Συχνά – πυκνά στήν ζωή μας ἀπελπιζόμαστε, τά χάνουμε καί νομίζουμε ὅτι δέν κάνουμε τίποτα.
Ἐν τῷ μεταξύ καί ὁ
τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε εἶναι ὑποτονικός. Ξεκινάει ἀπ’ τήν διατροφή
-πού θέλουμε νά εἶναι “light”, “0%,,- μέχρι καί τά θεάματα, τά
ἀκούσματα, τήν διασκέδαση, τήν ἐνδυμασία, τήν φιλία, τόν τρόπο
συμπεριφορᾶς μας. Ἐπικρατεῖ γενικά μία κουφότητα καί ἐλαφρότητα.
Ἀλλά καί στήν πνευματική
μας ζωή, μᾶς καταλαμβάνει μία χαλαρότητα καί ραθυμία. Δέν θέλουμε νά
κουραστοῦμε, νά κακοπαθήσουμε, νά κάνουμε τίς λίγες μετάνοιες, νά
ἐπιμείνουμε στήν προσευχή, νά ἐμβαθύνουμε στό λόγο τοῦ Θεοῦ, νά πᾶμε
νωρίς τό πρωί στήν ἐκκλησία, νά συμπάσχουμε στόν πόνο τοῦ ἄλλου, μέ
ἀποτέλεσμα νά αἰσθανόμαστε ἕνα συναισθηματικό κενό. Κι ὅταν μᾶς ἔρχονται
πειρασμοί, τά χάνουμε καί ὀλιγοπιστοῦμε. Μᾶς διακατέχει μία
προχειρότητα.
Ἓνας νέος ὁμολόγησε: «Δέν
αἰσθάνομαι τίποτα. Ἔχω μία ἀπέραντη θλίψη. Δέν μέ ἱκανοποιεῖ τίποτα. Μέ
ἐνδιαφέρει μόνο ὁ ἑαυτός μου καί πῶς θά τόν τελειοποιήσω ἐξωτερικά».
Γιατί ἄραγε αἰσθανόμαστε ἔτσι;
Ὁ βασικότερος λόγος εἶναι γιατί ἔχουμε ἐπηρεασθεῖ ἀπό:
α) Τό μηδενιστικό πνεῦμα, πού ἀρνεῖται ὅλες τίς παραδεδεγμένες ἀξίες.
β) Τόν σκεπτικισμό, πού θέτει σέ ἀμφισβήτηση τήν αὐθεντικότητα καί τήν ἰσχύ τῶν
γενικῶς παραδεκτῶν ἀληθειῶν, καί
γ) Τόν ὀρθολογισμό, δηλαδή τήν θεοποίηση τῆς λογικῆς.
Πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τήν ὅλη νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας;
1) Νά μήν λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «Ἀγάπη». Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός λέει:
«Πολλά ὀνόματα ἔχει ὁ
Θεός, ἀδερφοί μου. Τό κύριο ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἁγία
Τριάς εἶναι, Πατήρ, Ὑιός καί Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία
βασιλεία, ἕνας Θεός. Πρέπει πρῶτον νά ἀγαπῶμεν τόν Θεό, ἀδερφοί μου,
διατί μᾶς ἔδωσε τόσο μεγάλην γῆ καί κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι,
χορτάρια, βρῦσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, ἀέρα, νύκτα καί ἡμέραν,
οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον. Μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους καί ὄχι ζῶα˙ μᾶς
ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανούς καί ὄχι αἱρετικούς».
2) «Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἐξηγεῖ γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει τούς πειρασμούς:
α) Στούς ἀγωνιστές, γιά νά αὐξήσουν τόν πνευματικό τους πλοῦτο.
β) Στούς ἀμελεῖς, γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπ’ τίς πτῶσεις τους.
γ) Στούς κοιμωμένους, γιά νά ξυπνήσουν.
δ) Στούς μακράν τοῦ Θεοῦ, γιά νά πλησιάσουν τόν Θεό, καί
ε) Στούς φίλους Του, γιά νά ἔχουν παρρησία στό Θεό.
Ἔτσι, ὁ Θεός, μέ πικρά φάρμακα δίνει τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς στούς Χριστιανούς».
Εἶναι ἀναπόφευκτοι οἱ
πειρασμοί στήν ζωή μας. Μέχρι νά μᾶς σκεπάσει ἡ πλάκα τοῦ τάφου θά
ἔχουμε πειρασμούς καί δοκιμασίες. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπομένει
τούς πειρασμούς. Ἐάν δέν εἴχαμε πειρασμούς, εὔκολα θά ξεχνούσαμε τό Θεό,
θά πέφταμε στήν ὑπερηφάνεια, θά γινόμασταν σκληροί στούς ἄλλους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει
ὅτι εἶναι ἀναγκαῖες οἱ θλίψεις στή ζωή μας, γιατί ἀποτελοῦν τήν καλύτερη
γέφυρα πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο.
3) Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος μᾶς παρακινεῖ:
«Ἄς φροντίσουμε,
λοιπόν, νά εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα τόν Θεό καί νά ὑπομένουμε μέ γενναιότητα
ὅλα ὅσα δυσάρεστα μᾶς συμβαίνουν. Ὅταν, λοιπόν, εἴμαστε φτωχοί, ὅταν
εἴμαστε ἄρρωστοι, ἄς Τόν εὐχαριστοῦμε˙ ὅταν συκοφαντούμαστε, ἄς Τόν
εὐχαριστοῦμε˙ ὅταν μᾶς κακομεταχειρίζονται, αὐτό μᾶς πλησιάζει κοντά στό
Θεό˙ τότε καί τόν Θεό Τόν ἔχουμε ὀφειλέτη˙ ἐφόσον εἴμαστε ἀδικημένοι,
ὀφείλει Ἐκεῖνος νά ἀναλάβει τήν ὑπεράσπισή μας.
Ἡ ἀνάμνηση τῶν
εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἀρκετή, γιά νά μή μᾶς ἀφήσει ποτέ νά
πέσουμε σέ πνευματική ἀδιαφορία καί ἀπελπισία».
4) Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε:
«Τό
‘’Δόξα σοί ὁ Θεός’’ νά μή λείπει ποτέ ἀπό τά χείλη σας. Ἐγώ, ὅταν
πονάω, τό ‘’Δόξα σοί ὁ Θεός’’ ἔχω γιά χάπι τοῦ πόνου∙ τίποτε ἄλλο δέν μέ
πιάνει. Τό ‘’Δόξα σοί ὁ Θεός’’ εἶναι ἀνώτερο καί ἀπό τό ‘’Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με’’».
Ἔλεγε ὁ Παπα-Τύχων: «Τό
“Κύριε ἐλέησον” ἔχει ἑκατό δραχμές, τό “Δόξα σοί ὁ Θεός” ἔχει χίλιες
δραχμές∙ εἶναι δηλαδή πολύ πιό ἀκριβό».
«Ὁ Παπα-Τύχων εἶχε
φθάσει στόν χῶρο τῆς δοξολογίας, καί ἀντί γιά τήν εὐχή εἶχε τήν
δοξολογία. Συνέχεια ἄκουγε κανείς ἀπό τό στόμα του τό ‘’Δόξα σοί ὁ Θεός,
δόξα σοί ὁ Θεός’’, καί ὅλες σχεδόν οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου ἦταν γι’ αὐτόν
Διακαινήσιμες, ἀφοῦ ζοῦσε πάντα τήν πασχαλινή χαρά».
5) Στό περιοδικό «Τά Κρίνα» (τεῦχος 348, Ἰανουάριος 2016), γράφει τά ἑξῆς: