα υπήρχε Εκκλησία! Διότι υπάρχουν θρησκείες που είναι κατασκευάσματα των ανθρώπων, απλούστατα διότι έχουν δημαγωγικά συνθήματα και διότι έχουν υποσχέσεις υλικών και υλιστικών απολαβῶν.


Πῶς θα ήταν δυνατόν ποτέ να ξαπλωθεί το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αντιδημαγωγικά συνθήματα, σαν το σύνθημα: όποιος θέλει να με ακολουθήση θα πάρει σταυρό και θα σταυρωθή, πώς θα ήταν δυνατόν ποτέ να επικρατήση μια τέτοια θρησκεία η οποία ζητάει θυσίες, προσφορά, σταυρό; Δεν θα υπήρχε καν. Και σ’αυτό που σας λέω έρχεται συνεπίκουρο εκείνο το καταπληκτικό επιχείρημα που ακούμε στις πράξεις των αποστόλων, από τον Γαμαλιήλ. Θα το ξαναθυμίσω, είναι απ’ τα συγκλονιστικά επιχειρήματα, ότι η Εκκλησία είναι ακατανίκητος διότι είναι το Θεανθρώπινο αναστημένο σώμα του Χριστού.
 
Θα πω και για τις προτυπώσεις, δεν το’χω ξεχάσει, αλλά θέλω αυτό να το πώ γιατί είναι πολύ συγκλονιστικό.Όταν οι μαθητές μετά την Ανάστασι και μετά την Πεντηκοστή, συλλαμβάνονται, ραβδίζονται, και τελικά συνέρχεται το Συνέδριο των Ιουδαίων για να τους καταδικάσει, κι’ είναι όλοι αποφασισμένοι να τους κόψουν το κεφάλι, -ενός πρόλαβαν και έκοψαν το κεφάλι, του Ιακώβου του αδελφού του Ιωάννου, είναι ο πρώτος ο οποίος εμαρτύρησε και για να γίνη η προφητεία που είπε ο Χριστός «το ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε», και ο πρώτος που ήπιε το ποτήρι…(ήταν ο Ιάκωβος)-, αλλά μόλις λοιπόν συνέρχεται το συνέδριο των Ιουδαίων και έλεγαν - έλεγαν ωρυόμενοι, σηκώνεται ο Γαμαλιήλ, ο οποίος λέγει, είχε και κύρος, με μεγαλοψυχία: -Να βγουν έξω οι δώδεκα κατηγορούμενοι. Τους έβγαλαν έξω τους δώδεκα. - Ακούσατέ με! Προτού να εμφανιστή αυτός τον οποίον κηρύττουν, ο Ιησούς Χριστός, είχε εμφανιστή, όπως γνωρίζετε, άλλος ο οποίος απαιτούσε και έλεγε ότι είναι ο μεσσίας, κι’ αυτός λεγόταν Θευδάς. Και τον ακολούθησαν όχι δώδεκα μαθητές, αλλά χίλιοι μαθητές. Όταν όμως, λέει, αποκεφαλίστηκε ο Θευδάς, όλοι σκορπίστηκαν και χάθηκε το κίνημά του αμέσως.


Μετά το Θευδά, εμφανίζεται δεύτερος, άλλος, που έλεγε: εγώ είμαι ο μεσσίας, ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης φυσικά, και πλήθος μαθητών γύρω από αυτόν. Και όταν, λέγει, εξοντώθηκε ο Ιούδας απ’ τη Ρωμαϊκή εξουσία διά των Αρχιερέων πάλι, εξοντώθηκε ο Ιούδας ο επαναστάτης όχι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, τότε εξαφανίστηκε το κίνημά του. Τώρα, λέγει ο Γαμαλιήλ -και εδώ είναι το επιχείρημα το φοβερό της ιστορίας-, τώρα έχουμε ένα τρίτο φαινόμενο. Κάποιος Ιησούς, τον οποίον αυτοί κηρύττουν, ισχυρίζεται ότι είναι ο υιός του Θεού κι’ ότι εσταυρώθη κι’ ότι ανέστη! Ένα απ’ τα δυο συμβαίνει, λέει ο Γαμαλιήλ! Εάν μεν αυτό το οποίο κηρύττουν αυτοί οι δώδεκα άνθρωποι, είναι ψέματα, αφήστε τους, μετά από δυο τρεις μέρες θα σβήσει το κίνημά τους. Εάν όμως αυτός τον οποίον κηρύττουν είναι Ο Μεσσίας, Ο Υιός του Θεού επί της γης, ο σταυρωμένος και Αναστημένος, τότε, τους λέγει, ούτε σείς, ούτε καμία δύναμις στον κόσμο θα μπορέσει να καταλύση το κίνημά του και τότε, προσέξετε, μήπως και Θεομάχοι ευρεθῆτε!


Αυτό το επιχείρημα του Γαμαλιήλ, πού ‘ναι το συγκλονιστικότερο: Εάν ο Ιησούς δεν ήταν ο Θεός επί της γης, εκείνος ο οποίος εκουσίως σταυρώθηκε, και με την παντοδυναμία Του Ανέστη και θα αναστήση τους πάντες, ο εγείρας εαυτόν εκ νεκρών και ο εγείρας τους νεκρούς και εκείνος ο οποίος συνήγειρεν ημάς, τότε, το κίνημά Του θα είχε σβήση τελείως! Το ότι λοιπόν έζησε η Εκκλησία και ζη, είναι διότι εδραιώνεται πάνω στο θεμέλιο που λέγεται Ανάστασις. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, επειδή η Ανάστασις και ο Σταυρός είναι οι δύο πόλοι του κηρύγματος της Εκκλησίας, όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι προτυπώσεις και συμβολισμοί του Σταυρού και της Αναστάσεως. Εάν πάρουμε όλους τους Προφήτες, για δύο πράγματα μιλούν: Για το Σταυρό και την Ανάστασι!



Ο ίδιος ο Χριστός χρησιμοποίησε απ’την Παλαιά Διαθήκη τρία παραδείγματα:
Πρώτον, χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Ιωνά του προφήτου. Και όταν του είπαν οι Ιουδαίοι, τι ειν’αυτά που κάνεις, του λέει, και παίρνεις το φραγέλλιο και μας πετάς έξω από δω, τι είσαι συ, του λένε, «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς», μπρός, κάνε μας σημείο να πιστέψουμε! Ο Κύριος τους κοίταξε με την πραότητα και τους λέει: Σημείον δε θα σας κάνω, δεν κάνει από περιέργεια και κατά παραγγελία θαύματα ο Χριστός, άπειρα θαύματα κάνει όταν πρέπει, όταν θέλει και όταν είναι απόλυτη ανάγκη. Και τους λέει: Σημείον δεν θα σας δοθῆ, παρά μόνον ένα, το σημείον Ιωνά του προφήτου! Και λέει ο ευαγγελιστής παρακάτω: δεν κατάλαβαν τότε περί τίνος έλεγε, όταν όμως ανέστη εκ νεκρών, τότε κατάλαβαν τι σήμαινε το σημείον Ιωνά του προφήτου ο οποίος Ιωνάς είναι σύμβολο της ταφής του Χριστού και της Αναστάσεως. Ετάφη μέσα στην κοιλία του κήτους, έμεινε άθικτος στην κοιλία του κήτους και βγήκε από την κοιλία του κήτους, θα έλεγα μια απλή λέξη, τι λένε τα τροπάρια του Μεγάλου Σαββάτου; Τον ξέρασε! «Σήμερον ο Άδης στένων (στενάζοντας) βοά:συνέφερέ με, ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα μη επεδεξάμην, ελθών γαρ επ’εμέ το κράτος μου έλυσε» δε λέμε το Μ.Σάββατο; Τον ξέρασε, μη ανεχόμενος να έχει τον Ιωνά στο κήτος και τον έβγαλε ζωντανό. Έτσι, και ο Κύριος μόνος Του μπαίνει, για να σταματήση η τρικυμία της αμαρτίας, μόνος Του μπαίνει στο κήτος του θανάτου, του Άδου, μένει άθικτος, με τη Θεότητά Του ρίπτει βόμβα και καταστρέφει το Κράτος και τη μονοκρατορία του θανάτου, του Άδη, και ο Άδης Τον απέδωσε ζωντανό διότι, ουκ ήν δυνατόν Αυτόν κρατείσθαι υπό της φθοράς, ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι υπό του θανάτου τον αρχηγόν της ζωής.Άλλη φορά πάλι ο Κύριος, όταν Τον προκάλεσαν οι Ιουδαίοι, -Θέλετε σημείο; τους λέει; Ωραία. Θα σας δώσω άλλο σημείο. Λέει: Καταλύσατε τον ναόν τούτον, μπρος! Γκρεμίστε τον ναό. Και εγώ, εν τρισίν ημέραις οικοδομώ! Κι εκείνοι γέλασαν ειρωνικά! Ε, τι ειν’αυτά που λες. Εμείς, τεσσαράκοντα και τρία έτη, οι πατέρες ημών , χρειάστηκαν να χτίσουμε τον ναό, κι΄εσύ τώρα λες, σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσεις; Και σημειώνει πάλι ο Ευαγελιστής Ιωάννης: Δεν κατάλαβαν ότι περί του Ναού του Σώματος μιλούσε. Ο Κύριος, θέλησε, θέλησε, να γκρεμιστῆ ο Ναός της σαρκικής μορφής Του διά του εκουσίου θανάτου, για να ξαναχτίση, εδώ είναι το περίεργο, προσέξτε, το θεολογικώς και ανθρωπολογικώς θαυμαστόν και το φιλάνθρωπον του Θεού! Ξαναχτίζει τον ναό, με την Ανάστασή Του. Εμείς πότε χτίζουμε ένα καινούργιο ναό; Όταν ο άλλος είναι παλιός και δεν μας χωράει. Εδώ, ο Ιησούς είναι τέλειος άνθρωπος, τέλειος Θεός. Και όμως ενώ είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος γκρεμίζει αυτό το τέλειο που έχει, τη μορφή αυτή, για να ξανακτίση το σώμα Του Αναστημένο! Γιατί; Διότι απλούστατα, θέλει, μεσ’στον ναό τον καινούργιο που κτίζει και λέγεται Ανάστασις, να χωράνε όλοι οι άνθρωποι! Διότι, όταν λέμε για Ανάστασι του Χριστού, ομιλούμε για την ανάστασι του ανθρώπου, ο Θεός δεν πεθαίνει, δεν αναστήθηκε ο Θεός Ιησούς διότι δεν πεθαίνει ούτε παθαίνει ο Θεός, ποιος αναστήθηκε; η ανθρωπίνη φύσις του Κυρίου η ενωμένη με τη θεία, η οποία ανθρωπίνη φύσις έχει προσλάβει όλο το ανθρώπινο γένος, το πρόσλημμα, και επομένως αναστήθηκε το ανθρώπινο γένος, και επομένως η ανάστασις ουσιαστικά είναι συνανάστασις, γι αυτό λέει στην προς Εφεσίους επιστολή «συνήγειρεν ημάς» και «συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις».Τα δύο καταπληκτικά, φιλάνθρωπα, γεγονότα της ζωής του Κυρίου μας, Θεοφανικά, είναι η Ανάστασις και η Ανάληψις. Μας ανασταίνει όλους και επομένως δεν είναι δυνατό να είναι αναστημένο το κεφάλι και θαμμένο το σώμα. Άρα, όλοι, ως μέλη του σώματος του Χριστού είμαστε αναστημένοι, εν δυνάμει, κι αν πιστέψουμε και μετανοήσουμε γινόμαστε αναστημένοι εν ενεργεία, και με την Ανάληψη, ανεβαίνει όλο το ανθρώπινο γένος στην Θέωσι, στα δεξιά του Πατέρα, και εκεί έχει τη θέσι μας ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος είναι στον Ουρανό, εξ ου και μεσιτεύει και εξακολουθεί να είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων δηλαδή Σωτήρας, και επομένως είμαστε θεωμένοι εν Χριστῶ Ιησοῦ εφόσον παραμείνουμε ενωμένοι στο Σώμα του Κυρίου. Εάν αποκοπούμε από το Σώμα, με μια αμαρτία βαρειά που δεν μετανοούμε και δεν εξομολογούμαστε, τότε φυσικά φοβόμαστε και το θάνατο. Εάν όμως μετανοούμε συνεχώς και ζούμε τη μετάνοια που λέγεται πνευματική ανάστασις, τότε δεν φοβόμαστε τον θάνατο. Διότι με το «φέρρυ μπόουτ» που λέγεται Ανάστασις, μας έχει περάσει απ’ το τούνελ του θανάτου, απ’το σκοτεινό ποτάμι του θανάτου (εκ γαρ θανάτου προς Ζωήν και εκ γης προς Ουρανόν ημάς διεβίβασεν).Ο Κύριος λοιπόν χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Ιωνά. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ναού. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα του προφήτου Ησαϊα: Ο προφήτης Ησαϊας στο περίφημο 53ο κεφάλαιο, το οποίο το ακούμε επανειλημμένα τη Μ.Παρασκευή, όχι απλώς ζωγραφίζει τα Πάθη του Κυρίου, «ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και παρί ημών οδυνάται κ.λπ.» και «τετραυμάτισται» κ.λπ. , όχι μόνο παρουσιάζει τη μορφή του Κυρίου την τόσο ωραία μορφή, να είναι άσχημη, κατάστικτος τοις μώλωψι από τα φραγελλώματα, τα φτυσίματα, τις ροχάλες που του έριχναν, από τα αίματα, και λέει: και είδον το πρόσωπον αυτού και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος, αλλά μετά προχωρεί στην Ανάστασι, και λέει: «την δε γενεάν Αυτού τις διηγήσεται»;


Αυτό το χωρίον του Ησαϊου μ’ένα πλήθος άλλων χωρίων, φανερώνουν πως οι Προφήτες πίστευαν ακράδαντα ότι αυτός ο Μεσσίας που θα πάθη, θα Αναστηθή, ώστε η Γενεά της Αναστάσεως, η Εκκλησία, είναι πλέον αναρίθμητη γενεά. Δεν πρόκειται να καταλυθῆ η Εκκλησία! Αυτό, το ίδιο πράγμα, το λέει προτυπωτικά και ο Δαυϊδ: Όταν λέγει ο Δαυίδ «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου έως αν θῶ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδῶν σου», και , Του λέει λοιπόν, «Υιός μου εί Σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά Σε». Πού αναφέρεται αυτό το «γεγέννηκά σε»; Αφού υπάρχει η προαιώνιος γέννησις του Χριστού! Αφού ο Χριστός ως προαιώνιος Υιός και Λόγος είναι άχρονος, μάλλον αϊδιος, δεν υπάρχει χρόνος που δεν υπάρχει Χριστός, που δεν υπάρχει Θεός Λόγος, δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος! «Εγώ σήμερον γεγέννηκά Σε», είναι η νέα γέννησις, είναι η Ανάστασις. Και κάθε φορά που ο άνθρωπος μετανοεί και εξομολογείται «σήμερον γεγέννηκά σε», σήμερα γεννήθηκες, σήμερα αναγεννήθηκες, και κάθε φορά που ο άνθρωπος φεύγει απ’ αυτήν τη ζωή, ακούγεται το ίδιο, «σήμερον γεγέννηκά σε», γι’ αυτό βλέπετε και οι Μάρτυρες, όταν πεθαίνουν, γιορτάζουμε τα γενέθλια του μάρτυρα!


Γι΄ αυτό μεσ’στην Εκκλησία δεν υπάρχει η σκιά του πένθους, ούτε η μούχλα του θανάτου, ούτε η ταφόπετρα υπάρχει! Υπάρχει η ελπίδα και η βεβαιότητα της αναστάσεως. Γι’ αυτό βλέπετε, όταν στέλνουμε έναν άνθρωπό μας, φεύγει και τον χαιρετάμε, στην ανάσταση, λέει ο Κύριος, το Ευαγγέλιο, «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», εδώ είναι παράδοξα! Αντιστρέφει ο Κύριος αυτά που λέμε! Εμείς λέμε: Πώ πω πω πω πω, έφυγε, έφυγε απ’ τη ζωή στο θάνατο, κι’ ο Χριστός λέει: Ντροπή σας, έφυγε απ’ το θάνατο στη ζωή, «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», γι’ αυτό και όλα τα τροπάρια της εξοδίου ακολουθίας του Ιωάννου του Δαμασκηνού είναι όλα αναστάσιμα. Η Εκκλησία ζῆ την Ανάστασι! Η Εκκλησία είτε ως προτύπωσις στην Παλαιά Διαθήκη είτε στο πρόσωπο του ζωντανού Ιησού της Παρουσίας της Πρώτης, είτε μεσ’στην ιστορία της Καινής Διαθήκης, είτε εσχατολογικά στην Αποκάλυψι, ζῆ ως Ανάστασις, η Εκκλησία!

Ερώτησις: Μάλιστα, θαυμάσια και υπέροχα μέχρις εδώ, πάτερ Δανιήλ, αλλά θα ήθελα επιγραμματικά με δυο λόγια να μας πείτε, επειδή εσχάτως γίνεται πολύς λόγος και πολλές συζητήσεις εάν και κατά πόσον μπορεί να παραμείνη η Παλαιά Διαθήκη μέσα στο χώρο της Πίστεώς μας, μέσα στην Εκκλησία, γιατί είναι ένα βιβλίο, που δεν είναι Ελληνικό αλλά είναι Εβραϊκό, και ίσως από εθνικιστικά ελατήρια κινούμενοι, θέλουν να το απομακρύνουμε, να το αποβάλουμε, να το περιφρονήσουμε και με κίνδυνο πάντοτε, εφόσον έχει τέτοια συνάφεια και τέτοια, ας πω, σύνδεση η Παλιά Διαθήκη με τη Νέα Διαθήκη, θα είναι ολέθριο για την Πίστη μας και για την Εκκλησία μας.
 

Απάντησις: Ολέθριο φυσικά δεν είναι γιατί δεν πρόκειται ποτέ η Εκκλησία να σταματήση να είναι το Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, το οποίο Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού προφητεύεται, προτυπώνεται στην Παλαιά Διαθήκη και βιώνεται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Απλώς θα πω, ότι δεν είναι Εβραϊκό βιβλίο η Παλαιά Διαθήκη, είναι το Βιβλίο του Θεού. Πρώτον. Δεύτερον θα πω ότι δεν υπάρχει γέννησις χωρίς κυοφορία, ότι το μυστήριον της εν Χριστῶ Ιησοῦ Σωτηρίας κυοφορήθηκε μέσα στους Προφήτες και μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Ὀ,τι στην Παλαιά Διαθήκη ήταν καθαρά τυπωτικό, συμβολικό, η Καινή Διαθήκη το έχει πληρώσει (εκπληρώσει), συμπληρώσει, με το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Όπως ξέρετε, η Παλαιά Διαθήκη για εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς είναι τρία πράγματα, είναι εκείνα τα οποία παραμένουν διότι είναι καταπληκτικά, διδακτικά βιβλία, (ας διαβάσουν οι βλάκες που τα λένε αυτά, διότι δεν διαβάζουν), εις την Παλαιά Διαθήκη παραμένουν μεν τα βιβλία εκείνα τα οποία διδάσκουν, μέχρι σήμερα, καταργούνται οι τύποι που δεν χρειάζονται, και συμπληρώνεται ό,τι προφητικό υπάρχει, εκπληρώνεται, και συμπληρώνεται ο Μωσαϊκός Νόμος, γι’ αυτό ο Χριστός είπε «ερρέθη τοις αρχαίοις, εγώ δε λέγω υμίν» κι έχουμε το πλήρωμα του Νόμου.
 
Δηλαδή, ασθενές φως η συνείδησις, την έβαλε ο Θεός, ισχυρότερο φως, ηθικό, ο Μωσαϊκός Νόμος, Προβολέας του Ουρανού η Καινή Διαθήκη.
Ούτε τη συνείδησι καταργώ, ούτε το φως του Μωσαϊκού νόμου, πολύ περισσότερον το Ευαγγέλιον.

Ερώτησις: Νομίζω ότι καλύπτεται η ερώτησις, κάτι έχετε να προσθέσετε;
 

Απάντησις: Για την πολεμική της Αναστάσεως. Σήμερα πολεμείται η Ανάστασις πρακτικά, έμπρακτα. Ότι: Πρώτον, δεν πιστεύουν οι άνθρωποι στην ανάστασι των νεκρών. Όταν πας και τους πεις, μην κλαίτε τους νεκρούς, μη φοράτε μαύρα, λέει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός «δεν πέθανε, ζη», σε κοροϊδεύουν, δεν το πιστεύουν, ένα αυτό. Το δεύτερο και το σπουδαιότερο, για μένα, λέμε «Χριστός Ανέστη», καθ’ήν στιγμήν πολεμήσαμε χιλιάδες φορές την Ανάστασι, και στο χρόνο αυτό που πέρασε. Αυτό το βρέφος που κυοφορείται, δεν ζητάει τίποτε άλλο παρά να το αφήσουμε να αναστηθῆ, να ‘ρθῆ στο φώς του ήλιου. Και έρχεται η πολεμική και λέει, πάρτε όσα λεφτά θέλετε, όπως είπαν στους στρατιώτες, πάρτε λεφτά, μόνο μην πείτε ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Και λέει: πάρε γιατρέ λεφτά όσα θέλεις, μόνο να εμποδίσεις την ανάσταση. Και σκοτώνουμε 400 χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο με τις εκτρώσεις, και κάθε φόνος με την έκτρωσι, είναι πολεμική κατά της Αναστάσεως. Έχω φτάσει στο σημείο, πάτερ Θεόφιλε, να λέω, ότι, μήπως θα πρέπει οι εκκλησίες να κτυπάνε πένθιμα τη μέρα της Αναστάσεως, διότι πολεμάνε καθημερινώς την Ανάστασι. Και την πολεμάνε όταν δεν της επιτρέπουν να λειτουργῆ, όταν τη σκοτώνουν την ανάστασι. Κάθε μικρό παιδί που θέλει να γεννηθή και το πολτοποιούμε, είναι σαν να σκοτώνουμε την ανάστασι. Κάθε παιδί, και κάθε γέννησι είναι ανάστασι. Αν πιστεύεις στην Ανάστασι, θα είναι ο καθένας από ‘μας λειτουργός της Αναστάσεως. Θα είναι λειτουργός της Αναστάσεως, να φύγουν τα μνημόσυνα την Κυριακή, που καλύπτουν την Ανάστασι, δεν έχουν καμιά δουλειά, το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, να δεσπόζη η Ανάστασις, να πιστέψουν τα αντρόγυνα ότι η παντοδυναμία του Αναστημένου Ιησού δεν θα τους αφήση, αν αναστήσουν καινούργια παιδιά, να ξανααναστηθεί η Ελλάδα που κοντεύει να πεθάνη και να νεκρώσει, και θα γίνει τόπος Ελληνοποιήσεως των αλλοδαπών, και τότε θα μπορούμε να λέμε το «Χριστός Ανέστη», και τότε ο ουρανός θα λέη «Αληθώς Ανέστη».
 


Π.Θεόφιλος: Ωραία, να ευχαριστήσουμε αγαπητοί μας φίλοι τον αγαπητό και σεβαστό πατέρα Δανιήλ Αεράκη, ο οποίος στην παρούσα εκπομπή προσεπάθησε να μας δώσει μια ζωντανή εικόνα του Αναστημένου Χριστού, του δυναμικού Χριστού, του ζωντανού Χριστού, και όλοι μας να τοποθετηθούμε έναντι αυτού του μεγάλου και συγκλονιστικού γεγονότος το οποίο αποτελεί την απαρχή της Νέας Ζωής, της Καινής Ζωής. Και θα ήθελα, δυο λόγια τελειώνοντας, επιγραμματικά, να πω πως η μεγαλυτέρα Ανάστασις είναι η δική μας ανακαίνισις, η δική μας ανάστασι από το μνημούρι της αμαρτίας μας. Αναστημένοι και όρθιοι ας φωνάζομε όχι μόνο με τη γλώσσα, και με την καρδιά μας, και με τη ζωή μας, ότι όντως ο Χριστός Ανέστη.