Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Πειρασμοί-Ἡ διάσπαση τοῦ νοῦ


«ΠEIΡΑΣΜΟΙ»
Ἀπό τό βιβλίο «ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ»
Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου

Ἡ διάσπαση τοῦ νοῦ
«Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη ἡ διάσπασις τῶν λογισμῶν καί χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ὁ ἐχθρός θέλει νά σᾶς παγιδεύση σέ καμιά σπηλιά καί ἐκεῖ νά σᾶς ἐξολοθρεύση.
Οἱ λογισμοί ἀρχίζουν νά σκορπίζωνται μέ τήν χαλάρωσι τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ψυχρότητα τῆς καρδιᾶς. Πολλά εἶναι τά αἴτια αὐτῆς τῆς καταστάσεως. Ξεχωρίζουν ὅμως ἡ αὐτάρκεια καί ἡ ἔπαρσις. Σέ σᾶς δυστυχῶς καί τά δύο ὑπάρχουν. Προφυλαχθῆτε λοιπόν καί ἀγωνισθῆτε νά ἐπαναφέρετε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί νά ξαναθερμάνετε τόν θεῖο ζῆλο. Διαφορετικά θ᾿ ἀναπτυχθῆ ἡ διάσπασις τῶν λογισμῶν.
Ὁ διεσπασμένος μοιάζει μέ τό σπίτι πού ἔχει ἀνοιχτά τά παράθυρα καί πού ἀπουσιάζει ὁ νοικοκύρης. Ὅποιος θέλει, πετάει μέσα πέτρες καί σκουπίδια. Ἔτσι ὅταν ἐπιστρέψη κάποτε ὁ νοικοκύρης, θά ἐκπλαγῆ μέ τήν ἐλεεινή κατάστασι πού θά ἀντικρύση. Θά εἶναι ἀδύνατον νά κατοικήση, ἄν δέν προηγηθῆ ἡ καθαριότητα.
Κατά παρόμοιο τρόπο, ὅταν μετά τήν διάσπασι ἐπιστρέφη ἡ ψυχή στόν ἑαυτό της βρίσκει τόση ἀκαθαρσία ἀπό ποικίλους λογισμούς πού τά χάνει. Καί μακάρι ν᾿ ἀνάψη ζῆλος γιά τήν κάθαρσι. Διαφορετικά εἶναι δυνατόν νά παραμένη ἄπρακτη. Αὐτό θά εἶναι ἡ μεγάλη συμφορά. Ὁ Κύριος νά μᾶς σώζη καί νά μᾶς ἐλεῆ».


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Η ολοκλήρωση στον μοναχισμό Νοεμβρίου 9, 2010 — Χαράλαμπος

(Μνήμη Αγίου Νεκταρίου)
Ο σήμερον εορταζόμενος Άγιος με το μέγεθος της αγιαστικής του καταστάσεως, πού απεκόμισε διά της ορθής του πολιτείας, συνεκλόνισε τον κόσμο ολόκληρο. Είναι δε πραγματικά ένα παρήγορο όνομα εις όλα τα στόματα των πιστών. Για την Εκκλησία μας αυτό δεν είναι παράδοξο, διότι οδηγεί τα τέκνα της εις αυτό το ύψος και σ  αυτές τις διαστάσεις. Σε μας όμως, πού πραγματικά μάς περισφίγγουν οι τόσες μας αδυναμίες, είναι ένα παρήγορο σημείο, το ότι και στις δύσκολες αυτές ημέρες βρίσκονται ομοιοπαθείς με μάς άνθρωποι, οι οποίοι όχι μόνο απλώς κατενίκησαν τα πάθη τους, επέρασαν από την παρά – φύσι στην κατά φύσι ζωή, αλλά επέρασαν και τις φυσικές διαστάσεις και έφθασαν στην υπέρ – φύσι, μέσα στον αγιασμό, στο τέρμα της τελειότατης επαγγελίας πού είναι αυτή η υιοθεσία. Ο σημερινός λοιπόν Άγιος είναι ακριβώς αυτού του ύψους.
Εκείνο το οποίο εχαρακτήριζε πάντοτε αυτό τον ουρανομήκη φωστήρα της Εκκλησίας μας, ήτο ότι από την μικρή του ηλικία επερίσσευσε μέσα του η αγάπη προς τον πλησίον και η πίστι προς τον Θεό.
Κάποτε, όταν εταξίδευε με το καράβι, συνέβη μεγάλη τρικυμία. Αυτός ήτο πολύ νέος. Οι άλλοι εφοβήθησαν, αυτός όμως με την παιδική του απλότητα και την ακεραία του πίστι προς τον Θεό, είπε σαν προσευχή, αλλά και σαν απορία προς τους συμπλέοντας: «Καλά, πώς είναι δυνατό ο Θεός τον οποίο πιστεύομε και επικαλούμεθα, να μάς αφήση να χαθούμε και να μην μάς σώση;» Και πράγματι δεν διεψεύσθη, διότι όντως εκινδύνευσαν αλλά εσώθησαν.
Εκείνο το οποίο, όπως είπα, τον εχαρακτήριζε ήταν η αγάπη προς τον πλησίον. Αυτή τον παρακινούσε, ούτος ώστε εάν κάτι εμάνθανε από την Γραφή, ή από κάποιο πατερικό κείμενο το οποίο συντελούσε προς μετάνοια και σωτηρία, ήθελε να το μεταδώση και στον πλησίον του. Και έγραφε την πρότασι σε χαρτάκια και την έβαζε, κάπου, ή την εσκόρπιζε σε σημεία πού επίστευε ότι θα ημπορούσε κάποιος να την διαβάση. Με αυτό τον τρόπο τότε, της παιδικότητός του, εφήρμοζε την προς τον πλησίον αγάπη. Ήτο ένα δείγμα, του τί περιείχε μέσα στην αγία του ψυχή, διότι βλέπετε, αγκάλιασε όλο το πλήρωμα των πιστών, στα τετραπέρατά της οικουμένης.
Όπου επικαλούνται το γλυκύ του όνομα, εκεί παρίσταται με την θαυματουργική του ενέργεια. Σαν ποταμός ρέουν τα θαύματα, τα οποία ακριβώς πηγάζουν από την πλήρη αγάπης καρδία του, πού συνεχώς θέλει να συμπαρίσταται στον πανανθρώπινο πόνο.
Αυτός, διαπιστώνοντας την παχυλή άγνοια πού ευρίσκετο η φυλή μας, επίστευσε ότι εάν κατορθώση να μάθη γράμματα, θα ημπορούσε να οφελήση τον πλησίον του. Έτσι λοιπόν μέσα στην φροντίδα του αυτή, ευρέθησαν τα κατάλληλα εκείνα όργανα πού εβοήθησαν σιγά-σιγά στις κλιμακώσεις της παιδείας, να μεταφερθή από την στοιχειώδη παιδεία στην μέση. Και όταν ετελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, πού ήταν περισσότερο ανώτερες από τις σημερινές, εξασκούσε το επάγγελμα του δημοδιδασκάλου στην νήσο Χίο. Περισσότερο επεδίδετο, όχι τόσο στο να μάθη γράμματα τους μικρούς μαθητές, όσο στο να μεταδώση στους χριστιανούς το νόημα της πίστεως, της χριστιανικής μας αγωγής. Εκεί ήτο ο πόθος του.
Αφού διεπίστωσαν οι χριστιανοί της περιφέρειας εκείνης τον πόθο του νέου αυτού μέσα στην παιδεία, εφρόντισαν και τον έστειλαν να προχωρήση σε πανεπιστημιακές σπουδές. Και αφού ετελείωσε, εξεδηλώνετο με τον τρόπο αυτό η πεποίθησί του, ότι ήθελε οπωσδήποτε να πληρώση την γεμάτη χριστιανική αγάπη καρδία του και να ημπορέση να μεταδώση με όλες του τις δυνάμεις στον συνάνθρωπό του τα μέσα της σωτηρίας, της σωστής πίστεως και του βιωματισμού. Αυτό ενόμιζε, ότι θα ημπορούσε να το πετύχη διά της μαθήσεως και του λόγου. Έτσι η νεανική του τότε και αγνή ψυχή επίστευσε, ότι αυτό το εργαλείο της χρειαζόταν. Γι  αυτό και επεδόθη μέσα στην έκτασι της παιδείας.
Όταν στο Πανεπιστήμιο ετελείωσε την Θεολογία, όπως επιθυμούσε, εγύρισε κατ  ευθεία προς την Εκκλησία. Προσελήφθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας όπου έγινε Επίσκοπος μιάς Μητροπόλεως, της λεγομένης Πενταπόλεως. Και η μεγάλη του δράσι ήταν ότι δεν υπεχώρησε ούτε στο παραμικρό, αλλά όλες του τις δυνάμεις τις διέθετε συνεχώς στο στήριγμα της Εκκλησίας. Εφρόντισε ακόμα και τους ναούς να καλλωπίση, είτε με αγιογραφίες, είτε με τα υπόλοιπα τελετουργικά και λειτουργικά μέσα πού τους εχρειάζοντο, ούτος ώστε με αυτό τον τρόπο να ελκύωνται περισσότερο οι πιστοί και να καταρτίζωνται.
Αλλά εδώ ακριβώς απεδείχθη ένα γεγονός· ότι μόνο η προσφορά της προσπάθειας και μόνο το εργαλείο της μαθήσεως, τα οποία διέθετε τότε, δεν ήταν ικανά να ολοκληρώσουν τον πόθο της φλεγόμενης προς το Θεό καρδίας του. Αναζητούσε συνεχώς να εύρη αυτό τον τρόπο, τον οποίο επίστευε μέν ότι υπάρχει, αλλά δεν τον κατείχε, ούτε στον ζήλο τον θερμό, ούτε στην μάθησι. Κάπου αλλού ήτο. Βλέποντας τις ατασθαλίες των ανθρώπων και την σύγκρουσι της εξουσίας και τον υπέρμετρο εναντίο του φθόνο πού έφθασε μέχρι διωγμού, φεύγει από την επισκοπική του θέσι και επιδίδεται περισσότερο μέσα στην προσπάθειά του αυτή, την οποία συνεχίζει στο να οφελήση τον συνάνθρωπό του.
Διωκόμενος ήλθε στην Ελλάδα. Αρχισε ως ιεροκήρυξ από τον άμβωνα, συγγράφων και εκφωνών πύρινους λόγους περί μετανοίας. Ερμήνευε τα δόγματα και γενικά ολόκληρο την εκκλησιαστική μας παράδοσι. Και εις αυτό τον τομέα επέδειξε ολόκληρο τον ζήλο του, πιστεύοντας ότι μέσω αυτού του τρόπου θα εύρισκε αυτό το οποίο περιείχε μέσα στην δίψα της αναζητήσεώς του. Εζητούσε να εύρη κάτι, πού και αυτός ο ίδιος να ολοκληρωθή και μέσω εκείνου να επιτύχη ολόκληρο την αποστολή του. Έπειτα υπηρέτησε μέσα στην εκκλησιαστική εκπαίδευσι και συγκεκριμένα στην Ριζάρειο σχολή. Προσέφερε πολλούς καρπούς, όπως ήδη αναφέρουν και ζωντανά πρόσωπα, πού υπήρξαν μαθηταί του. Ο ζήλος του, η ευσέβειά του δεν εμειώθη ούτε εις αυτό το σημείο· όμως δεν συνήντησε το μυστικό εκείνο το οποίο αναζητούσε η ψυχή του. Ούτε ως ιεροκήρυξ, ούτε ως υπεύθυνος της Ριζαρείου Σχολής επλήρωσε αυτό τον πόθο. Και τότε άλλαξε πάλι, αναζητώντας συνεχώς τους καταλλήλους εκείνους τρόπους πού θα ολοκληρωνόταν και αυτός ως προσωπικότης, αλλά και θα ημπορούσε να μεταδώση και στον πλησίο του εξ ολοκλήρου πλέον αυτό το οποίο εχρειάζετο.
Και τότε επίστευσε στις πατερικές γραμμές, ότι αυτό θα το επετύγχανε διά της απολύτου συνεργασίας της Χάριτος. Θα μου πήτε έως τότε δεν υπήρχε μαζί του η Χάρις; Ασφαλώς υπήρχε. Δεν υπάρχει χριστιανός πιστός πού να μην έχη μαζί του την Θεία Χάρι. Όμως δεν είχε ακόμη εκείνη την Χάρι, την οποία οι Πατέρες μας ακριβώς επέτυχαν στο τέρμα της αγωνιστικής τους ζωής· εκείνη η οποία πηγάζει από την πράξι και οδηγεί τον άνθρωπο στην θεωρία, στον τέλειο βαθμό του αγιασμού, στο πλήρωμα της Θείας επαγγελίας πού είναι η υιοθεσία.
Τότε εγκατέλειψε πλέον όλες τις προσπάθειες αυτές και αποσύρθηκε στην ησυχία. Ιδού πάλι ο θρίαμβος της πατερικής μας παραδόσεως. Ο φλογερός ρήτωρ, ο επιτυχής ιεράρχης, ο άριστος συγγραφεύς, διεπίστωσε ότι διά της ησυχίας θα έφθανε από την πράξι στην θεωρία, αλλά τον εμπόδιζε ο τρόπος εκείνος του κοινωνισμού. Έτσι απεσύρθη στην ησυχία και εκεί ίδρυσε μικρό μονήδριο, στο οποίο έγινε και πατήρ και προστάτης των μοναζουσών. Μαζί με αυτές, εξασκώντας την ησυχία και εφαρμόζοντας απόλυτα το πατερικό πνεύμα της μοναστικής μας ιδιότητος, επέτυχε το πλήρωμα και ολοκληρώθηκε σαν προσωπικότης.
Εδώ όμως χρειάζεται μία διευκρίνησι. Όπως είπα και πρίν, δεν του έλειπε το εφόδιο της εισόδου προς τον αγιασμό και το ευρήκε τότε μόνο. Το κρατούσε, το συνέχιζε. Αλλά εκεί το ολοκλήρωσε. Μέσα λοιπόν στην ησυχία ολοκλήρωσε την προσωπικότητά του· επέτυχε τον θρίαμβο του αγιασμού· έγινε φωστήρας τέλειος· ετέθη επί την λυχνία και έκτοτε και μέχρι της συντέλειας θα είναι ο πραγματικός λύχνος της σημερινής μας Εκκλησίας, το παρήγορο σημείο όλων των πιστών, ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Εκεί είναι το πλήρωμα της ολοκληρώσεώς του.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Τι σημαίνει Αίρεση;


Βεβαίως το θέμα είναι πολύ μεγάλο
κι εδώ, ανοίγουμε 
μια μικρή παρένθεση,
θυμίζοντας τα λόγια του Παύλου 
που γι αυτή την περίπτωση είναι διαφωτιστικά:

"Αιρετικό άνθρωπο μετά πρώτη και δευτέρα νουθεσία "άφηνε τον". Γνώριζε, ότι ένας τέτοιος έχει διαστραφεί αμαρτάνει κι έτσι καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του" 

(Tίτος 3:10-11).

Πουθενά η Αγία Γραφή δεν μας λέει,
για διωγμό του αιρετικού.
Ο τρόπος αντιμετώπισης είναι 
πρώτα από όλα η νουθεσία. 
Με ποιο τρόπο όμως;

Με την Αγία Γραφή.

"Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη κι ωφέλιμη προς διδασκαλία, προς έλεγχο, προς επανόρθωση, προς διαπαιδαγώγηση εν δικαιοσύνη, για να είναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού σε κάθε καλό έργο" (Β'Τιμ.3:16). 

Το γεγονός όμως είναι, 

ότι όχι μόνο έλεγχός με αγάπη δεν γίνεται, 
αλλά βλέπουμε ένα τρομερό φανατισμό, 
μια μισαλλοδοξία και φοβέρες,

που οπωσδήποτε όλα αυτά είναι ξένα 

με το Ευαγγέλιο της της Αγάπης του Χριστού 
ο οποίος κήρυξε την Αγάπη, 
και όχι το μίσος προς αυτούς που κάνουν λάθη.

Να γιατί ο Απόστολος Παύλος πάλι λέει: 

"Ο δούλος του Κυρίου δεν μάχεται,
αλλά είναι ήπιος προς όλους, διδακτικός, υπομονητικός, διδάσκοντας με πραότητα τους αντιφρονούντες. (Β' Τιμ.2:24-26).

Κι αν ο αιρετικός επιμένει στο λάθος του; Θα ρωτήσουν ορισμένοι. 

Τότε τι θα κάνουμε;
Να τον αφήσουμε να εξαπατά τους ανθρώπους;
Ο Λόγος του Θεού μας λέει: "άφηνε τον".

Όσον αφορά τους άλλους ανθρώπους,

μίλησέ τους, για να καταλάβουν
τι είναι πρώτα από όλα αίρεση.

Δεν χρειάζεται όμως φανατισμός και ύβρεις για τα λάθη, διότι πολλοί απ' αυτούς είναι ηθικοί και καλοί άνθρωποι, αλλά πιάστηκαν στα δίχτυα ενός φανατικού εχθρού, και φυσικά, δεν θα τους αφήσει να ξεμπλεχτούν, το μίσος και ο φανατισμός, αλλά η Αγάπη. 


Γιατί όμως τόσοι πολλοί πέφτουν στα δίκτυα της μεγάλης αυτής αίρεσης, που απλώθηκε σ' όλη τη γη, και 

"όλος ο κόσμος μέσα στο πονηρό βρίσκεται;"

Δυστυχώς, υπάρχει τρομερή άγνοια, 
όχι μόνο δεν υπάρχουν αληθινά κατηχητικά σχολεία και για τους ανθρώπους της μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά υπάρχει τρομερή άγνοια του Ευαγγελίου, στους τύποις Ορθόδοξους,οι οποίοι δεν έχουν διαβάσει την Καινή Διαθηκη έστω και μια φορά από περιέργεια.


Γι αυτό πέφτουν αμέσως θύματα των κάθε είδους αιρετικών,

που εμφανίζονται γνώστες, αλλά, σχεδόν οι περισσότεροι, δεν έχουν προχωρήσει στην πνευματική γνώση πέρα από το νηπιαγωγείο, και δυστυχώς, διαστρέφουν την Αγία Γραφή, 

δίχως τη γνώση της Άνω Γέννησης, που μπορεί να λάβει, 

μόνο ένας ώριμος Χριστιανός, που γνώρισε επαρκώς το Λόγο της Γραφήςπου απογαλακτίστηκε, και είναι έτοιμος   για στερεά τροφή.

Όλοι αυτοί νομίζουν ότι έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο, 
με το   νηπιοβαπτισμό, αλλά αυτή η πλάνη δεν ισχύει διότι:


"Η Πίστη δεν έρχεται, παρά μόνο εξ' ακοής!"  


Αλλά ποτέ δεν άκουσαν (!) το Λόγο της Αλήθειας. Δεν διάβασαν την Αγία Γραφή,

και μένουν με ανοιχτό το στόμα, 
και πιστεύουν ότι τους πουν. 

Αλλά και οι ιερείς, έχουν αναγκη γνώσεως της Γραφής, διότι πολλοί από αυτούς έχουν τρομερή άγνοια, αλλά και μεγάλη ανάγκη, όπως όλοι, να "Ξαναγεννηθούν Άνωθεν". 


Αν λοιπόν, αυτοί οι ίδιοι, δεν γνωρίζουν για την Αναγέννηση, ώστε να λατρέψουν το Θεό με το Πνεύμα τους, και με Αλήθεια, πως θα βοηθησουν τους άλλους να γνωρίσουν την Αλήθεια;


Η Αλήθεια έμεινε κρυμμένη προ καταβολής κόσμου, για να αποκαλυφθεί στις μέρες μας, διότι έφτασε πλέον σε όλους, το πλήρωμα του χρόνου.


Ώστε να μην παραμείνει κανείς, 
ακόμα και σήμερα στη θέση που ήταν ο Νικόδημος, που ήταν δάσκαλος του 

γένους, αλλά δεν είχε ακούσει ποτέ για Αναγέννηση. (!)

Αλλά εδώ γίνεται και μια άλλη παρεξήγηση. 


Δεν είναι όλοι οι ετερόδοξοι αιρετικοί. 

Αιρετικοί είναι, όσοι δεν παραδέχονται το Σύμβολο της Πίστεως, και διαφωνούν με βασικές γραφικές διδασκαλίες.

Ονομάστε τους, ετερόδοξους, όχι όμως αιρετικούς. Διότι χωρίς Αναγέννηση όλοι οι άνθρωποι αιρετικοί είναι(!).


Αυτό είναι μεγάλο και σοβαρό ζήτημα, 
διότι εδώ έφτασε η 

Καθολική Εκκλησία, που σκότωνε καθένα που διαφωνούσε μαζί της, με τον δια πυράς θάνατο, και δεν μπόρεσε να παραδεχθεί ότι:

"Mε τη 2η Σύνοδο του Βατικανού, 
όχι μόνο παραδεχόμαστε το Μέγα Έργο, της Νέας Γέννησης του Αγίου Πνεύματος,

στις νέες καρδιές, και διάνοιες των Χριστιανών, ως άτομα, που προσδοκούν την Ενότητα και την Αλληλεγγύη όλων των εκκλησιών, σε οποιαδήποτε χριστιανικό κλάδο κι αν
ανήκουν, αλλά ακόμη, παραδεχόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιεί τις διάφορες Εκκλησίες "ως μέσα Χάρης και Σωτηρίας...".

Tα θεϊκά μηνύματα, θα τα ερευνούμε και στις πιο μικρές   λεπτομέρειες, δεδομένου ότι το μικρό από τη φύση του έχει την τάση να μεγαλώνει.


Σε κανένα σημείο της Αγίας Γραφής 
και της Ιερής Παράδοσης δεν αναφέρεται ότι ο Θεός άφησε την Σοφία Του στην ανθρώπινη κρίση, γνώμη, σοφία, και συζήτηση.


Για το λόγο αυτό,

μας είναι απόλυτα αναγκαίο
να καταλάβουμε, 
πως η πρώτη Εκκλησία 
που βρισκόταν στην Αρχέγονη αυτή θέση,
είχε αυτή τη Θεία Πράξη, 
καταλάβαινε την Θεϊκή Σοφία,
και τα μηνύματα της Αγίας Γραφής, 
και ποια ήταν η αιτία,
που οι ιεροί συγγραφείς, σημείωσαν ορισμένα μέρη, 
που δεν ερμηνεύονται, αν δεν βρούμε την αιτία!

Ένα πολύ παρεξηγημένο μέρος της 

Καινής Διαθήκης, είναι και τα λόγια:

"Πολλοί πλάνοι εισήλθον..."


"Οι μη ομολογούντες Ιησού Χριστόν 

ερχόμενον εν σαρκί".(B' Iωάν.7).

"Πολλοί πλάνοι έχουν εμφανιστεί στον κόσμο,

που δεν παραδέχονται ότι ο Ιησούς 
είναι ο Χριστός,
που έγινε άνθρωπος. 

Όποιος τα λέει αυτά

είναι ο πλάνος και ο αντίχριστος.

Προσέξτε τον εαυτό σας, 

να μην χάσουμε αυτό που έχουμε,
αλλά να μπορέσουμε να λάβουμε όλο το μισθό μας.

Όποιος δεν μένει πιστός στην διδασκαλία του Χριστού

αλλά την παραβαίνει,
προχωρώντας δήθεν πέρα από αυτή, 
δεν έχει κοινωνία με το Θεό,

όποιος όμως μένει πιστός, σε ότι δίδαξε ο Χριστός,

αυτός έχει κοινωνία και με τον Πατέρα και με τον Υιό.

Όταν λοιπόν κάποιος δε διδάσκει αυτή τη διδαχή,

μην τον βάζετε σπίτι σας και μην τον καλωσορίζετε, 
γιατί όποιος τον δέχεται συμμετέχει στα πονηρά του έργα".

Ενώ το: "πολλοί πλάνοι εισήλθον.." 

είναι τόσο μικρό, εν τούτοις, από την πρώτη
Αποστολική περίοδο δημιούργησε αίρεση.

Όπως είναι γνωστό η Χριστιανική διδασκαλία 

αναμείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις 
με τις φιλοσοφικές θεωρίες 
και όπου δεν υπήρχε η απαιτούμενη προσοχή,
άλλαξαν την Θεόπνευστη έννοια 
και τη σωστή διδαχή.

Αυτό παρατηρούμε στο θέμα της ενσαρκώσεως 

του Ιησού Χριστού. 
Υπήρξαν άνθρωποι από τον πρώτο μ.Χ. αιώνα,
που υπερτόνισαν την Θεϊκή φύση του Κυρίου,
και δίδαξαν ότι το ανθρώπινό σώμα Του
ήταν φαινομενικό, δεν ήταν πραγματικό.

Ο υπέρτονισμός λοιπόν, η υπερβολή, στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, ήταν η αιτία της αιρέσεως των Δοκητών, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Χριστός δεν έφερε πραγματικό ανθρώπινο σώμα, αλλά φαινομενικό, "κατά δόκησιν". 


Η πλάνη αυτή χαρακτηρίζεται ως "πλάνη αντιχρίστου".


"Όποιος δεν παραδέχεται, ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε κι έγινε αληθινός Άνθρωπος, δεν έχει το Πνεύμα του Θεού αλλά του αντιχρίστου, που έχετε ακούσει πως έρχεται. 


Λοιπόν, αυτός βρισκεται ήδη μέσα στον κόσμο".

(Άλλοι παρόμοιοι ήταν οι μονοφυσίτες).

Επειδή λοιπόν, η αίρεσις αυτή έκανε την εμφάνισή της στις ημέρες των Αποστόλων, ήταν φυσικό ότι θα την αντιμετώπιζαν κατάλληλα οι Απόστολοι. Όπως και έκαμαν.


Θεμελιώδης διδασκαλία της Αγίας Γραφής,

είναι ότι ο Ιησούς Χριστός, 
ανέλαβε να λύσει ένα ανθρώπινο πρόβλημα.

Όφειλε λοιπόν, να φέρει και τις δυο φύσεις, 

Θεϊκή, και ανθρώπινη, 
να μιλήσει να δράσει σαν Θεός, 
και να συμπεριφερθεί σαν τέλειος Άνθρωπος.

Αυτός είναι ο λόγος,

που έκανε την εμφάνιση του ως Υιός Θεού 
και Υιός Άνθρώπου,
για να μιλήσει στους ανθρώπους σαν Θεός, 
και στον Θεό σαν Άνθρωπος...

Σαν Θεός να καλέσει τον αμαρτωλό, 

και σαν Άνθρωπος, να ταπεινωθεί
ενώπιον του Θεού 
και να δείξει την εξάρτησή του, από Εκείνον.

Ήταν το ενδιάμεσο στοιχείο 
μεταξύ Θεού και ανθρώπου 

και επομένως εμφανίστηκε ως Υιός Θεού και Υιός Ανθρώπου. Αν ήταν μόνον Θεός, δεν θα ενωνόταν 
φυσικά ο άνθρωπος με το Θεό. 

Αν ήταν μόνον άνθρωπος,

(όπως πιστεύουν μέσα στην πλάνη τους 
οι λεγόμενοι μάρτυρες του Ιεχωβά..),
ο άνθρωπος,
δεν μπορεί να καλέσει τον άνθρωπο 
σε Σωτηρία και σε Θέωση. 

(2ο μέρος)


Οι θεόπνευστες μαρτυρίες 

που καταρρίπτουν την θεωρία των Δοκητών είναι αρκετές.

1ον. Ως άνθρωπος είπε: "Τώρα λοιπόν, εσύ Πατέρα δόξασε με, έρχομαι κοντά σε Εσένα, με τη Δόξα που είχα πριν γίνει ο κόσμος.     

Ζήτησε και πάλι την Δόξα που άφησε στους Ουρανούς όταν ντύθηκε την ανθρώπινη φύση, αλλά δεν έπαυε παράλληλα να φέρει και την Θεϊκή φύση.(Ιωάν.17:5).

2ον. Για να συμφιλιώσει τα πάντα, να συνδιαλλάξει τα πάντα προς τον Εαυτόν Του, ενώθηκε η Θεϊκή Του φύση, με την ανθρώπινη. Γι αυτό το λόγο: 

"ευαρεστήθηκεν (ο Πατήρ) να κατοικήσει όλο το πλήρωμα του Θεού, και δι' Αυτού, να συμφιλιώσει μετά του εαυτού Του τα πάντα, τόσον τα επίγεια όσον και τα επουράνια". (Κολοσ.1:19-20).

3oν. Ήλθε από τον Ουρανό ως Υιός Ανθρώπου, για ν' ανεβάσει τον άνθρωπο στον Ουρανό. Και ενώ ήταν στη γη, συγχρόνως ήταν και στον Ουρανό κατά το Πνεύμα.

Αυτό λένε τα λόγια Του, που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου (3:13). "Κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά μόνο ο Υιός του  Ανθρώπου, που κατέβηκε από τον Ουρανό και που είναι (που υπάρχει) στον Ουρανό".

"Oυδείς ανέβηκεν εις τον Ουρανόν ει μη ο εκ του Ουρανού καταβάς, ο Υιός του Ανθρώπου, ο "ων" τω Ουρανώ".
 Η λέξις "ων", είναι μετοχή του ρήματος ειμί, που σημαίνει, υπάρχω.

4ον. Προκειμένου να αναλάβει εκ νέου τη Δόξα Του, ως Νικητής ζωής και θανάτου, ο Κύριος έπαθε ως Άνθρωπος και επομένως, δεν μπορούσε να φέρει μόνον την Θεϊκή φύση, 

δεδομένου ότι ήλθε να αντιπροσωπεύσει τον άνθρωπο σε όλες τις φάσεις της ζωής - να πάθει, αλλά η Θεότης είναι απαθής. 

Κατά συνέπεια ήταν και Άνθρωπος, όπως ομολογεί ο ίδιος:
"Δεν έπρεπε να πάθει ταύτα ο Χριστός και να εισέλθει στην Δόξαν Αυτού; (Λουκ.24:26).

5ον. Ήταν αναγκαίο να διαπιστώσουν οι άνθρωποι ότι  οι υποσχέσεις του Θεού περί Μεσσία επαλήθευσαν στο Πρόσωπο του Χριστού, και γράφει ο Παύλος περί αυτού:
"O Xριστός το κατά σάρκα ο ων (ο Υπάρχων) επί πάντων Θεός". 

(από ανθρώπινης πλευράς, κατάγεται από τους Πατέρες ο Χριστός, ο οποίος είναι υπεράνω όλων Θεός Ευλογητός Αιωνίως). (Ρωμ.9:5).

6oν. Ενώ μιλούσε σαν άνθρωπος βεβαίωνε συγχρόνως ότι υπήρχε και στον Ουρανό: "Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί"
(Iωαν.8:58). 

Δηλαδή, "Υπάρχω συνεχώς, χωρίς διακοπή της Θεϊκής Μου φύσεως". 

Εκκένωσε  Εαυτόν της Δόξης, όχι της Θεϊκής Του φύσεως, εγκατέλειψε τη θέση Του, όχι τη Θεϊκή φύση Του, κατά την γλωσσική έκφραση εκείνης της εποχής.

Αυτό είναι το μεγάλο και ανεξιχνίαστο μυστήριο.  
Η ενανθρώπισης του Ιησού όπως δηλώνει ο Ίδιος:
"Ουδείς γιγνώσκει τον Υιόν ειμή ο Πατήρ" (Ματθ.11:27).

"Κανένας δεν γνωρίζει τον Υιό, (εννοείται στη Θεϊκή Του  φύση, δηλαδή, πως ενώθηκε η Θεία Του φύσις, με την  ανθρώπινη) παρά μόνο ο Πατέρας".

Είναι λοιπόν, κάτι το κρυμμένο και το οποίο τοποθετείται   στη Θεϊκή δήλωση:
"Τα κρυπτά ανήκουν στον Κύριον τον Θεόν ημών, τα δε αποκεκαλυμμένα, εις ημάς".

Ο υπέρ τονισμός λοιπόν, η υπερβολή στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, ήταν η αιτία της αιρέσεως των Δοκητών, που έφτασαν να πιστεύουν, ότι ο Χριστός δεν έφερε 
ανθρώπινο σώμα, αλλά φαινομενικό.
Αυτή η πλάνη χαρακτηρίζεται ως "πνεύμα Αντιχρίστου". 

Επίσης, τα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη: 

"Πολλοί πλάνοι ήλθαν στον κόσμο, οι οποίοι δεν ομολογούν  ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε "εν σαρκί", 

δεν εννοούν, ότι ο Χριστός ήλθε στον κόσμο μόνο ως άνθρωπος. Με τα λόγια αυτά, ο Ιωάννης καταπολεμά - 
αντιμετωπίζει την αίρεση των Δοκητών.

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 101ο ΨΑΛΜΟ




ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 101
ο ΨΑΛΜΟ
+Αρχιμ. .ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗΣ
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού πατρός)

Τὴν αἰχμαλωσίαν Σιών, σὺ ἐξείλου ἐκ Βαβυλῶνος κἀμὲ ἐκ τῶν παθῶν, πρὸς ζωήν ἕλκυσον
Λόγε. Ἐν τῷ Νότῳ οἱ σπείροντες δάκρυσιν ἐνθέοις, θεριοῦσι στάχυας, ἐν χαρᾷ ἀειζωΐας.
Ἁγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ἀγαθοδωρία, ὡς Πατρὶ καὶ Υἱῷ συναστράπτει, ἐν ᾧ τὰ πάντα ζῇ καὶ
κινεῖται. Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τῶν ἀρετῶν, μάτην κοπιῶμεν, τὴν δὲ ψυχὴν
σκέποντος, οὐδεὶς ἡμῶν πορθεῖται τὴν πόλιν.
Τοῦ καρποῦ τῆς γαστρός, τῷ Πνεύματι υἱοποιητῶς σοι τῷ Χριστῷ, ὡς Πατρὶ οἱ Ἅγιοι πάντοτέ
εἰσι. Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐνθεωρεῖται πᾶσα ἁγιότης σοφία, οὐσιοῖ πᾶσαν γὰρ κτίσιν, αὐτῷ
λατρεύσωμεν. Θεὸς γάρ, ὡς Πατρί τε καὶ Λόγῳ.
 Ο ψαλμός αυτός δεν δείχνει εκ πρώτης όψεως σαν θεολογικός και αντιαιρετικός. Αφού
φαίνεται σαν Ψαλμός μετανοίας. Μάλιστα οι μελετητές του Ψαλτηρίου γνωρίζουν ότι υπάρχει μια
ομάδα ψαλμών που χαρακτηρίζονται ως ψαλμοί μετάνοιας. Σαν 5
ος
 ψαλμός μετανοίας
θεωρείτε ετούτος, ο 101
ος
 .
Δηλαδή, εδώ παρουσιάζεται ένας ταλαίπωρος Ισραηλίτης, που ζει την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος,
μακριά από την Αγία πόλη, με κατεστραμμένο τον άγιο ναό της, συνειδητοποιεί την κατάσταση
την δική του και τον ομοεθνών του, και γεμάτος πόνο και απελπισία συνθέτει ένα πονεμένο
ποίημα μια προσευχή γεμάτη θλίψη.
Προσευχὴ τῷ πτωχῷ, ὅταν ἀκηδιάσῃ καὶ ἐναντίον Κυρίου ἐκχέῃ τὴν δέησιν αὐτοῦ.
Πρόκειται για την επιγραφή του ψαλμού, ακηδιώ εδώ σημαίνει γεμίζω θλίψη και
μελαγχολία. Προσευχή ενός δυστυχούς ανθρώπου, όταν μελαγχολήσει και στραφεί προς τον
Κύριο και εκχύσει ενώπιον του όλο το παράπονό του. Η θλίψις του εξόριστου Ισραηλίτου επιτείνεται από τους χλευασμούς των Βαβυλωνίων, οι οποίοι
ενεργούντο επί καθημερινής βάσεως, συνεχώς και ακαταπαύστως. Όλην την ημέραν ονείδιζόν
με οι εχθροί μου, στίχος 9
ος
 .
Εσείς είστε Ισραηλίτες, εσείς πιστεύετε ότι ο δικός σας Θεός είναι ο αληθινός, ενώ οι δικοί μας, ο
Μαρντούκ, ο Ανού, η Ισταρ, είναι ψεύτικοι. Εσείς θεωρείτε τον δικό σας Θεό τον Γιαχβέ δυνατό
και τους δικούς μας αδύνατους και ανύπαρκτους. Που είναι ο αληθινός και δυνατός Θεός σας;
Γιατί σας άφησε να περιπέσετε σε τέτοια χάλια; Δεν του λέτε να δείξει την δύναμη του και να σας
σηκώσει όρθιους;
Αυτοί οι ονειδισμοί και οι εμπαιγμοί έμοιαζαν με μαχαιριές που πλήγωναν την ψυχή του. Το μόνο
που του απέμεινε ήταν να κλαίει, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ, στίχος 7
ος
 , δηλαδή
κατάντησα σαν κλαψοπούλι που την νύχτα βγάζει θρηνώδεις κραυγές μέσα σε ερειπωμένο και
ρημαγμένο σπίτι. Αυτό θέλει να πει, ότι τον ταλαίπωρο Ισραηλίτη, τις νύχτες δεν τον έπιανε
ύπνος, μέσα στο νυχτερινό σκοτάδι, που συμβόλιζε το σκοτάδι που είχε πέσει σε ολόκληρο το
έθνος του, έκλαιγε και θρηνούσε, έβγαζε θρηνώδεις κραυγές ωσεί νυκτικόραξ.
Διαβάζουμε στα λεξικά: Νυκτικόραξ: είδος κόρακος κράζοντος κατά το διάστημα της νυκτός,
νυχτοκόρακας.
Όταν ήμουν μικρός στην πατρίδα μου, σε ένα ορεινό χωριό της Παρνασίδος, άκουγα τις νύχτες
κλαψοπούλια. Μάλιστα μια φορά από ένα λόφο ή μάλλον βουναλάκι, που λέγεται Άη Λιάς,
γεμάτο έλατα και με ένα εξωκλήσι του προφήτου Ηλία στο κέντρο, κάποια νύχτα ακούγονταν
κάποιες θρηνώδεις φωνές ασυνήθιστες. Δίπλα μου βρισκόταν η γιαγιά μου, την ρώτησα : "Τι είναι
αυτό;" Μου απάντησε : "Είναι αγριοκόκορας, κλαψοπούλι".
Με αυτήν την χαρακτηριστική έκφραση, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ, ο ευσεβής
Ισραηλίτης, εκφράζει την τραγική και αξιολύπητη κατάσταση του Ιουδαϊκού έθνους στον καιρό της
Βαβυλώνιου αιχμαλωσίας. Φυσικά συναισθάνεται ότι όλο αυτό το κατάντημα, οφείλεται στις
αμαρτίες του λαού οι οποίες παρόργισαν τον Θεό˙ ἐπάρας κατέῤῥαξάς με˙ με σήκωσες ψηλά και
με σύντριψες στην Γη. Όπως ένα πήλινο δοχείο το σηκώνει κάποιος ψηλά και στη συνέχεια το
ρίχνει στη γη για να συντριβεί και να σκορπιστεί εδώ και εκεί, έτσι συνέβη με τον Ισραηλιτικό
λαό. Σηκώθηκε ψηλά ο λαός, ξεριζώθηκε δηλαδή από την χώρα του, και κατόπιν τινάχτηκε και
συνετρίβει σε αλλόφυλη γη, ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου καὶ τοῦ θυμοῦ σου, ὅτι ἐπάρας
κατέῤῥαξάς με.
Δεν είναι όλο το μοτίβο του Ψαλμού θλιβερό, σε κάποιο στίχους εκφράζεται η γλυκιά ελπίδα ότι ο
Κύριος θα κάνει έλεος και θα οικτηρίσει την Σιών, ακούωντας τις προσευχές των μετανοημένων
και ταπεινών δούλων του˙ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν.
Ο ποιητής του Ψαλμού ποθεί να του χαρίσει ο Θεός μακρά έτη, ώστε να προλάβει την
ευλογημένη ημέρα της επανόδου του λαού στην γη των πατέρων του. Μην με πάρεις στη μέση
της ζωής μου, δώσε παράταση στον χρόνο της ζωής μου, μάκρυνε τις ημέρες μου, εσύ ζεις έτη
ατελείωτα από γενεά σε γενεά, μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου· ἐν γενεᾷ γενεῶν τὰ ἔτη
σου, στίχος 25
ος
 .
Εδώ υπάρχει ένας ωραίος αντιθετικός λόγος. Εμείς οι άνθρωποι ζούμε λίγα έτη, εσύ ο Κύριος,
ζεις από γενεά σε γενεά, τα έτη σου δεν τελειώνουν, κάνε έλεος, και χάρισε μου μερικά χρόνια,
για να προλάβω την απελευθέρωση του λαού μου.
Ο Θεοδώρητος Κύρου στο ωραίο και μεγάλο έργο του, ερμηνεία εις τους Ψαλμούς,
σχολιάζοντας τον 25
ο
 στίχο παρατηρεί: Εν γενεά γενεών τα έτη Σου, Συ γαρ απέραντον έχεις
το είναι, και ράδιον(εύκολο) Συ, και τους άλλους μακροβίους εργάσασθαι.
Σε σένα που ζεις απέραντο χρόνο, και έχεις απέραντη ύπαρξη, είναι πολύ εύκολο να χαρίσεις σε
κάποιους ανθρώπους πολλά χρόνια, και να τους καταστήσεις μακρόβιους. Εσύ Θεέ μου έχεις
χιλιάδες, μυριάδες, ατελείωτα έτη ζωής, δώσε μου λοιπόν και εμένα τριάντα, πενήντα, εξήντα
χρόνια ακόμη, για να προλάβω την επιστροφή στην Σιών.
Καθώς ο λόγος ανεφέρθη στα προσόντα του Θεού, έγινε στην συνέχεια πιο θεολογικός και ποιο
ωραίος, μεγαλοπρεπής θεολογικός λόγος, εσύ Κύριε στην αρχή, θεμελίωσες την Γη και έργα των
δικών σου χειρών είναι οι ουρανοί, αυτοί θα απολεσθούν ενώ εσύ διαμένεις αμετάβλητος, αυτοί θα
παλιώσουν σαν ρούχο που φορούμε και σαν επανωφόρι θα τους τυλίξεις και θα αλλάξουν, εσύ
όμως είσαι πάντοτε ο ίδιος και τα έτη σου δεν θα εξαντληθούν. Ο Θεός είναι δημιουργός του ουρανού και της Γης, αλλά τα δημιουργήματά του, ολόκληρο το
Σύμπαν, κάποια μελλοντική ημέρα θα χαλάσουν και θα χάσουν τη σημερινή μορφή.
Με την επέμβαση του Θεού θα αλλαγούν και θα πάρουν άλλο σχήμα.
Ο Θεός όμως δεν υπόκειται σε μεταβολές πάντοτε παραμένει ο ίδιος, ο αυτός, σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ,
όπως λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος στην ευχή της αναφοράς αεί ων, ωσαύτως ων,
Ο Θεός είναι επίσης αιώνιος, παντοτινός, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, χωρίς αρχή και χωρίς
τέλος, σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν.
Δεν υπάρχει περίπτωση προχωρώντας προς το μέλλον, να ελαττωθούν τα έτη του Θεού και
κάποτε να τελειώσουν, είναι αιώνιος, ατελεύτητος.
Τώρα ας ελέγξουμε κάποιες φράσεις του Ψαλμού, στην αρχή διαβάζουμε, Κύριε εισάκουσον της
προσευχής μου, στο 13
ο
 στίχο, συ δε Κύριε, εις τον αιώνα μένεις, στον 16
ο
 στίχο, καὶ
φοβηθήσονται τὰ ἔθνη τὸ ὄνομά σου, Κύριε, στον 17
ο
 στίχο, ότι οικοδομήσει Κύριος την
Σιών, στον 20
ο
 στιχο, Κύριος ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν ἐπέβλεψε, στον 22
ο
 στίχο, τοῦ
ἀναγγεῖλαι ἐν Σιὼν τὸ ὄνομα Κυρίου, στον 23
ο
 στίχο, συναχθῆναι........βασιλεῖς τοῦ
δουλεύειν τῷ Κυρίῳ.
Σε όλες αυτές τις φράσεις αν λάβουμε υπ' όψιν μας το Εβραϊκό πρωτότυπο, θα διαπιστώσουμε, ότι
με το όνομα Κύριος, αποδίδεται το όνομα Γιαχβέ.
Γιαχβέ ας εισακούσεις την προσευχή μου, εσύ Γιαχβέ διαμένεις αιώνια, ο Γιαχβέ κοίταξε από τον
ουρανό προς την Γη, και λοιπά και λοιπά.
Όπως έχουμε πει και άλλη φορά, Γιαχβέ είναι το Τετραγράμματον όνομα του Θεού, του
αληθινού Θεού στον οποίον πίστεψαν ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, και όλοι οι απόγονοί τους.
Όπου συναντάται στην Γραφή αυτό το όνομα, δεν υπάρχει ουδεμία περίπτωσις να μην αφορά τον
αληθινό Θεό, τον Γιαχβέ.
Ορισμένες φορές συναντάται συντετμημένο, Γιάχ. Έτσι λέμε Χαλελού Γιάχ, αλληλού-ια,
δηλαδή αινείτε τον Κύριον.
Λοιπόν στον εν λόγω ψαλμό, τον 101
ο
 , υπάρχει ο Γιαχβέ στον οποίο προσεύχεται με πόνο ψυχής
ο ταλαιπωρημένος και πικραμένος από την Βαβυλώνια αιχμαλωσία Ισραηλίτης.
Υπάρχει ο Γιαχβέ στον οποίο στρέφονται όλες οι ελπίδες των εξόριστων Ιουδαίων για επάνοδο
στην πατρική γη, υπάρχει ο Γιαχβέ ο οποίος σύμφωνα με τους τελευταίους στίχους δημιούργησε
τον ουρανό και την Γη και ο οποίος είναι όχι μόνο αμετάβλητος αλλά και αιώνιος.
Ποιος είναι αυτός ο Γιαχβέ;
Σε ποιον Γιαχβέ ομιλεί ο θλιμμένος Ιουδαίος; είναι ο Πατέρας; είναι ο Υιός; είναι το Άγιο
Πνεύμα;
Την απάντησή, μας την δίνει ο Απόστολος Παύλος. Μελετώντας την περικοπή, Εβραίους α' 10-
12, διαπιστώνουμε ότι ο Γιαχβέ του 101
ου Ψαλμού, είναι ο Υιός του Θεού.
Τα λόγια, κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ
οὐρανοί· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν. Αυτά τα λόγια αφορούν το πρόσωπο
του Υιού.
Η συνάφεια του λόγου του αποστόλου Παύλου έχει ως εξής: μην νομίσετε ότι ο Ιησούς
Χριστός είναι ένας άγγελος, αν ήταν άγγελος δεν θα τον αποκαλούσε η Γραφή δημιουργό αιώνιο
Γιαχβέ, τέτοια λόγια δεν πάνε στους αγγέλους, σε αυτούς πάνε άλλα λόγια, όπως εκείνα του
103
ου Ψαλμού, αυτός που κάνει τους αγγέλους Του σαν τους άνεμους και τους λειτουργούς Του
φλόγα πύρινη, παράβαλε Εβραίους α'7, προς μεν τους αγγέλους λέγει, έτσι γράφει ο Απόστολος
και προσθέτει τον 4
ο
 στίχο του 103
ου Ψαλμού ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς
λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα, ποιο κάτω παραπέμπει σε τρεις Ψαλμούς, σημειώνοντας ότι
αυτές οι παραπομπές, δεν αφορούν τους αγγέλους, αλλά τον Υιόν, είπε προηγουμένως: και προς
μεν τους αγγέλους λέγει, τώρα σημειώνει: προς δε τον Υιόν λέγει, και παραθέτει καταρχήν
στίχους από τον 44
ο
 Ψαλμό.
Αυτοί οι στίχοι διακηρύττουν ότι ο Υιός είναι αληθινός Θεός, δίκαιος Θεός, καθήμενος σε
αιώνιο βασιλικό θρόνο.
Μετά από αυτή την παραπομπή γράφει το "και" για να παραπέμψει και στον Ψαλμό πουεξετάζουμε, τον 101
ο
, δηλαδή και τα προηγούμενα, από τον 44
ο
 Ψαλμό, και τα επόμενα από τον
101
ο
 Ψαλμό, αναφέρονται στον Υιό.
Αλλά όπως είδαμε στον 101
ο πρώτο Ψαλμό υπάρχει έξη φορές το όνομα Γιαχβέ, με άλλα
λόγια ο Υιός του Θεού σε ετούτον τον Ψαλμό, ονομάζεται έξι φορές Γιαχβέ.
Εφόσον λοιπόν ο Υιός είναι Γιαχβέ, γιατί οι διάφοροι αιρετικοί όπως λόγου χάριν οι
μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι είναι κτίσμα;
Μπορεί σύμφωνα με τα δεδομένα της Βίβλου να αποδοθεί σε κάποιο κτίσμα το όνομα το
Τετραγράμματο;
Μπορεί να χαρακτηρισθεί ένα κτίσμα ως αναλλοίωτος και αιώνιος Θεός; σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ
τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν;
Μπορεί σε ένα κτίσμα να πει ο ευσεβής Ιουδαίος κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας,
καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί;
Αυτό έλειπε τα κτίσματα να μετατραπούν σε κτίστη....
Όποιος με καθαρή καρδιά και καθαρό μυαλό μελετήσει τον 101
ο Ψαλμό και παράλληλα το
πρώτο Κεφάλαιο της προς Εβραίους Επιστολής θα το δει ολοκάθαρο, ότι ο Υιός είναι
Γιαχβέ, όπως είναι και ο Πατήρ, όπως και το Άγιον Πνεύμα.
Καταλαβαίνετε τώρα πόσο μεγάλη βλασφημία είναι να κατατάσσουν οι αιρετικοί τον Υιό του Θεού
στα κτίσματα ;; Αν κάποιος προσφωνήσει ένα Στρατηγό, δεκανέα, είναι πράγμα απαράδεκτο. Αν
τον Αρχιστράτηγο τον θεωρήσει απλό στρατιώτη, αυτό είναι ακόμη πιο απαράδεκτο. Αυτά όμως
δεν μπορούν να συγκριθούν με το κακό που κάνουν οι αιρετικοί.
Τον αιώνιο Υιό του Θεού, τον Παντοδύναμο, τον Δημιουργό του Σύμπαντος, τον Γιαχβέ,
τον κατεβάζουν στο επίπεδο των κτισμάτων ! Συγκεκριμένα, στο επίπεδο των αγγέλων !
Τον κατατάσσουν στα όντα, που κάποτε βρίσκονταν στην ανυπαρξία !
Πιο μεγάλη βλασφημία από αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει ! Εκείνον που είναι έξω από τα όρια του
τόπου και του χρόνου, τον κάνουν κτίσμα, δηλαδή τον εγκλείουν στα δεσμά του τόπου και του
χρόνου.
Μπορεί να ακούσουμε από τα χείλη των Ιεχωβιτών ‘'εμείς τον αγαπούμε τον Χριστό, είναι
Κύριος μας, εκτελούμε τις εντολές του" αυτό μοιάζει με κωμικό. Φαντάσου κάποιος να κάνει
τον Στρατηγό, δεκανέα, και να του λέει, ότι τον αγαπά, και τον σέβεται, και τον υπακούει...
Συνιστούμε στους ακροατές μας να μελετήσουν αργά και προσεκτικά τον 101
ο ψαλμό, και
να εννοούν πίσω από τις λέξεις Γιαχβέ στο Εβραϊκό, Κύριος στην Ελληνική μετάφραση, το
πρόσωπο του Υιού του Θεού.
Κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· εσύ Υιέ
του Θεού, στην αρχή, δημιούργησες τον κόσμο.
Υπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες που πλησιάζουν το τρισεκατομμύριο και ο κάθε ένας από
αυτούς έχει δισεκατομμύρια άστρα, όλα αυτά εσύ τα δημιούργησες.
Με τέτοιους διαλογισμούς νιώθουμε το μεγαλείο του Υιού του Θεού αυτό που οι αιρετικοί το
απορρίπτουν. Και δεν είναι μόνο ο Υιός του Θεού δημιουργός του Σύμπαντος, αλλά και
Κυβερνήτης του, φέρων τε τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Και αυτή η φράσις
ευρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο της προς Εβραίους Επιστολής, και σημαίνει, ο Υιός του Θεού
βαστάζει, περιφέρει, και κυβερνά τα πάντα, με το παντοδύναμο πρόσταγμα Του.
Όπως με ένα λόγο δημιούργησε τα πάντα, έτσι και με ένα λόγο τα διακυβερνά. Δεν πρόκειται για
λόγο ανθρώπων, αγγέλων, κτισμάτων, αν ήταν τέτοιος λόγος δεν θα μπορούσε να διαθέτει
παντοδυναμία και να κατευθύνει τα Σύμπαντα, φέρων τε τὰ πάντα, αφού υπάρχει η λέξις πάντα,
αντιλαμβανόμαστε ότι από το ένα μέρος έχουμε όλα τα δημιουργήματα, και από το άλλο, τον
Δημιουργό τους και συντηρητή τους.
Αυτή είναι η Ορθόδοξος πίστις, αυτό είναι το ποτήρι με το καθαρό νερό, τα ποτήρια των
αιρετικών έχουν θολό νερό.

Α ΝΑ ΔΗΜΟ ΣΙΕΥΣΗ Α ΠΟ : http://panosrs.blogspot.com/2009_01_01_archive.html Ο ΠΟ Υ ΚΑ Ι ΜΠΟ ΡΕΙΤΕ ΝΑ Α ΚΟ ΥΣΕΤΕ ΚΑ Ι ΤΗΝΟ ΜΙΛ ΙΑ ΤΟ Υ ΜΑ ΚΑ ΡΙΣΤΟ Υ ΓΕΡΟ ΝΤΑ
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:
ΜτΙ: Η ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ 1874
Γραμμένο από τον ιδρυτή της οργα​νώσεως Κάρολο Ρώσσελ α

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Ευχή για ζώντες και κεκοιμημένους



Ευχή για ζώντες και κεκοιμημένους
ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΖΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ (06-Ν)
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἀφοῦ εὐχηθοῦμε ''καλό ὑπόλοιπο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ὑπενθυμίσωμε, ὅτι κατά τήν προηγούμενή μας σύναξι, εἴχαμε ὁλοκληρώσει τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ γιά ὅλους τούς ζῶντας, λέγοντας ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''.
Σήμερα σκόπιμα ξανατονίζομε, ὅτι γιά νά προσευχηθοῦμε γιά κάποιους λέγοντας τήν εὐχή, δέν χρειάζεται νά κουραζώμαστε καί νά ζαλιζώμαστε ἀναφέροντες συνεχῶς τά ὀνόματά τους. Ἀρκεῖ τήν πρώτη μόνο φορά νά ἀναφέρωμε τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καί μετά νά λέμε μόνο καί συνεχῶς τό ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''. Χωρίς δηλαδή μετά νά ἐπαναλαμβάνωμε τά ὀνόματα αὐτά, διότι στό ''ἡμᾶς'' συμπεριλαμβάνονται, καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, καί κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο τρόπο, τά ὀνόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά εἰς τήν ἀρχή.
Καί στό σημεῖο αὐτό ἐνθυμούμεθα, ὅτι ὅταν ἤμαστε ἀκόμη λαϊκοί καί κάποια ἡμέρα εἰσερχόμεθα στό Ἅγιον Ὄρος, συναντήσαμε ἐκεῖ στό καράβι, κάποιον κύριο, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς εἶπε τά ἑξῆς: «Ἔ, ἀφοῦ θά πᾶς στόν Γέροντα Παΐσιο, πές του νά κάμη προσευχή γιά μένα. Εἶμαι ὁ Νάρκισσος. Θά καταλάβη ὁ Γέροντας. Ξέρει τήν περίπτωσί μου». Ἐγώ μετά μία-δυό ἡμέρες πῆγα στόν Γέροντα. Ἀλλά τήν στιγμή πού ἔφθασα στόν Γέροντα εἶχα ξεχάσει τό ὄνομα τοῦ κυρίου πού μοῦ εἶχε πῆ νά διαβιβάσω στόν Γέροντα τήν ἱκεσία του γιά προσευχή. Καί εἶπα στόν π. Παΐσιο:
- «Γέροντα, μοῦ εἶπε κάποιος νά κάνετε προσευχή. Σᾶς ξέρει καί τόν ξέρετε. Συγγνώμη, ἀλλά ξέχασα τώρα τό ὄνομά του, γιατί εἶναι λίγο σπάνιο». 
Καί μοῦ ἀπήντησε ὁ π. Παΐσιος:
- «Ἔ, καί; Ἄς τό ξέχασες. Τό ὄνομα τό ξέρει ὁ Θεός. Ξέρει ὁ Θεός ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ἐγώ θά κάνω προσευχή γιά τό ἄτομο αὐτό καί ξέρει ὁ Θεός τί πρόβλημα ἔχει».
Πρίν ὅμως προχωρήσωμε καί μιλήσωμε γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἡ ὁποία ἀναφέρεται στούς κεκοιμημένους, ἄς ποῦμε λίγα λόγια, σέ πρώτη βέβαια φάσι, γιά τό κομβοσχοίνι, μιᾶς καί ἐρωτηθήκαμε δημόσια περί αὐτοῦ.
Τό κομβοσχοίνι δέν εἶναι μέν ὑποχρεωτικό νά χρησιμοποιῆται κατά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὅμως, τελικά, στήν πρᾶξι, εἶναι πολύ πρακτικό, πολύ χρήσιμο, καί ἄρα ἐπιβεβλημένο, πέρα γιά πέρα. Δηλαδή εἶναι πιό ἀποτελεσματική ἡ εὐχή, ὅταν λέγεται μέ τό κομβοσχοίνι, ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι.
Κατ᾽ ἀρχάς, αὐτό καθ᾽ ἑαυτό τό κομβοσχοίνι εἶναι εὐλογημένο, ἐφ᾽ ὅσον ἔχη στήν ἄκρη τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ κάθε κόμπος ἔχει 7 ἤ 9, νομίζω, σταυρούς - ἄς μή μποῦμε, τώρα, σέ λεπτομέρειες τέτοιου εἴδους. Ἡ παράδοσις λέγει, ὅτι βρέθηκε αὐτός ὁ σταυροειδής κόμπος γιά νά μή μπορῆ νά πλησιάση ὁ διάβολος. Διότι φρίττει ὁ διάβολος, ὅταν βλέπη τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὅπως ἐπί παραδείγματι συνέβη σέ κάποιον μοναχό, ὅπου εἶχε φτιάξει κόμπους γιά νά μετράη τίς εὐχές του καί ὁ διάβολος ἔλυνε αὐτούς τούς κόμπους.
Ἡ πρώτη τώρα χρησιμότητα τοῦ κομποσχοινιοῦ εἶναι νά μᾶς δείχνη, νά μᾶς δίνη ἕναν σταθερό καί αὐτόματο ρυθμό, μία σταθερή συχνότητα ὅταν λέμε τήν εὐχή. Νά ἀναφέρωμε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ ἀντιστοιχία εἶναι: Ἕνας κόμπος πού μετρᾶμε, μία εὐχή νά λέμε. Ὄχι δηλαδή νά λέμε μία εὐχή καί νά προσπερνοῦμε πολλούς κόμπους. Γιατί δυστυχῶς ἀπό κακή ἴσως συνήθεια, παρατηρεῖται κάποιες φορές αὐτό τό φαινόμενο. Νά λέγη δηλαδή κάποιος μιά εὐχή καί νά περνάη τούς κόμπους δυό-δυό, τρεῖς-τρεῖς, δέκα-δέκα. Δέν εἶναι σωστό αὐτό. Ἅλλωστε δέν ἔχει κανένα νόημα.
Δέν πρέπει, τό ξανατονίζομε, νά λέμε τήν εὐχή μηχανικά καί βεβιασμένα, ἀλλά νά χωνεύωμε καλά τό νόημα τῶν λέξεων πού προφέρομε. Ὅπως συμβαίνει ὅταν παρακαλοῦμε ἕνα ὑψηλά ἱστάμενο πρόσωπο γιά ἕνα αἴτημά μας, προσέχομε ὄχι μόνο τί θά ποῦμε, ἀλλά καί πῶς θά τό ποῦμε. Ἔ, αὐτό ἰσχύει, κατά μείζονα λόγο γιά τόν οὐράνιο Βασιλέα, τόν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπό τήν μία λοιπόν πρέπει νά χωνεύωμε καλά τά λόγια τῆς προσευχῆς, καί ἔτσι ὄχι μόνο δέν θά κουραζώμαστε, ἀλλά θά ξεκουραζώμαστε ἀπό τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἐπί πλέον θά μεγιστοποιοῦμε τήν προσωπική μας ὠφέλεια, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν εὐχή. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά μήν ἀφήνωμε χρονικά κενά ἀπό εὐχή σέ εὐχή, γιά νά μή προλαβαίνη ὁ νοῦς μας νά μετεωρίζεται καί νά σκέφτεται ἄλλα πράγματα καί νά διαχέεται, ἰδιαίτερα, ὅταν εἴμαστε στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας τῆς προσευχῆς.
Ἐπί πλέον τώρα ὅσον ἀφορᾶ στίς εἰσπνοές - ἐκπνοές κατά τήν διάρκεια τῆς εὐχῆς, ἤ ἀπό εὐχή σέ εὐχή, καί γενικώτερα στίς διάφορες τεχνικές μεθόδους αὐτοσυγκεντρώσεως, ὅπως τό νά καθώμαστε σέ κάποιο σκαμνάκι, νά ἔχωμε ὡρισμένη στάσι, νά στρέφωμε τό κεφάλι πρός τό στῆθος, κλπ. - χωρίς ὅλα αὐτά νά τά περιφρονοῦμε, κάθε ἄλλο -, ὅμως θεωροῦμε σκόπιμο, στήν φάσι αὐτή τοὐλάχιστον, νά μή τά ἀναφέρωμε σέ γενικό ἐπίπεδο.  Καί τοῦτο, ἐπειδή φοβόμαστε νά μήν ὑπάρξουν παρανοήσεις καί γίνουν ὅλα αὐτά αὐτοσκοπός. Διότι ὁ τελικός στόχος καί καρπός τῆς προσευχῆς μας πρέπει νά εἶναι ἡ διά βίου ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἔνθεη ταπείνωσις.
Διότι, αὐτές οἱ τεχνικές μέθοδοι, ἰδιαίτερα ἡ τεχνική τῆς ἀναπνοῆς, ἀπαιτοῦν σωστό ὁδηγό, ἐπειδή ὑπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι, ὄχι μόνο πνευματικοί, ἀλλά καί ὀργανικοί. Δηλαδή μπορεῖ νά νομίση ὁ προσευχόμενος ὅτι δῆθεν εἶναι σέ μέτρα, προχωρημένος, κλπ., σέ βαθμό μάλιστα νά φθάση καί σέ αὐτήν τούτην τήν πλάνη. Διότι οἱ πλᾶνες στήν προσευχή, ὅταν λείπη τό ἐσωτερικό ὑγιές πνευματικό προσωπικό ὑπόβαθρο, δέν εἶναι λίγες, οὔτε εὐκολοδιάκριτες.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἄς ἀναφέρωμε: Σκεφθεῖτε κάποιον ἀρχάριο νά ἔχη πέσει ''μέ τά μοῦτρα'' - συγγνώμη γιά τήν ἔκφρασι - στήν ἐργασία τῆς εὐχῆς καί νά λέγη τήν εὐχή ἀδιάλειπτα καί ἀπό τόν πολύ ζῆλο νά μή λέγη ''καλημέρα'' στόν  ὁποιονδήποτε περαστικό  δίπλα του γιά νά μή χάση, δῆθεν, τόν εἱρμό τῆς προσευχῆς. Ἄν αὐτός δέν συνετισθῆ, ἀλλά συνεχίση μέ τό ἴδιο φρόνημα νά περιφρονῆ τόν ἕναν καί τόν ἄλλον πού περνάει δίπλα του καί νά λέγη τήν εὐχή, κανείς δέν μπορεῖ νά προβλέψη πόσο σοβαρά προβλήματα, πνευματικῆς καί ὀργανικῆς φύσεως, μπορεῖ νά ἀποκτήση.
Ἀλλά, πέρα ἀπό τούς προαναφερθέντας κινδύνους, ὁ κυριώτερος λόγος πού δέν ἀναφερόμεθα στίς διάφορες τεχνικές εἶναι ὅτι πιστεύομε ἀκράδαντα, ὅτι οἱ τεχνικές αὐτές τελικά πολύ μικρό ρόλο παίζουν στήν καρποφορία τῆς προσευχῆς. Διότι, ὅλο σχεδόν τό βάρος πέφτει στόν ἐν γένει σωστό μας πνευματικό ἀγῶνα. Γιατί, ὅποιος ἐπί παραδείγματι, λέγει τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί κάνει ''συμβόλαιο'' μέ τόν Χριστό, ὄχι νά συγχωρηθῆ, νά διορθωθῆ, νά ταπεινωθῆ καί νά φωτισθῆ, ἀλλά λέγει τήν εὐχή γιά νά ἀποκτήση κάποια πνευματικά χαρίσματα, ὅπως νά καυχιέται ὅτι ''ἔχει τήν εὐχή'', ἔ τότε ὁ Θεός, καί πάλι ἀπό ἀγάπη, δέν θά τοῦ δώση τά ἀναμενόμενα χαρίσματα γιά νά μήν ἀλαζονευθῆ.
Ἄς διαβάσωμε τί λέγει σχετικά κάποιος Ρῶσος στάρετς ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Λέγει: «Ἄς ἀφήσωμε στόν ἴδιο τόν Κύριό μας τήν μεταμόρφωσι τῆς συγκεντρωμένης προφορικῆς προσευχῆς μας σέ νοερά προσευχή καί σέ καρδιακή προσευχή. Θά τήν μεταμορφώση, δίχως ἄλλο, σάν μᾶς ἰδῆ ἔστω καί λίγο ὡριμασμένους, καθαρισμένους, μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν». Καί συνεχίζει λέγοντας παρακάτω: «Ὅποιος εἶναι νήπιος σέ πνευματική ἀνάπτυξι, δέν εἶναι κατάλληλος γιά πνευματικές δωρεές. Δέν θά τίς χρησιμοποιήση γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά ὠφέλεια δική του, ἤ γιά ὠφέλεια τοῦ πλησίον».
Καί συνεχίζει λέγοντας: «Θά τίς χρησιμοποιήση, τοὐναντίον, γιά νά πλήξη τόν ἑαυτό του. Θά γίνη ἀλαζόνας καί θά φουσκώση μέ τήν μοιραία ἔπαρσι καί τήν καταστρεπτική περιφρόνησι τοῦ πλησίον. Καί ὅταν, ἐνῶ δέν ἔχωμε χαρίσματα καί ἔχομε ἕνα σωρό ἀδυναμίες, συνεχῶς κομπάζωμε καί ταπεινώνωμε τόν ἄλλον, τί θά συνέβαινε, ἄν μᾶς εἶχαν ἐμπιστευθῆ κάποιον θησαυρό πνευματικό, κάποια εἰδικά χαρίσματα; Δέν θά γινόταν αὐτό αἰτία μιᾶς ἀκόμη πιό τρομερῆς καταστροφῆς μας;»
Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος: «Θέλει ὁ Θεός νά μᾶς δώση λίγη Χάρι, καί πρίν καλά-καλά μᾶς τήν δώση, ὑπερηφανευόμαστε, νομίζομε ὅτι κάτι εἴμαστε, καί ἔτσι, γιά καλό δικό μας, δέν μᾶς τήν δίνει καθόλου».
Μά, ἄνθρωπέ μου, ὑπερηφανεύεσαι γιά τήν Χάρι; Μά τό λέγει ἐτυμολογικά καί ἡ ἴδια ἡ λέξις ὅτι εἶναι ''χάρις''. Τό ὅτι θέλει δηλαδή ὁ Θεός καί σοῦ τήν δίνει, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὁ Θεός δεσμευμένος νά σοῦ τήν δώση ὁπωσδήποτε, ἄνθρωπέ μου».
Καί σέ κάποια ἄλλη συνάφεια ἔλεγε σχετικά, γιά τό ἴδιο θέμα, ὁ π. Παΐσιος, ὅτι πολλές φορές μοιάζει ὁ ἄνθρωπος σάν ἕνα μικρό παιδάκι, ἕνα βρέφος, πού προσπαθεῖ νά ἀνεβῆ μία μεγάλη σκάλα. Καί ἐνῶ βρίσκεται στό πρῶτο σκαλί, προσπαθεῖ νά πάη στό δεύτερο. Δέν τά καταφέρνει. Προσπαθεῖ, πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει... Αὐτό γίνεται πολλές φορές, ὥσπου τό πιάνει ἡ μάνα του, γιατί τό λυπᾶται, καί μέ μιᾶς τό τοποθετεῖ στό τελευταῖο σκαλί. Καί μετά λέει τό παιδάκι στόν ἑαυτό του: ''Μπράβο μου, ποῦ ἀνέβηκα!'' Ἔ, ὁ ἄνθρωπος, ἄν σκέφτεται ὅπως εἴπαμε πρίν, σκέφτεται ἀκόμη πιό ἀνώριμα καί ἀπό αὐτό τό βρέφος.
Ἔτσι λοιπόν γιά νά ἐπανέλθωμε, τό πρῶτο πλεονέκτημα τοῦ κομβοσχοινιοῦ εἶναι ὁ σταθερός ρυθμός. Βέβαια, ἄν θέλωμε ἀκόμη πιό πολύ νά ἐμβαθύνωμε στό θέμα τῆς συχνότητας, πού γιά μᾶς εἶναι πάρα πολύ σοβαρό θέμα, καλό εἶναι νά ἀναφέρωμε τό ἑξῆς: Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν ἀγωνισθῆ γιά κάποιο διάστημα εἰς τό πνευματικό ἀγώνισμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάποια στιγμή ἀποκτᾶ μία δική του, ἄς τήν ὀνομάσωμε ἔτσι, στιγμιαία ''ἰδιοσυχνότητα'' εὐχῆς (δηλαδή τῆς περιόδου ἐκείνης). Αὐτή συμβαίνει νά εἶναι καί ἡ συχνότητα μέ τήν ὁποία λέγει ὁ ἄνθρωπος τήν προσευχή, ὅταν ἡ εὐχή λέγεται ἀπό μόνη της αὐτενέργητα, ἀβίαστα, νοερά, καρδιακά. Ἐπί παραδείγματι, ὅταν ὁ προσευχόμενος κοιμᾶται, ἤ ὅταν ξυπνάη καί ἀντιλαμβάνεται νά λέγεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της μέσα του, ἔ, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἰδιοσυχνότητα εἶναι καί ἡ πιό ἐνδεικνυομένη συχνότητα γιά νά ἐκφέρεται ἡ εὐχή ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτό ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή. Ἔτσι, κατά τόν ταπεινό μας λογισμό, νομίζομε ὅτι ἔχομε ἐσωτερικό πνευματικό συντονισμό κατά τόν ὁποῖο μεγιστοποιοῦνται τά ὀφέλη τῆς εὐχῆς.
Ἐπίσης δεύτερη μεγάλη βοήθεια πού μᾶς παρέχει τό κομβοσχοίνι, εἶναι ὅτι μᾶς ὑπενθυμίζει νά λέμε τήν εὐχή ὅταν ὁ νοῦς μας ταξειδεύη τῇδε-κακεῖσε, πέρα-δῶθε, κλπ. Εἶναι δηλαδή τρόπον τινά ἕνας τέλειος ὑπομνηματιστής. Διότι μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς νά λέμε τήν εὐχή. Διότι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἐάν κρατᾶς στό χέρι σου τό κομβοσχοίνι, καί νά ξεφύγης λίγο - πού σίγουρα θά ξεφεύγωμε κάπου-κάπου - ἔ, ὅταν κοιτᾶς τό κομβοσχοίνι, αὐτό θά σοῦ ὑπενθυμίζη τό ἱερό καί ἀδιάκοπο χρέος σου. Ἔτσι εἶναι πάρα πολύ καλό νά κρατᾶμε τό κομβοσχοίνι στό χέρι - ὅταν βέβαια εἶναι ἐφικτό - καί νά μή τό ἀποχωριζώμεθα. Καί ἐάν τό ἀποχωρισθοῦμε - αὐτό εἶναι εὐχή βέβαια - νά εἶναι μόνον ἀπό πολλή ἀνεξέλεγκτη πνευματική χαρά-ἡδονή.
Ὅπως συνέβαινε σέ κάποια ψυχή, πού σταματοῦσε τήν εὐχή καί ἄφηνε τό κομβοσχοίνι, ἐπειδή ἐγοητεύετο. Καί ὅταν ἐπυρπολῆτο ἀπό τήν πολλή θεία ἡδονή καί ἀπό τήν ὑπερφυσική θεία λάμψι, τῆς φαινόταν ὁ πολύς χρόνος πού προσευχόταν σ᾽ αὐτήν τήν κατάστασι γιά πολύ λίγος. Ἤ καλύτερα, τῆς φαινόταν ὅτι σταματοῦσε ὁ χρόνος, καθ᾽ ὅσον τότε ὑπῆρχε ἐμπειρικά ἄϋλη αἴσθησις τοῦ ἄϋλου Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά γίνωνται αὐτά καί ἄλλα ἀνώτερα, ὡραιότερα, γοητευτικώτερα, χρειάζεται πολύς καί σωστός ἀγῶνας. 
Καί στό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή ὅλοι μας ἀπογοητευόμεθα, λίγο-πολύ ἀπό τήν μή συγκέντρωσι τοῦ νοός μας, θά σᾶς διαβάσω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀποσπασματικά, ἕνα κομμάτι ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Λέγει ὁ ἱερός Πατήρ:
«Ἡ θύμησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ διεγείρει τόν ἐχθρό γιά μάχη. Γιατί μία ψυχή πού πιέζει τόν ἑαυτό της νά λέη τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, μπορεῖ μέ αὐτήν τήν ἴδια τήν προσευχή νά βρῆ ὁ,τιδήποτε. Καί ἀγαθό, καί πονηρό. Πρῶτα ἡ ψυχή μπορεῖ νά δῆ τό πονηρό στά μύχια τῆς καρδιᾶς της, νά τό ἐντοπίση δηλαδή, καί ὕστερα μπορεῖ νά δῆ τό ἀγαθό. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ὑποκινήση τόν ὄφι σέ δρᾶσι. Καί ἡ ἴδια αὐτή μπορεῖ νά τόν συντρίψη μετά. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ξεχώση τήν ἁμαρτία πού ζεῖ μέσα μας φωλιασμένη καί ἡ ἴδια αὐτή προσευχή μπορεῖ νά τήν ξερριζώση καί νά τήν ἐξοστρακίση». Καί καταλήγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγοντας: «Χρειάζεται πολύς χρόνος καί μόχθος γιά νά διωχθῆ ὁ ἐχθρός καί νά ἐγκατασταθῆ μέσα μας ὁ Χριστός».
Γιά τό θέμα τώρα τῶν δυσκολιῶν κατά τήν προσευχή, πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὁ Θεός βλέπει τήν διάθεσι στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀνθρώπινο κάποιες φορές, ἀπό κούρασι καί ἀπό ἀκηδία, ἄν τό θέλετε, ἀπό κάποια ψυχική ταραχή, ἀπό κάποια ἄλλα αἴτια, νά ἔχωμε κάποιες παρενέργειες πού βέβαια δέν εἶναι ἐπαινετές. Ἀλλά καί τότε εἶναι πολύ καλύτερα νά λέμε τήν εὐχή, ἀπό τό νά μή προσπαθοῦμε καθόλου τήν νά λέμε.
Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος σχετικά: «Νά, σήμερα μοῦ ἦλθε ἕνας κοσμικός μέ φόρα καί σκανδαλίσθηκε γιατί πῆγε σέ κάποιο μοναστήρι καί εἶδε νά γελάη, στήν ἐκκλησία μέσα, ἕνας μοναχός. Καί τόν ἄρχισα καί τοῦ εἶπα: ''Βρέ, αὐτός ὁ μοναχός κατ᾽ ἀρχάς, εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικός τῆς Μονῆς - τόν ἤξερε ὁ Γέροντας. Δηλαδή σχεδόν ὅλη μέρα εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία. Ἕνα ὀκτάωρο, πάνω-κάτω, εἶναι οἱ ἀκολουθίες μιᾶς ἡμέρας, τό εἰκοσιτετράωρο. Ἐπί πλέον ἀπό τό ὀκτάωρο, ὁ ἐκκλησιαστικός χρειάζεται τρεῖς-τέσσερις ὧρες γιά νά ἑτοιμάση, καντήλια, πολυελαίους καί ὅλα τά σχετικά γιά τίς προβλεπόμενες καθημερινές ἀκολουθίες. Ἔ, εἶναι φυσικό νά μή κάθεται ὅλες αὐτές τίς ὧρες πάντα κολώνα μέσα στήν ἐκκλησία''. Καί τοῦ εἶπα: ''Ξέρεις τί ἀγῶνα κάνει αὐτός; Καί σύ σκανδαλίσθηκες, καϋμένε; Ἐσύ τί κάνεις; Πᾶς ἕνα τέταρτο, μισή  ὥρα, τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία. Καί ἄν πᾶς, καί πῶς πᾶς, καί γιατί πᾶς.... Καί μετά, τήν ὑπόλοιπη ἑβδομάδα, ποῦ πηγαίνεις, ποῦ συχνάζεις, τί κάνεις; Ἄς μή τό προχωρήσωμε.... Καί σκανδαλίζεσαι, γιατί αὐτός γέλασε λιγάκι, ἤ γιατί κουράσθηκε λίγο καί λαγοκοιμήθηκε στήν ἐκκλησία καί τά παρόμοια; Αὐτός εἶναι εὐλογημένος ὕπνος, ὁ ἐντός τῆς Κιβωτοῦ, μέσα στήν ἐκκλησία. Ὁ Θεός δέν τά μετράει ἔτσι. Ἄς μή κάνωμε σάν τούς Καθολικούς, πού πᾶνε λίγο στήν ἐκκλησία καί κάθονται σάν βρεγμένες γάτες, σάν παγόβουνα. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἐκκλησία τήν αἰσθανόμαστε σπίτι μας καί καθόμαστε πιό ἄνετα, πιό φυσικά καί πιό ἀνθρώπινα''».
Τό τρίτο ἐπί πλέον στοιχεῖο πού ἔχει τό κομβοσχοίνι, εἶναι ὅτι εἶναι ἕνας πολύ καλός μετρητής. Μποροῦμε δηλαδή μέ αὐτό νά μετρᾶμε τίς εὐχές τοῦ κανόνα μας, τίς εὐχές πού λέμε. Καί ὡς γνωστόν ὑπάρχουν κομβοσχοίνια τριαντατριάρια, πενηντάρια, κατοστάρια, τριακοσάρια καί δωδεκάρια. Βέβαια τά δωδεκάρια καί τά τριαντατριάρια εἶναι πιό εὔχρηστα νά τά ἔχη κανείς καί ὅταν εἶναι σέ χῶρο δημόσιο, γιά νά μή γίνεται δηλαδή ἀντιληπτός, ὥστε νά μή προκαλῆ...
Ἐπίσης ὑπάρχουν οἱ σταυρωτές εὐχές πού γίνονται μέ τό κομβοσχοίνι.  Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις, κρατᾶμε, ἄν θέλωμε, τό κομποσχοίνι μέ τό ἀριστερό χέρι καί μέ τό ἴδιο αὐτό χέρι, τό ἀριστερό δηλαδή, μετρᾶμε τίς εὐχές πού λέμε. Τώρα, μέ τό δεξί χέρι, παράλληλα μέ τήν κάθε εὐχή πού λέμε τοῦ Ἰησοῦ, κάνομε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο αὐτό σημεῖο συνοδεύεται μέ μία μικρή μας ταυτόχρονη ὑπόκλισι, μέ μία δηλαδή ἐλαφρυά μικρή μετάνοια, ὅπως λέγεται. Ἀλλά πρέπει αὐτή ἡ κίνησις νά εἶναι χαλαρή, γιά νά μή γίνεται διάσπασις στήν εὐχή. Ἐννοιολογικά βέβαια ταιριάζει σέ κάθε εὐχή πού κάνομε μαζί μέ τόν σταυρό μας, ὅταν φθάσωμε στό ''ἐλέησόν με'', τότε ἀκριβῶς τό δεξί μας χέρι νά βρίσκεται στό κατώτερο σημεῖο τῆς ὑποκλίσεώς μας. Βέβαια αὐτά τά κομβοσχοίνια γίνονται, εἴτε εἴμαστε ὄρθιοι, εἴτε εἴμαστε γονατιστοί.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά κομβοσχοίνια, μαζί μέ τίς ἐδαφιαῖες μετάνοιες, ἀπαρτίζουν τόν λεγόμενο ''πνευματικό προσωπικό κανόνα'' τῶν μοναχῶν καί ὄχι μόνο τῶν μοναχῶν, ἀλλά καί κάποιων λαϊκῶν. Θεωροῦνται πιό δραστικά ἀπό τά ἁπλᾶ κομβοσχοίνια, τά ὁποῖα γίνονται ἐλεύθερα χωρίς ταυτόχρονες σταυρωτές ὑποκλίσεις. Αὐτά τά ἐλεύθερα λεγόμενα κομβοσχοίνια μποροῦμε νά τά κάνωμε, εἴτε ὅταν εἴμαστε ὄρθιοι, εἴτε περπατῶντας, εἴτε γονατιστοί, εἴτε καθιστοί, εἴτε ὅταν εἴμαστε ἀκόμη καί στό κρεββάτι, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν περίπτωσι. Ἐνῶ, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τά σταυρωτά κομβοσχοίνια γίνωνται ὅταν εἴμαστε κυρίως ὄρθιοι.  Καί ὅταν ὑπάρχη κάποιος λόγος, κάποιο πρόβλημα ὑγείας, κάποια ὑπερβολική κόπωσις, τότε τά κάνομε γονατιστοί.
Ἐπίσης μέ τό κομβοσχοίνι γίνονται καί οἱ ''ἐδαφιαῖες'' στρωτές μετάνοιες. Δηλαδή, ἀπό ὄρθιοι πού εἴμαστε, πέφτομε κάτω στό δάπεδο, στηριζόμενοι στά χέρια μας, καί σκύβομε ὥσπου ἡ κεφαλή μας νά ἀκουμπήση σχεδόν τό δάπεδο. Παράλληλα μέ ὅλην αὐτήν τήν κίνησι, κάνομε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μέ τό δεξί μας χέρι, καί κρατῶντας τό κομβοσχοίνι μέ τό ἀριστερό, μετρᾶμε τίς μετάνοιες πού κάνομε.
Στίς μετάνοιες ἐνδείκνυται, χωρίς βέβαια νά εἶναι ἀπαραίτητο, νά λέμε τήν εὐχή πιό ἀναλυτικά, δηλαδή νά λέμε ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν''. Βέβαια, αὐτό εἶναι θέμα καθαρά προσωπικό. Κατά τήν γνώμη μας εἶναι καλύτερα νά λέμε ὁλόκληρο τόν στίχο αὐτόν τῆς προσευχῆς γιά νά προλαβαίνωμε νά κάνωμε, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τήν πλήρη μετάνοια, δηλαδή ἀπό ὄρθιοι νά πέφτωμε γονατιστοί καί  ἐν συνεχείᾳ ἡ κεφαλή μας να βρίσκεται σχεδόν μπρούμυτα κάτω, καί κατόπιν ἀντίστροφα νά σηκωνώμεθα πάλι ὄρθιοι. Ἑπομένως χρειάζεται κάποιος χρόνος. Ὁπότε, ἄν λέμε πιό πολλές λέξεις στήν κάθε εὐχή, προλαβαίνομε νά κάνωμε ὅλην αὐτήν τήν κίνησι πιό φυσιολογικά, πιό ἄνετα, πιό ἁρμονικά. Βέβαια, καί στήν περίπτωσι αὐτή, πρέπει νά φροντίζωμε, γιατί ἔτσι ταιριάζει ἐννοιολογικά, ὅταν λέμε τό ''ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό'', κατά τήν στιγμή ἐκείνη πού λέμε τήν λέξι ''τόν ἁμαρτωλό'', νά εὑρίσκεται ἡ κεφαλή μας στήν πιό χαμηλή θέσι, σχεδόν δηλαδή στό ἔδαφος. Γιατί ἔτσι, μέ τήν στρωτή μετάνοια, παραστατικά ἐκδηλώνομε, δείχνομε τήν πτῶσι μας, λόγῳ τῆς προσωπικῆς μας ἁμαρτίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτά ὡς πρός τά κομβοσχοίνια.
Βέβαια ξανατονίζομε ὅτι ἐμεῖς πού εἴμαστε στόν κόσμο, μέ ἕνα σωρό ὑποχρεώσεις, πρέπει νά ἐξασκηθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή ψιθυριστά ἤ νοερά καί χωρίς κομβοσχοίνι. Παράλληλα δηλαδή μέ ἄλλες ἀσχολίες πού ἔχομε, κατά τίς ὁποῖες τίς περισσότερες ἴσως φορές, δέν εἶναι δυνατόν, οὔτε ἄλλωστε ἁρμόζει, νά κρατᾶμε παράλληλα μέ τήν εὐχή μας καί τό κομβοσχοίνι. Ὅπως καί νἄχη βέβαια τό πρᾶγμα ὡς πρός τό κομβοσχοίνι, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά προκαλοῦμε τούς ἄλλους. Δέν πρέπει νά ἐπιδεικνυώμεθα δημόσια. Ταυτόχρονα ὅμως πρέπει νά ἔχωμε ἔνθεο ζῆλο γιά ὁμολογία πίστεως, εὐχῆς, κλπ. Ὅλα αὐτά βέβαια εἶναι θέμα διακρίσεως καί ποτέ δέν μπαίνουν σέ καλούπια.
Στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφερθοῦμε καί στούς κεκοιμημένους, πῶς γίνεται δηλαδή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς ἀπ᾽ αἰῶνος κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Μᾶς εἶχε ρωτήσει, φοιτητές ὄντες ἐκείνη τήν ἐποχή, ὁ π. Παΐσιος τό ἐξῆς: «Τί εἶναι πιό χρήσιμο, πιό ἀναγκαῖο, νά προσευχώμαστε γιά τούς ζωντανούς ἤ γιά τούς κεκοιμημένους;» Καί ἐμεῖς ἀπαντήσαμε, συναισθηματικά ἴσως: «Γιά τούς ζωντανούς, γιά νά μετανοήσουν». Καί μᾶς εἶπε ὁ σοφός Γέροντας: «Εἶναι προτιμώτερο νά προσευχώμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτοί δέν μποροῦν πλέον νά αὐτοβοηθηθοῦν, ὅπως οἱ ζῶντες οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἀπό μόνοι τους νά μετανοήσουν».
Ἔτσι λοιπόν ἐπιβάλλεται μέ τό παραπάνω νά προσευχώμαστε μέ τήν μέθοδο αὐτή τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς κεκοιμημένους λέγοντας, στήν περίπτωσι αὐτή: ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου''. Παρακαλῶ νά προσέξωμε, ποτέ νά μή γράφωμε τήν λέξι ''πεθαμένοι'' στά ψυχοχάρτια ἤ νά τήν ἀναφέρωμε στίς κουβέντες μας, γιατί ἁπλούστατα στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν πεθαμένοι, ἐπειδή ἀναμένεται ἡ Κοινή Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Οἱ κεκοιμημένοι δέν μποροῦν πλέον νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους, διότι ἔληξε γι ᾽αὐτούς ἡ προθεσμία. Ὁ πανάγαθος ὅμως Θεός καί ὁ δικαιότατος Κριτής, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, θέλει ὅλους νά τούς σώση, ''πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι''. Γι᾽ αὐτό περιμένει ἀπό ἐμᾶς κάτι, στήν περίπτωσι αὐτή.
Ἐδῶ εἶναι ἕνα πάρα πολύ λεπτό σημεῖο, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ ἀρχοντιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δυστυχῶς αὐτή ἡ ἀρχοντιά τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά μᾶς συγκινῆ, νά μᾶς φιλοτιμῆ καί νά μᾶς γοητεύη, πολλές φορές μᾶς σκανδαλίζει καί μᾶς ἀποπροσανατολίζει. Ἐν προκειμένῳ, στό θέμα μας, ἐάν ἐπενέβαινε ἀπό μόνος του ὁ Θεός γιά νά σώση τίς ψυχές αὐτές τῶν κεκοιμημένων, οὐσιαστικά θά παραβίαζε τήν ἐλευθερία τους, τήν ἐλευθερία μας δηλαδή γενικώτερα, τό αὐτεξούσιό μας, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἀγαθό μας. Διότι δέν ὑπάρχει λογικό δημιούργημα ἄνευ ἐλευθερίας. Καί ἀντίστροφα, κάθε ἐλεύθερο δημιούργημα εἶναι, ἐκ κατασκευῆς, ἐξ ὁρισμοῦ, λογικό. Καί ἡ μεγαλύτερη διαφορά πού ἔχομε ἀπό τά ἄλογα ζῶα, δέν εἶναι ἡ δύναμις - ἐπί παραδείγματι ὑπάρχουν ζῶα πολύ πιό δυνατά καί πολύ πιό ἀδύνατα, ἄν τό θέλετε, ἀπό ἐμᾶς -, οὔτε τόσο ἡ νοημοσύνη. Ἀλλά, ἄς μήν ἐπεκταθοῦμε. Ἡ μεγαλυτέρα διαφορά μας εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ἡ λογική. 
Γιά νά γίνωμε πιό σαφεῖς: Κανένα ζῶο, ὅσο δυνατό κι ἄν εἶναι, δέν διανοεῖται νά ἀλλάξη τό φυσικό περιβάλλον στό ὁποῖο ζεῖ. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ὡς γνωστόν, εἶναι ἱκανός νά φέρη τά πάνω κάτω, νά τά κάνη ὅλα ἀγνώριστα. Ἀλλά, καί αὐτὀς ἀκόμα ὁ Θεός, στό ὅλο σχέδιο τῆς σωτηριολογίας Του ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου, σεβάσθηκε καί ἐνήργησε ἔτσι ὥστε νά μή παραβιασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη ἐλευθερία, ἔστω καί ἐλάχιστα. Γιατί εἴμαστε ἐκ κατασκευῆς ἐλεύθεροι καί ἐπιμένει νά μᾶς θέλη ἐλευθέρους. Ἄλλο θέμα βέβαια, ὅτι ὑφιστάμεθα τίς συνέπειες τῆς ἐλευθερίας μας.
Μία φορά ἐρωτήσαμε τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο: «Γιατί δέν σαρκώθηκε πιό πρίν ὁ Χριστός, ὥστε νά ὑπάρχη ἡ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας γιά περισσοτέρους ἀνθρώπους;» Καί μᾶς ἀπήντησε: «Τό ἤθελε, ἀλλά δέν εὕρισκε τόν κατάλληλο ἄνθρωπο. Βρῆκε τήν Παναγία ἄμεμπτη,  πού δέχθηκε ἐλεύθερα τόν Εὐαγγελισμό Της ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ». Ὡς γνωστόν, ἡ Παναγία μετά τόν σεσοφισμένο δισταγμό της εἶπε τό περίφημο ''ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου''. Καί μετά ἀπό αὐτές τίς λέξεις τῆς Παναγίας Μητέρας μας, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνη ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους θεούς κατά Χάριν.
Ἤ, ἄς τό γενικεύσωμε κάπως. Γιατί δέν κάνει στήν ἐπόχή μας προκλητικά θαύματα ὁ Χριστός;  Γιατί δηλαδή στά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐγίνοντο πάρα-πάρα πολλά θαύματα, ἐνῶ μετέπειτα ὑπεχώρησε ἡ ποσότης αὐτῶν τῶν θαυμάτων; Πολλά τά αἴτια: Ἡ πίστις, ἡ ἀγωνιστική διάθεσις καί πολλά ἄλλα. Ἀλλά, ἡ κυριωτέρα αἰτία εἶναι ἐπειδή πλέον σέβεται ὁ Θεός τήν ἐλευθερία μας. Τότε, στήν ἀρχή δηλαδή τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπῆρχε ἀνάγκη νά γίνουν πολλά θαύματα. Ὑπῆρχε ἀνάγκη νά ὑπάρχη γιά παράδειγμα τό ἔκτακτο χάρισμα τῆς γλωσσολαλιᾶς κατά τήν Πεντηκοστή. Καί τοῦτο, ὄχι γιατί τό θαῦμα εἶχε καί ἔχει καμμία ἰδιαίτερη ἀξία, ἀλλά ἐπειδή, μέ ἀφορμή καί αἰτία τό θαῦμα, ἦταν εὐκολώτερο νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν τότε ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι μέ τά θαύματα τά ὁποῖα ἔκαναν, ἐγίνοντο, ὅλοι αὐτοί, πιό πιστευτοί καί πιό ἀποδεκτοί στό ἀκροατήριό τους. Ἀλλά, ἐάν τά τότε θαύματα, τά ὁποῖα ἐγίνοντο σωρηδόν, ἐάν ἐσυνεχίζοντο μέ τήν ἴδια συχνότητα καί ἀργότερα, τότε οὐσιαστικά θά ἐκαταργεῖτο ἡ ἀνθρωπίνη ἐλευθερία, διότι τό συνεχές προκλητικό θαῦμα οὐσιαστικά καταργεῖ τήν πίστι καί δημιουργεῖ μιά μορφή καταναγκασμοῦ.
Ὁπότε ἐν προκειμένῳ τώρα γιά τούς κεκοιμημένους περιμένει ἀπό μᾶς ὁ καλός Θεός νά προσφέρωμε ἐλεύθερα τό δικό μας αὐτεξούσιο, τήν δική μας ἐλευθερία, ἀβίαστα, ἀπό φιλότιμο, ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν τῶν κεκοιμημένων γιά νά βρῆ, ἄς μᾶς ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφρασις, γιά νά βρῆ ἀφορμή ὁ Θεός νά βοηθήση καί ὅλες αὐτές τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Καί ἔτσι οἱ πάντες ὠφελοῦνται. Καί οἱ σεσωσμένοι, καί οἱ κολασμένοι, ἐφ᾽ ὅσον καί στίς δύο καταστάσεις ὑπάρχουν ἄπειρες, ἀτελείωτες, διαβαθμίσεις. Στόν μέν Παράδεισο, ''εἰς τήν οἰκία δηλαδή τοῦ Πατρός'', ὅπως λέγει καί ἡ Γραφή, ''πολλαί μοναί εἰσί''. Ὑπάρχουν πολλές καταστάσεις σεσωσμένων, ἀνάλογα μέ τό πόσο ἀγῶνα ἔκαναν ἐπί τῆς γῆς. Ὅπως ἀκριβῶς στόν Παράδεισο, τό ἴδιο καί στήν κόλασι ὑπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις. Βλέπετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καί στόν Παράδεισο ὑπάρχουν τά λεγόμενα πνευματικά ''πηγαδάκια''. Ἐκεῖνο πού θέλω νά συνειδητοποιήσωμε στό σημεῖο αὐτό εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεθαίνη χωρίζεται ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα του. Ἡ ψυχή πηγαίνει στόν οἰκεῖο τόπο ὅπου ἐκεῖ προγεύεται, ἤ τήν Κόλασι, ἤ τόν Παράδεισο.
Ἀλλά καί στόν Παράδεισο δέν ὑπάρχει πλήρης, τετελεσμένη κατάστασις, ἐφ᾽ ὅσον δέν ὑπάρχουν τά ἀναστημένα σώματα τῶν σεσωσμένων ἀνθρώπων. Δέν ἔχει γίνει ἡ Κοινή Ἀνάστασις τῶν κεκοιμημένων. Ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι, ἐκτός φυσικά τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ Θεανθρώπου πρωτοτόκου ἀδελφοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, εὑρίσκονται στόν Παράδεισο μόνον ὡς ψυχές. Καί ὅταν εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος - πού ὅπως ἔχομε ἐξηγήσει σέ ἄλλη σύναξι εἶναι ἡ ἀμετανοησία - δέν θά συγχωρηθῆ, οὔτε τώρα, οὔτε εἰς τόν μέλλοντα αἰῶνα, ἐξηγοῦν, οἱ θεόσοφοι ἑρμηνευτές, ὅτι ὁ Χριστός ἐννοοῦσε ἐν προκειμένῳ ὅτι ὁ μέλλων αἰών εἶναι ἡ χρονική περίοδος ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό τόν προσωπικό θάνατο τοῦ καθενός ἀνθρώπου καί φθάνει μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τότε θά ἔλθη ὁριστικά καί ὁλοκληρωμένα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, σύμφωνα μέ τά προαναφερθέντα λόγια τοῦ Χριστοῦ συμπεραίνεται ὅτι μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία οἱ ἄλλες ἁμαρτίες μποροῦν νά συγχωρηθοῦν, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν βαρύτητα τῶν ἁμαρτιῶν, μέ τήν προσευχή τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, δηλαδή μέ τίς προσευχές ὅλων ἡμῶν γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Ἔτσι λοιπόν, παράλληλα μέ τά τρισάγια, τά μνημόσυνα, μαζί μέ τά ὀνόματα πού δίνομε στήν Προσκομιδή γιά μνημόνευσι, μαζί μέ τά Σαρανταλείτουργα καί τίς ἐλεημοσύνες ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, παράλληλα μέ ὅλα αὐτά πού ἔχει θεσπίσει θεοπνεύστως ἡ ἁγία μας Μητέρα Ἐκκλησία, ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά λέμε, εὐκαίρως-ἀκαίρως, τό ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους σου''.
Ἀλλά γιά τά ὑπόλοιπα πού ἀφοροῦν τούς κεκοιμημένους, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πρῶτα ὁ Θεός, θά συνεχίσωμε μέ περαιτέρω ἀνάλυσι στήν ἑπόμενή μας σύναξι.   
(Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999)